«Το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και Θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα» (Ηρόδοτος, «Ιστορίαι» Η’ -Ουρανία 144,13-15).
Η πολυθρύλητος «Ελληνικότης» είναι μια έννοια αξιολογική ή μια έννοια περιγραφική; Αυτό είναι ένα ερώτημα, που προκύπτει αβιάστως από την πολυεπίπεδο και πολυσύνθετον υφή της εννοίας καθ’ εαυτήν. Και είναι φανερόν από τις υφιστάμενες απαντήσεις επί του ερωτήματος ότι υπάρχει ένας πραγματικός γνωστικός «διχασμός».
Υπάρχει η άποψη, η οποία αντιλαμβάνεται με αξιολογικόν τρόπον την έννοιαν της «Ελληνικότητος» θεωρούσα υπερβατικήν την ουσία της ή εν πολλοίς ανωτέρα από τα άλλα εθνικά βιώματα. Αυτή η άποψη περιγράφει και σημασιοδοτεί το αξιακόν πλαίσιον το οποίον ασπάζονται οι «Ελληνοκεντρικοί», ήτοι οι έχοντες ως πυρήνα των ενδιαφερόντων τους τον Ελληνισμόν και την Ελλάδα. Διεθνώς, είναι πλέον γνωστές οι απόψεις συμφώνως προς τις οποίες οι Έλληνες έκπαλαι έχουν θέσει, εξετάσει διεξοδικώς και αντιμετωπίσει συστηματικώς όλα τα ζητήματα του πνεύματος, αλλά και της πολιτικής διαβιώσεως των ανθρωπίνων συλλογικοτήτων, οπότε αποτελούν το ζείδωρον «κέντρον» της ανθρωπότητος, έχοντες διαχρονικόν χρέος τους τον «Εκπολιτισμόν της Οικουμένης», όπως το έθεσεν ο συνιδρυτής του Ελληνικού Εθνικισμού Περικλής Γιαννόπουλος. Αυτή ακριβώς η αξιολογική προσέγγιση της Ελληνικότητος περιέσωσε το Έθνος κατά την μεταπολεμική περίοδο και στηρίζει σήμερον τους ανθισταμένους Έλληνες στην σύγχρονο περίοδο της αντιστάσεως κατά της Παγκοσμιοποιήσεως και των καθεστωτικών δούλων της.
Ο μέγας Φρειδερίκος Νίτσε στο πρώτο βιβλίον του, με τίτλον «Η Γέννεση της Τραγωδίας» (1872) και συγκεκριμένως στο κεφάλαιον ΙΕ’, προβαίνει σε ιδιαιτέρα μνεία του ελληνικού έθνους : «Αποδεδειγμένως σε κάθε περίοδον της εξελίξεως του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσεπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτόν του από τους Έλληνες. Η προσπάθειά του αυτή είναι διαπεποτισμένη με βαθυτάτη δυσαρέσκειαν, διότι οτιδήποτε και αν εδημιούργει, φαινομενικώς πρωτότυπον και άξιον θαυμασμού, έχανε χροιά και ζωηρότητα κατά την σύγκρισή του με το Ελληνικόν πρότυπο, συνερικνούτο, κατέληγε να ομοιάζει με ευθηνόν αντίγραφο, με γελοιογραφία.
Έτσι, μια οργή διαπεποτισμένη με μίσος εκσπά επανειλημμένως εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε την ζωτικήν δύναμη να ονομάσει βαρβαρικόν ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.Κανείς από τους επανεμφανιζομένους εχθρούς τους δεν είχεν την τύχη να ανακαλύψει το κώνειον, με το οποίον θα ημπορούσαμε να απαλλαγούμε από αυτούς άπαξ και δια παντός. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχον ευμορφία τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να αισθάνονται αιδώ και φόβον έναντι των Ελλήνων. Βεβαίως, εμφανίζεται διασπάρτως κάποιος που αναγνωρίζει ακεραία την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχομένου πολιτισμού και σχεδόν πάντα, τόσον τα άρματα, όσον και οι ίπποι των επερχομένων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητος εν σχέσει προς τους ηνιόχους, οι οποίοι τελικώς αθλούνται οδηγούντες το άρμα στην άβυσσο, την οποίαν αυτοί υπερβαίνουν με ένα αχίλλειον άλμα».
