Στα προηγούμενα άρθρα αυτής της σειράς έγιναν πολυάριθμες αναφορές στους στοχαστές της «Γενεάς του ‘30», τόσον στους μαρξιστές και κομμουνιστές όσον και στους αστούς «πατριώτες» αντιπάλους τους, τους διακατεχομένους από μιαν ιδιότυπο «χαλαράν» αντίληψη της Εθνικής Ιδέας. Πρόκειται για έναν διστακτικό και ανομολόγητον Εθνικισμόν, έναν «εθνισμόν» – «εθνικισμόν» «σπουδαγμένων νοικοκυραίων», ο οποίος εναυάγησε πριν καν …. αποπλεύσει. Έναν «εθνικισμόν», ο οποίος ηδράζετο στην αφελή προσδοκία πως ο νέος Ελληνισμός ημπορεί και πάλιν να ευρεθεί στο προσκήνιο και μάλιστα ως πνευματικός καθοδηγητής της Ευρώπης.
Τέτοιου είδους φιλοδοξίες εξώθησαν τους αστούς – φιλελευθέρους διανοουμένους σε μιαν «άβολο» προσέγγιση του Εθνικισμού, ενώ έως έναν βαθμόν εξυπηρέτησαν αντικειμενικώς και τις ανάγκες ανακαινίσεως του επισήμου κρατικού «Εθνικού Λόγου». Όλοι τους βεβαίως εισέπραξαν από τους μπολσεβίκους την «ρετσινιά» του «φασίστα». Όλοι τους παρέμειναν «δημοκράτες», αλλά και σφοδροί πολέμιοι του απροσώπου και οργίλου όχλου της δήθεν «δημοκρατίας» που επιμόνως …. εξυμνούσαν. Και κανείς τους δεν εύρηκε το σθένος να γίνει πράγματι φασίστας. Στην πλέον «ακραία» τους εκδοχή μετελλάχθησαν σε «φασίζοντα» καθεστωτικά ανδρείκελα επί 4ης Αυγούστου, (αλείψαντες την κόμη τους με υδροδιαλυτή «κοσμική» μπριγιαντίνη, διευκολύνουσα την ευχερή απομάκρυνσή τους από το προσκήνιον εάν ησθάνοντο πολύ εκτεθειμένοι).
Με το να τονίζουν εμμονοϊδεακώς την «εθνικήν ατομικότητα» και μάλιστα περιοριστικώς εντετοπισμένη στο πολιτιστικό και μόνον επίπεδο, δίχως φυλετικές αντανακλάσεις και γεωπολιτικές προεκτάσεις, αυτοί οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι ανεκάλυψαν έναν … εύπεπτο, «δημοκρατικότερον» τρόπο ώστε να υπογραμμίσουν την ιστορικώς εμφανή και κυρίαρχον θέση της «Ιδέας του Έθνους». Μάλιστα ο Θεοτοκάς, τον Οκτώβριον του 1933, στο άρθρον του περιοδικού «Ιδέα» με τίτλον : «Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα», θα τονίσει με παροξυντικό και δραματικόν ύφος: «Είτε αρέσει στους σχηματοποιημένους εγκέφαλους της φτηνής κοινωνιολογίας, είτε δεν αρέσει, η ιδέα του έθνους προβάλλει σήμερα, περισσότερο από πάντα, σα μια ζωντανή και αδάμαστη πραγματικότητα, που σπάνει συνεχώς τα πιο καλοφτιαγμένα λογικά καλούπια. Τα έθνη δε θέλουν να πεθάνουν».