Σαφώς μια τέτοια αξιολογική προσέγγιση της Ελληνικότητος είναι αυτή η οποία κατά μιάν διατατικήν ερμηνεία της, διαιρεί μοιραίως και αδιστάκτως την ελληνική κοινωνία σε δύο ευρέα τμήματα, στους εθνοκεντρικούς και στους εθνοαρνητές.
Υφίσταται όμως και η αντίθετος, η περιγραφική άποψη, εκλυομένη εφ όσον δεχθούμε ότι η λέξη «Ελληνικότης» σημαίνει την αίσθηση που παράγεται σε κάθε εποχή από εκείνα τα βιούμενα και αναγνωριζόμενα ως ελληνικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Δηλαδή από εκείνα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που είναι διαφορετικά ή δεν είναι τα ίδια με τα ανάλογα και αντίστοιχα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την αίσθηση και συγκροτούν το βίωμα των ανθρώπων ενός άλλου έθνους. Κατ’ αυτήν την άποψη, ημπορεί ανεπιφυλάκτως να υποστηριχθεί ότι η έννοια «Ελληνικότης» είναι περιγραφική και όχι αξιολογική. Το περιεχόμενόν της είναι κάτι είναι κάτι που υπάρχει αναμφισβητήτως, το οποίον συναισθάνεται κανείς, όπως το περιεχόμενον των εννοιών γερμανικότης, ισπανικότης, κτλ.
Απολύτως ουδείς επιστημονικός και αντικειμενικός τρόπος υφίσταται ώστε να καταστεί δυνατή μια οποιαδήποτε αρτία αξιολόγηση του περιεχομένου των ανωτέρω προσεγγίσεων των εννοιών. Συγχρόνως, στο εσωτερικόν της Πατρίδος μας, ο περιγραφικός τρόπος αντιμετωπίσεως της εννοίας επιτρέπει τύποις στον καθένα να δηλώνει απεριφράστως και ανενδοιάστως πώς αυτός την αντιλαμβάνεται. Αυτή η δυνατότης προσφερομένη σε εμάς τους Εθνικιστές, βάλλεται ποικιλοτρόπως, εμφανώς και αφανώς, εκ μέρους των μηχανισμών του Καθεστώτος, ώστε να εκλείψει η εθνικιστική προσέγγιση της Ελληνικότητος. Έτσι ενισχύεται περαιτέρω η επίδραση της εθνοαποδομήσεως.
Το ζήτημα της Ελληνικότητος επανέρχεται κατά καιρούς και έχει απασχολήσει την πολιτιστική παραγωγή και την πολιτική ζωή της νεοτέρας Ελλάδος. Η έμφαση στην αναζήτηση ή στην διεκδίκηση της «Ελληνικότητος» κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους καταδεικνύει με σαφήνεια ότι, εξακολουθεί μέχρις σήμερον να είναι ένα άλυτον πρόβλημα του οποίου η επίλυση παραμένει μετέωρος, υποδηλούσα, αν μη τι άλλο, την ύπαρξη συγκρουσιακών καταστάσεων σε ζητήματα εθνικής ιδιοπροσωττίας και γνησίας εγγενούς Παραδόσεως.
Ως έννοια η Ελληνικότης ενεφανίσθη για πρώτην φορά στα μέσα του 19ου αιώνος, σε μια περίοδον αναζητήσεως της ιστορικής συνειδήσεως και της ταυτότητος των Ελλήνων, έκτοτε δε κατά καιρούς απετέλεσεν αντικείμενον εντόνων συζητήσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διανοουμένων της Πατρίδος μας.
Λίαν προσφάτως καταστήσαμε γνωστόν ότι η λέξη «Ελληνικότης», συμφώνως με τον Στέφανο Κουμανούδη, εισήχθη στην ελληνική γλώσσα το 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ και ο Πολυλάς την περιέλαβεν το 1860, στην απάντησή του προς τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο περί της σολωμικής ποιήσεως, όπου υπερασπίζεται την Ελληνικότητα. Όμως, παρακολουθούντες εμβριθώς τις ιστορικές εξελίξεις του 19ου αιώνος, διαπιστώνουμε ότι οι εξάρσεις στην συζήτηση περί «Ελληνικότητος» ουσιαστικώς σχετίζονται με τις προσπάθειες σταθεροποιήσεως και θωρακίσεως του κρατικώς αναγεννηθέντος Ελληνικού Έθνους.