Παραλλήλως, με το την σταθερά υπογράμμιση της ιδέας της «εθνικής μοναδικότητος», διεμορφώθη και εν σχετικώς ευνοϊκό πλαίσιον αναφοράς στους δεσμούς της Ελλάδος με την «Δύση». Όπως εφάνη και κατά τις εκτιμήσεις των φιλελευθέρων διανοουμένων, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είχε προκύψει από την ελληνικήν πολιτιστικήν κληρονομία, οπότε το προσήκον όραμα για τους Έλληνες δεν ημπορεί παρά να ήταν ένας «νέος ουμανισμός», όπου η ιστορία θα επαναλαμβάνεται προσηνεστέρα προς την Ελλάδα και ο νεότερος Ελληνισμός ευλόγως θα έχει τον πρώτον λόγο. Όμως η ταρασσομένη Ευρώπη συνετόνιζε τον βηματισμόν της με τις επερχόμενες φάλαγγες των Εθνικιστών. Είχε χορτασθεί από …. ουμανισμούς και «πανανθρωπίνους» ανθρωπιστικούς παραδείσους.
Απορρίπτοντες τόσον τον Εθνικισμόν ως δήθεν «εδαφικόν επεκτατισμόν», όσον και τον κομμουνισμό ως διεθνισμό, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι καταλήγουν σε έναν (κατ’ αρχήν στοιχειωδώς … προβιβάσιμο) «ιδεαλιστικό» και «πνευματικόν» εθνικισμόν, ο οποίος αποθεώνει την «εθνικήν μοναδικότητα». Όμως παραμένουν παθητικοί και ακίνητοι εκεί στην άκαρπον αφετηρία τους : Εντός των πλαισίων της συλλήψεώς τους η άμιλλα των εθνών θα ετροφοδοτείτο από κάποιο «υψηλό πολιτισμικό κίνητρο» και η «ελληνικότης» θα ημπορούσε να καταστεί η ρυθμιστική δύναμη του διεθνικού Γίγνεσθαι. Αυτός ο «αθώος» εθνικός συναγωνισμός θα ημπορούσε τελικώς να δώσει την ευκαιρία τόσον στην Ελλάδα όσον και στη νέα γενεά των διανοουμένων να «ηγηθούν», δηλαδήνα προσφέρει κάτι που η … «φανατική μισαλλοδοξία» του Εθνικισμού δεν επιτρέπει, όπως άλλωστε και η διεθνιστική ισότης του μαρξισμού (εδώ διαπιστώνουμε άλλη μιαν …. εποχική παραλλαγή της αστοφιλελευθέρας «θεωρίας των άκρων»).
Βεβαίως για τους μπολσεβίκους η κριτική είναι αρκούντως εύκολος και αυστηρά : ο Θεοτοκάς στο άρθρο του «Νιότη» τους φωτογραφίζει γράφων ευστόχως και προφητικώς «…..η ζωή θα δείξει ποια είναι η άγονη αντίδραση, ποιοι είναι οι πρωτοπόροι και ποιοι οι αεριτζήδες, οι δημοκόποι, οι ανεδαφικοί και άχρηστοι θεωρητικοί». Οι κόκκινοι … αεριτζήδες, ολίγα χρόνια μετά, θα σύρουν αδιστάκτως και με θαυμαστήν επιτηδειότητα στα «αντιστασιακά» Λαϊκά Μέτωπα τους ευενδότους και ηθικώς μαλθακούς αστούς και θα αιματοκυλήσουν το Έθνος.
Οι «πλαισιακώς συγκροτημένες» κοσμοθεωρητικές και αισθητικές απόψεις που εξεπορεύοντο από τον χώρον του περιοδικού «Ιδέα», εκφράζουσες ένα αξιόλογο και δυναμικόν τμήμα της αντιμαρξιστικής και «φιλελευθέρας» διανοήσεως, όχι μόνον δεν διήλθαν απαρατήρητες ή αδιάφορες αλλά και προεκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις, τόσον στους κόλπους της αγκυλωτικής κυριάρχου ιδεολογίας όσον και στα πλαίσια της συνεχώς εντεινομένης συγκρούσεως ιδεαλιστών – μαρξιστών. Έτσι, στην εποχή που οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι εξέδωσαν το περιοδικόν «Ιδέα», οι μαρξιστές τους απήντησαν κυρίως μέσα από τα περιοδικά «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι» – ανεπίσημο κύριο όργανο του ΚΚΕ- (1930 και 1931-1936 αντίστοιχα). Ο «ενδιάμεσος» χώρος καλύπτεται (αριστερόστροφος και … δημοκρατικός) από τα περιοδικά «Κύκλος» (1931-1935) και «Σήμερα» (1933-1934). Το τελευταίο όπως έχουμε αναφέρει έκλινε «μαργιόλικα» σε τροχιά προς τον μαρξισμό και τον συνοδοιποριακό μετωπισμό.