Από τον καιρόν του Σολωμού το ζήτημα της Ελληνικότητος επανήλθεν πλειστάκις ως αντικείμενον προβληματισμού και δημοσίου διαλόγου, σε βαθμόν ώστε να καθιερωθεί ως διακριτικόν στοιχείο του νεοελληνικού πολιτισμού, της εθνικής μας καλλιεργείας. Επισημαίνεται όμως μια λεπτομερής διαφορά: Στην νεοελληνική ιστορία των ιδεών η «Ελληνικότης» εμφανίζεται ως πρόβλημα πολιτισμικόν και όχι πολιτικόν.
Κατά τον 20ον αιώνα η ευρυτέρα ανάλογος συζήτηση επικεντρώνεται σε προβλήματα έχοντα σχέση με την εξάπλωση και την ένταξη της Ελλάδος στο ευρύτερον «Διεθνές Περιβάλλον». Συγκεκριμένως, θα ημπορούσαν να αναφερθούν επιλεκτικώς οι εξής χαρακτηριστικές περιπτώσεις εξάρσεως της περί ης ο λόγος συζητήσεως:
Ως πρώτη περίπτωση ημπορεί να αναφερθεί αυτή του Αδαμαντίου Κοραή, ο οποίος στην περίφημον διάλεξή του ενώπιον του γαλλικού κοινού το 1804 επεχείρησεν έναν παραλληλισμόν αρχαίας και νεοτέρας Ελλάδος, ώστε να κερδίσει την συμπάθειαν του κοινού προς τους αγωνιζομένους υπέρ Πατρίδος συμπατριώτες μας. Πρόκειται εδώ για την σύνδεση του προβλήματος του Διαφωτισμού με το πρόβλημα της εθνικής αποκαταστάσεως των Ελλήνων. Επίσης εξεφράσθη αναλόγως και σε παλαιότερα κείμενά του σχετικώς με την κατάσταση του Ελληνισμού: Το 1798 εκυκλοφόρησεν ένα φυλλάδιο στον υπόδουλον ελληνισμό με τίτλον «Πατρική Διδασκαλία», τυπωθέν στην Κωνσταντινούπολη. Το κείμενον αυτό, γραμμένο με ένα άθλιον πνεύμα εθελοδουλείας, απέτρεπεν τους Έλληνες από επαναστατικές ενέργειες κατά των Οθωμανών. Απεδόθη στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμον, ο οποίος όμως ηρνήθη την πατρότητά του και το απεκήρυξεν.
Ο Κοραής, που παρηκολούθει με άγρυπνον όμμα ό,τι συνέβαινε στο υπόδουλον Γένος, αντέδρασεν αμέσως με ένα εξαιρετικόν αντιρρητικό κείμενο το οποιον ετύπωσεν ανωνύμως στην Ρώμη το 1798, με τίτλον «Αδελφική διδασκαλία». Σε αυτό ανασκευάζει τις θέσεις του ανωνύμου συντάκτη της «Πατρικής Διδασκαλίας» (αρνούμενος ότι είναι κείμενον του Πατριάρχη και θεωρών αυτό ψευδεπίγραφο) με περικοπές από το Ευαγγέλιον, τις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων. Μετά την αντίδρασή του αυτήν το φυλλάδιον της υποτελείας απεσύρθη από την κυκλοφορίαν και εξηφανίσθη.
Ο Κοραής εφοβείτο ότι, όσον η Ελλάς παρέμενε ξένη προς τον Διαφωτισμόν και δεσμία των «καλογήρων», οι πεφωτισμένοι Ευρωπαίοι δεν θα την υπελήπτοντο και θα ηκολούθουν φιλοτουρκικήν πολιτικήν, ενώ αντιθέτως μια πεφωτισμένη Ελλάς θα ενέπνεε και στους Ευρωπαίους στάση αντιτουρκικήν. Επίσης με το κείμενόν του «Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως της Ελλάδος» προσεπάθησε να τονώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για απελευθέρωση και να ενισχύσει την αγωνιστική τους διάθεση.
Η δευτέρα περίπτωση είναι αυτή του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, αλλά και άλλων συνεπικούρων του ιστορικών, οι οποίοι προσεπάθησαν να ανασκευάσουν τους ισχυρισμούς του Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράϊερ. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συνέδεσε ιστορικώς την αρχαιότητα με τη νεοτέραν Ελλάδα μέσω του Βυζαντίου. Τις ίδιες απόψεις είχεν υποστηρίξει ενωρίτερον ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στην Εισαγωγή του στα «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού», το 1852. Συμφώνως προς τον Παπαρρηγόπουλον ο Ελληνισμός δεν έσβησεν ολοκληρωτικώς το 146 π.Χ. μετά την ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους, αλλά εσυνέχισεν να υπάρχει, μάλιστα δε κατόρθωσε να αναγεννηθεί με την σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν ήταν ένα εκφυλισμένο υπόλειμμα του «Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους», αλλά απετέλει δρώσα αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εναρκτήριον σημείο του «Νέου Ελληνισμού» προσεδιόρισε το 1204, δηλαδή την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους. Διεφώνησε με τον ιστορικόν Φαλμεράϊερ, ο οποίος στα έργα του «Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον μεσαίωνα» (1830) και «Περί της καταγωγής των συγχρόνων Ελλήνων» (1835) υπεστήριζεν ότι ο Ελληνικός πληθυσμός είχεν «εξαφανισθεί» τον 6ον μ.Χ. αιώνα, ύστερα από την κάθοδον σλαβικών φύλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες ουδεμίαν είχαν φυλετικήν συγγένεια με τους αρχαίους.
Είναι γνωστόν ότι, όταν το 1853 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος εδημοσιοποίησεν την πρώτη μορφή της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», στους κύκλους των λογίων επικρατούσε η άποψη ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ένα κράτος κυριαρχούμενο από θρησκοληψία και δεισιδαιμονία.
Μια άλλη μερίς ιστοριοδιφών, με κύριον εκπρόσωπο τον … γεωπόνο Δημήτριο Κωνσταντίνου Τσοποτό, εθεώρει πως δεν υπήρξεν κανείς άμεσος ουσιώδης συνδετικός «επιγονικός» κρίκος μεταξύ των κοινοτήτων του Βυζαντίου και της Νεοτέρας Ελλάδος, οι δε ελληνικές κοινότητες μάλλον ήσαν διοικητικόν παραπροϊόν του οθωμανικού φορολογικού συστήματος επί Τουρκοκρατίας. Οι σύγχρονες επιτηδευμένες επιλεκτικές αναφορες σε αυτήν την μικρά μερίδα προέρχονται από την εθνοφοβική και εθνοαποδομητικήν «Αριστερά», που επιδιώκει οπωσδήποτε τον δήθεν «τεκμηριωμένο» αφελληνισμό του κατ΄αυτήν τεχνητού Ελληνικού Έθνους.
[Ο εν πολλοίς άγνωστος Δημήτριος Κωνσταντίνου Τσοποτός εγεννήθη στην Πορταριά του Πηλίου το 1860. Ετελείωσεν τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα το 1877. Κατόπιν μετέβη στην Γερμανία, όπου εσπούδασεν φυσικές και γεωργικές επιστήμες στις Γεωπονικές Σχολές των Πανεπιστημίων του Φράϊμπουργκ και της Χάλλε. Όταν απεφοίτησεν, έκανε την πρακτική του εξάσκηση σε μεγάλα αγροκτήματα της Σιλεσίας και της Βάδης –Βυρτεμβέργης. Επιστρέφων στην Ελλάδα το 1882 ανέλαβε την διεύθυνση των τεραστίων θεσσαλικών αγροκτημάτων του πατρός του στην Νίκαια Λαρίσσης (τότε Νιμπεγλέρ).
Επέδειξεν έφεση στις ιστορικές έρευνες και σπουδές,υπήρξεν δε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της «Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας των Θεσσαλών», ιδρυθείσης το 1929. Υπήρξεν επίσης από τους ιδρυτές του Εμπορικού Συλλόγου του Βόλου και του τμήματος της Στατιστικής. Διετέλεσεν Γενικός Πρόξενος της Γερμανίας στομ Βόλο. Από του 1884 έως το 1930 ο Τσοποτός έγραψε πολλές γεωπονικές μονογραφίες.