Από τις ποικίλες κριτικές κατά των «εθνικοφρόνων» φιλελεύθερων διανοουμένων ξεχωρίζει ιδιαιτερως εκείνη του -μετέπειτα καταξιωμένου- Αγγέλου Τερζάκη στο περιοδικόν «Ο Κύκλος». Ο βαθύς ιστοριογνώστης Τερζάκης -που όπως ο ίδιος παρατηρεί, δίχως να το καταλάβει ευρέθη «στη βαλτωμένη στρατιά της μεσοπολεμικής αγωνίας»- τονίζει στην ανάλυση του ότι : τα ηθικά θεμέλια του αστισμού (δλδ. Οικογένεια, Πατρίς και Εκκλησία) έχουν πλέον οριστικώς σαπίσει και παρεκτοπισθεί, με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει ένα καθεστώς διανοητικής στενότητος και υποκρισίας. Ο μαρξισμός, από την άλλη, κατά τον Τερζάκη, παραμένει στάσιμος διότι θεοποιεί την οικονομική νομοτέλεια, αδιαφορών πλήρως για τον συναισθηματικόν παράγοντα των ανθρωπίνων συλλογικοτήτων. Ωστόσον, τονίζει ο Τερζάκης, η εξάπλωση του μαρξισμού στην Ελλάδα είχεν ως αποτέλεσμα την αντίδραση του συντηρητισμού, είτε με την μορφήν του «συνειδητοποιημένου εθνικισμού» (Μελάς) είτε με την πρόταση του οράματος ενός «εθνικοσοσιαλισμού» (Θεοτοκάς) [εδώ ο μεγάλος ιστοριοδίφης Τερζάκης καταδεικνύων τον Θεοτοκά ως …εθνικοσοσιαλιστή (!), πράγματι υπερβαίνει εαυτόν στην υπερβολή και στην απώλεια κάθε μέτρου : Συνταιριάζει ιδιοτύπως τα ρεύματα του black humor και του spleen με μια παραισθητικού τύπου κρίση]
Ειδικότερον, αναφερόμενος στις αντιλήψεις του Θεοτοκά, ο Τερζάκης θα γράψει σχετικώς (με επιτηδευμένη καθωσπρεπική ειρωνεία): «Ο εθνικισμός του κ. Θεοτοκά είναι βαθύς κι ενσυνείδητος, θα ‘λεγα πώς είναι αυτόχρημα ένας “ατμοσφαιρικός” εθνικισμός (μια και το Αττικό φως και τα ρόδινα ακρογιάλια τόσο τον επηρεάζουν, όπως αλλού φανέρωνε). Κι εδώ ίσως ο καλλιτέχνης να παρασύρει επικίνδυνα τον ιδεολόγο. Ωστόσο, αφού θα ήθελε με την αναμφισβήτητη του καλή θέληση να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα, τον εθνισμό δηλαδή με το σοσιαλισμό, δεν θα έπρεπε να σταματήσει στην αφετηρία και να μην καλοζυγίσει τις συνέπειες». Και τούτη η επιτηδευμένα δηλητηριώδης κριτική του Τερζάκη διενεργείται παρά το ότι ο ίδιος αργότερον θα ομολογήσει απεριφράστως «Η ελευθερία προϋποθέτει τη σκληρότητα. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν ενδίδω». («Προσωπικές Σημειώσεις»).Απλώς εδικαιολόγει και εδικαίωνε μόνον ….την ιδική του σκληρότητα.