Παραλλήλως αφιέρωσεν όλη του την πνευματική δραστηριότητα στην συγκέντρωση αφθόνου ιστορικού υλικού και εκτεταμένης βιβλιογραφίας σχετικώς με γεωργικά και ιστορικά ζητήματα της Θεσσαλίας. Εδημοσίευσεν κατά καιρούς μελέτες σε αυτοτελή τεύχη ή φυλλάδια, επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Απέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1939, όπου είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του ήδη από το 1920, χωρίς να ιδεί δημοσιευμένο το έργον της ζωής του, την «Ιστορία του Βόλου», έργον που εξέδωσε αργότερον το Δημοτικό Κέντρον Ιστορίας του Βόλου.]
Είναι επίσης γνωστόν ότι ικανή μερίς λογίων της εποχής του Παπαρρηγοπούλου, κατέκρινε την προσπάθεια του να «εμβάλλει» οργανικώς το Βυζάντιον, την Ρωμανία («Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους») μεταξύ αρχαίας και νεοτέρας Ελλάδος. Παράδειγμα της μερίδος αυτής είναι ο Καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Στέφανος Κουμανούδης, ο οποίος το 1853, ολίγους μήνες μετά την έκδοση της μονοτόμου «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Παπαρρηγοπούλου, εστράφη με δημοσίευμά του εναντίον όσων εξέφρασαν απόψεις για την σημασία του Βυζαντίου, αναφερόμενος στους Παπαρρηγόπουλο και Ζαμπέλιο. Μάλιστα εχρησιμοποίει τον όρον «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειος σχολή» όταν ανεφέρετο επικριτικώς στις απόψεις των «Διοσκούρων της Εθνικής Ιστορίας».
Όμως, η έκτοτε επεκταθείσα συζήτηση περί Ελληνικότητος συνεδέθη κατά τον 20ον αιώνα κατ’ εξοχήν με την «Γενεάν του ’30». Η Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας προσέδωσαν το έναυσμα στην «Γενεά του ’30» να επιδιώξει μιαν νέα σύνθεση της ελληνικής παραδόσεως, μία σύνθεση σε δραστική επαφή και με ουσιώδη διάλογον με τις ευρωπαϊκές μορφές του τότε «υστέρου μοντερνισμού». Επίσης της προσέδωσαν το έναυσμα ώστε να ανανεώσει με σχετικήν επιτυχία την ελληνικήν τέχνη και λογοτεχνία, οι οποίες, για πρώτην ίσως φορά, απέκτησαν οικουμενικές φιλοδοξίες και παγκόσμιο στόχευση.
Προφανώς σημειωτέον ότι, η οιαδήποτε επαναφορά της συζητήσεως περί Ελληνικότητος οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ελληνικήν επικράτεια και στον ευρύτερον εξωελλαδικόν χώρο του «Μείζονος Ελληνισμού», την περίοδον μεταξύ του 1907 και του 1936. Η κατάληξη της σημαντικής αυτής περιόδου με την επέλευση του Εθνικού Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά σηματοδοτεί την τελικήν αποτυχία και αδυναμία της υπό μορφοποιητική ζύμωση τελούσης, ασχηματίστου εθνικής αστικής τάξεως να ηγεμονεύσει τον Ελληνικόν κοινωνικό σχηματισμό και να προσδώσει συμπαγή πνευματικά χαρακτηριστικά στο αναγεννηθέν εθνικό συγκρότημα.
Στην περίοδον όμως του Μεσοπολέμου οι συζητήσεις σχετικώς με την Ελληνικότητα αφεώρων κυρίως τον χώρον της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερον, καθώς γνωστοί πνευματικοί δημιουργοί εκείνης της εποχής ηθέλησαν να αναδείξουν με το έργον τους την ιδιαιτερότητα του Ελληνισμού, όπως αυτός διεμορφώθη στην μακραίωνο ιστορική του πορεία, δηλαδή να προβάλουν το «άλλο», το «αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας» (όπως έγραψε χαρακτηριστικώς ο σπουδαίος Οδυσσεύς Ελύτης), πρόσωπο επιγενετικό, απαλλαγέν από τις οιεσδήποτε ανθελληνικές, μισελλήνικές και φιλελληνικές ή ελληνολατρικές παραμορφώσεις της Δύσεως. Για τους Έλληνες διανοουμένους του Μεσοπολέμου «Ελληνικότης» εσήμαινε, πρωτίστως, τον αναπροσδιορισμόν της σχέσεως μεταξύ ταυτότητος και συνειδήσεως, αισθητικής και τρόπου ζωής, φύσεως, ιστορίας και καθημερινότητος,:
Το ζήτημα της Ελληνικότητος επανήλθεν στα ελληνικά δρώμενα και φαινόμενα με σχετικήν δριμύτητα κατά την τελευταίαν μεταπολιτευτικήν περίοδο, κατά την οποίαν έχουν λάβει χώρα δύο ιδιαιτέρως σημαντικές εξελίξεις:
Πρώτον, η παγκόσμιος εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος (με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται αυτό) και,
Δεύτερον, η ένταξη και σταδιακή ενσωμάτωση της Ελλάδος στο συγκρότημα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υπό λίαν συγκεκριμένους όρους,ενός ιδιοτύπου εθνοαποδομητικού κοινωνικού δαρβινισμού.
Έτσι ενεφανίσθη εκ νέου και δη με πραγματικούς – πολιτικούς όρους, το ερώτημα : Πώς ορίζεται και ποία σκριβώς είναι η θέση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας για την ελληνική πολιτική σήμερον, σε μιαν Ευρώπη «ενοποιουμένη – ομογενοποιουμένη» υπό αναγκαστικούς, λίαν συγκεκριμένους όρους, εντός ενός παγκοσμιοποιουμένου κόσμου; Στην κρατούσα κυρίαρχον οπτική των Διεθνών Επικυριάρχων, το θέμα αυτό τίθεται εντός του παραμορφωτικού και πιεστικού πλαισίου ενός εξωγενούς κώδικος της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας, συγκυρίας, που ορίζεται από την εξόχως πολωτικήν αντίθεση μεταξύ «Εθνικισμού» και της «παγκοσμιοποιήσεως».
Αλλά εντός αυτού του προαναφερθέντος πλαισίου, η έννοια της εθνικής ταυτότητος έχει υποστεί συστηματικήν αγρία κακομεταχείριση και στρέβλωση, δεδομένου ότι η «επικυρίαρχος άποψη» είναι αυτή της αναγκαστικής «πολιτιστικής ομογενοποίησης» και της «πολυπολιτισμικότητας», όπως αυτές νοούνται στο πλαίσιον της κρατούσης «μεταμοντέρνας» εκδοχής των διεθνών εξελίξεων. Η σταδιακή αλλά σταθερά ενσωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας στον νέον διεθνή καταμερισμόν της εργασίας (με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) σηματοδοτεί υπό μίαν έννοιαν το τέλος της εθνικής εξαιρέσεως όπως αυτή εγένετο αφελώς αντιληπτή στα πρώτα σαράντα μεταπολιτευτικά έτη. Αυτή η διαδικασία «αναγιγνώσκεται» με όλως διαφορετικόν τρόπον απ’ ό,τι οι ποικίλες πολιτισμικές λογικές, οι οποίες διεμορφώθησαν ωθούμενες κυρίως από την προσπάθειαν ερμηνείας της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
Είναι ευκόλως παρατηρίσμον ότι, στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις η συζήτηση επικεντρούται στην προσπάθειαν ανασκευής απόψεων προερχομένων κυρίως από την Ευρώπη και γενικότερον από το διεθνές περιβάλλον. Πρόκειται για απαντήσεις «αμυντικές» και αντιδράσεις σε διάφορες εξωτερικές προκλήσεις, οι οποίες στοχεύουν στην ανάδειξη της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και ιδιαιτερότητος και την κατοχύρωση της ελληνικής ταυτότητος και συνειδήσεως. Μάλιστα, δύο ερμηνευτικά σχήματα αυτών των τάσεων δεν επιχειρούν καν την δημιουργίαν ενός «Ελληνικού Μύθου», αλλά λειτουργούν είτε παθητικώς, (υιοθετούντα έναν τρόπον αντιλήψεως που έχει κατασκευάσει η Ευρώπη για το μεγαλείον της αρχαίας Ελλάδος), είτε αμυνόμενα απέναντι στην πανταχόθεν εκλυομένη λυσσαλέα αμφισβήτηση της φυλετικής καθαρότητος του Εληνισμού.
Σε ένα τρίτον, «εθνοφοβικόν» εν πολλοίς σχήμα, είτε διεθνιστικόν είτε κοσμοπολίτικο, διαφαίνονται μία εμμονική αμηχανία συμπεριλήψεως μιας πλήρους ορθοτόμου συνεκτιμήσεως διεπιστημονικών καθώς και μία σκόπιμος εκλεκτική αδυναμία αναδείξεως εκείνων των στοιχείων που «εν τοις πράγμασι» ημπορούν να αποτελέσουν τον χώρον ισχυράς συστηματικής «περιχαράξεως» της εννοίας της Ελληνικότητος στις παρούσες συνθήκες.
Ενώ, τέλος, σε ένα τέταρτον, «εθνοκεντρικόν» σχήμα ερμηνευτικής αποκρίσεως, η όλη αντιληπτική και ερμηνευτική προσπάθεια διέπεται από ένα επιθετικόν πνεύμα, κατατείνουσα στην ανάδειξη και προβολή των βαθυτέρων, ουσιωδών και αναλλοιώτων στοιχείων της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, με στόχον τον γονιμότερον εφικτόν, αλλά και ισότιμον διάλογον του Ελληνισμού με την Ευρώπη και ολόκληρον τον κόσμο.
Προφανέστατα, οι πολιτικές επιλογές ήσαν και είναι εκούσιοι και συνειδητοί τροφοδότες της συζητήσεως περί «Ελληνικότητος», εξυπακούονται δε και η εμφάνιση ακροτήτων τύπου «πολεμικής» και η μεταξύ των αντιθέτων θέσεων οξεία αντιπαράθεση, την οποίαν προθύμως αποδέχονται οι ελληνολάτρες Εθνικιστές.
Η αυξανομένη εθνική μας ανασφάλεια και το εν γένει άγχος της «Ελληνικότητος» επιτείνονται από την σημερινή καλπάζουσα «παγκόσμιον αταξία», καθώς και από τις συγχυτικές, πολυεπίπεδες και πολυσύνθετες συζητήσεις για τις «ετερότητες», τις πολιτισμικές, φυλετικές και εθνοτικές ταυτότητες. Πάντως αυτές οι συζητήσεις διεξάγονται κατά το πλείστον από διεθνιστές και οικουμενιστές «στοχαστές και διανοουμένους», ενώ βεβαίως δαιμονοποιούνται και εξοβελίζονται πρόσωπα και τοποθετήσεις Εθνικιστικής προελεύσεως, με αποσιώπηση, συκοφάντηση, διαστρέβλωση και απαγορεύσεις.
Εν κατακλείδι, είναι εξόχως αξιοσημείωτον ότι αυτή η αγωνιώδης και διαρκής αναζήτηση ενός αρτίως εσχηματισμένου «προσώπου», μιας σαφούς ιδιοπροσωπίας του Ελληνισμού, διατρέχει όλον τον εικοστόν αιώνα και έχει μεταγγισθεί στον εικοστόν πρώτον αιώνα. Συνεπώς είναι χρέος όλων των Εθνικιστών στον διενεργούμενο Πολιτιστικόν Αγώνα, στην διεξαγομένη (εμφανώς ή αφανώς) Πάλη των Ιδεών, να μελετούν εμβριθώς τα συναφή διαθέσιμα αψευδή δεδομένα όλων των γνωστικών πεδίων. Εντρυφούντες λεπτομερώς στην επιστημονική γνώση να αναλύουν, να συνθέτουν, να αφομοιώνουν και να αναδεικνύουν κάθε πτυχή της Ελληνικότητος. Έτσι θα αναδεινύεται θαλερό και αξιολάτρευτο το πρόσωπον του Ελληνισμού.
[Επ΄ αυτού ας ενθυμούμεθα διαρκώς την υπέροχον αξιωματική προτροπή του σπουδαίου «δαφνοστεφούς» Άγγλου ποιητή, λόρδου Άλφρεντ Τέννυσον : « Για να συνομιλήσουμε προσωπo με πρόσωπο με τους θεούς, πρέπει επι τέλους να έχουμε κάποιο πρόσωπο !»].
Αθανάσιος Κωνσταντίνου