Ο Τερζάκης με σχεδόν χολερικόν αντιεθνικισμό θα υποστηρίξει στη συνέχεια ότι, οι κοινοί πόθοι και οι ελπίδες, που θεωρούνται από τον Θεοτοκά και τον Μελά ως οι βάσεις της υποστάσεως του Έθνους, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τους κρυφούς ή φανερούς κατακτητικούς του σκοπούς! Ενώ λοιπόν ο Θεοτοκάς και κάποιοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι προσπαθούν να κατασκευάσουν έναν «πνευματικό εθνισμό» ο Τερζάκης παρουσιάζεται pro forma βέβαιος ότι, η ιδέα του Έθνους έχει πλέον χρεοκοπήσει. Αυτή του η αντίληψη θα σφραγίσει και τα επόμενα κείμενα του με μιαν απαισιοδοξία λυμφατική, «παραδοθείσα», δίχως ίχνος οράματος και επίσης θα τον οδηγήσει να διαφοροποιηθεί από τους άλλους φιλελευθέρους συγχρ’ομους του διανοουμένους. Η κριτική του έκφραση και η ιδεολογική του στάση κατά τον Μεσοπόλεμο διεποτίσθη, όπως και το πλείστον των μυθιστορημάτων του, από ένα καταθλιπτικόν κλίμα, μιαν ασφυκτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς και από αντιηρωικούς «ήρωες» – δεσμίους οικονομικής στενότητος και κοινωνικών προκαταλήψεων.
Όπως θα εξομολογηθεί απροσχηματίστως αργότερον : «Ο ίδιος θήτευα εσώτερα σ’ έναν σοσιαλισμό άλλον, ελεύθερο, ανεξίθρησκο, όχι οργανωμένο σε στρατό, καθώς ο δικός τους». Αυτός ήταν ο «ανένταχτος», ο οποίος στο δοκιμιακόν του έργο φαίνεται να «φυλάγεται», μακράν ιδεολογικών διαμαχών, αντίθετος σε κάθε δόγμα, κομματικώς ανένταχτος σε όλην του την ζωή. Ήταν πεποίθησή του πως το μεγαλύτερον μειονέκτημα για τον πνευματικόν άνθρωπο είναι ο φανατισμός, και… εξοβέλιζε φανατικώς όποιον και ότι αντεπάθει με την κατηγορίαν του «φανατισμού».
Μέσα από το σύνολον του έργου του διαφαίνεται σαφώς η μυχία άρνησή του για την πολιτική και τους πολιτικούς. Γράφει ευστόχως : «Πόσο περιορισμένη είναι η μελωδία της πολιτικής. Παίζει το σκοπό της απάνω σε δύο μόνο νότες: την υποκρισία και τον κυνισμό». Ενώ σχετικώς με τους «διανοουμένους» διατυπώνει την ακόλουθο ευχολογιακή και …φαντασιακήν άποψη: «Ηγεσία του κόσμου μια μόνο μπορεί να ειπωθεί: οι κατά τόπους ανεξάρτητοι διανοούμενοι που διαφωτίζουν την κοινή γνώμη, κρατούν σ’ εγρήγορση τις συνειδήσεις, καταγγέλλουν, ξεσκεπάζουν το παιχνίδι των υπονομευτών της ειρήνης, της ελευθερίας και της ανθρωπιάς».
Πάντως, είναι αδιαμφισβήτητον γεγονός κατά την αναδίφηση και ψηλάφηση των Ελλήνων διανοουμένων της κοσμογονικής μεσοπολεμικής περιόδου ότι, ο Τερζάκης και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενεάς του ’30.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου