Το ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου 1974 (και όχι της 15ης όπως ισχυρίστηκε στα έδρανα της Βουλής η ανιστόρητη βουλευτής της Ν.Δ. Σοφία Βούλτεψη), ήταν το εφιαλτικότερο πρωινό στην ιστορία της ελληνικής μεγαλονήσου.
Μετά από 403 χρόνια, οι ασιατικές ορδές επέστρεφαν, με τους ίδιους ακριβώς «ευγενείς σκοπούς» και διαθέσεις, όπως τότε, το καλοκαίρι του 1571, όπου, 118 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, η μεγαλόνησος θα «τουρκέψει» και αυτή…
Το πρώτο ήμισυ του μηνός Ιουλίου 1974, ο βορείως της Κύπρου εχθρός, πάνοπλος, πανέτοιμος και πάνω στα πλοία ευρισκόμενος εκτελούσε την φάση της «Δοκιμής» της κατά της Κύπρου ενέργειάς του με το πρόσχημα ναυτικών ασκήσεων.
Όταν λοιπόν ο εχθρός αυτός συντόνιζε και την τελευταία λεπτομέρεια της επιθετικής του ενέργειας, «εμείς» λαμβάναμε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να του εξασφαλίσουμε την επιτυχία. Κλασική, ίσως και μοναδική περίπτωση αντιπάλου που μεθόδευσε την ήττα του…
Ας δούμε όμως πώς φτάσαμε στα γεγονότα του «μαύρου καλοκαιριού» του 1974. Το 1960, μετά το τέλος του ένοπλου ηρωικού αγώνα και του έπους της ΕΟΚΑ, στην Κύπρο προσφέρθηκε μια ιδιότυπη ανεξαρτησία, ένα ελλειμματικό από κάθε άποψη (πολιτική, νομική, θεσμική) κρατικό κατασκεύασμα.
Η Τουρκία, με δεδομένη την προδοτική αποδοχή από την Ελληνική Κυβέρνηση των Συμφωνιών Λονδίνου και Ζυρίχης (που χλεύαζαν και στην ουσία πετούσαν στα σκουπίδια της Ιστορίας τον αγώνα της ΕΟΚΑ και την θυσία των παλικαριών της), που την έβαζαν ουσιαστικά «από το παράθυρο» στο παιχνίδι της Κύπρου ως εγγυήτρια δύναμη (με μόλις 18% του πληθυσμού να ανήκει εθνολογικά σε αυτήν), εκμεταλλεύτηκε άριστα αυτά τα γεγονότα, τα οποία την βοηθούσαν στους σχεδιασμούς της για διαμελισμό ή συγκυριαρχία στο νησί.
Όλες οι κρίσεις που δημιουργήθηκαν επί Κυπριακού εδάφους μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας προκλήθηκαν από τους Τούρκους με μορφή προβοκάτσιας, με μόνο σκοπό, να επιβάλλουν μια “de facto” διχοτόμηση.
Έτσι η Τουρκία –συνεχίζοντας τις διαχρονικές επεκτατικές της βλέψεις απέναντι στην Κύπρο- όντας απόλυτα έτοιμη, άρπαξε την ευκαιρία και εισέβαλε στο νησί τον Ιούλιο του 1974 (μάλιστα ο ίδιος ο Μακάριος της το ζήτησε, από το βήμα του ΟΗΕ!).
Οι Τούρκοι θέλοντας να εκφράσουν προφανώς τα άγρια και βάρβαρα ένστικτά τους εναντίον του κυπριακού λαού, ονόμασαν την επιχείρησή τους με τον κωδικό «Αττίλας», όνομα του βασιλιά των Ούννων.
Η εισβολή του «Αττίλα», ξεκίνησε στις 4 το πρωί της 20ής Ιουλίου. Τα τουρκικά στρατεύματα έπειτα από άγριο βομβαρδισμό της βορείου Κύπρου άρχισαν να αποβιβάζονται και να εισβάλουν στην Κύπρο, καθώς οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν γύρω από την Λευκωσία και την Κυρήνεια.
Τα σχέδια των Τούρκων επιτελών, καθορισμένα και αναπροσαρμοζόμενα επί χρόνια, απέβλεπαν στη δημιουργία προγεφυρώματος στην περιοχή Κυρήνειας, προέλαση και κατάληψη της πόλης και συνένωση των δυνάμεων κρούσης με τον θύλακα Λευκωσίας, όπου προϋπήρχαν η ΤΟΥΡΔΥΚ και τάγματα Τουρκοκυπρίων. Ήταν ένα τυπικό σχέδιο απόβασης, συνάμα δε και άτολμο, που κάτω από κανονικές συνθήκες αντιμετώπισής του δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Στην Ελλάδα κηρύχθηκε επιστράτευση 100.000 εφέδρων, ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στην απογευματινή του συνεδρίαση της 20ής Ιουλίου, με την υπ΄αριθμ. 353/20.7.74 απόφασή του, ζήτησε την διακοπή των εχθροπραξιών, το τέλος της στρατιωτικής εισβολής, αλλά και τον σεβασμό της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, παράλληλα με την πρόσκληση για άμεση αποχώρηση των εισβαλόντων στρατευμάτων και τέλος την άμεση έναρξη συνομιλιών μεταξύ των ενδιαφερομένων για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή.
Παρά ταύτα, από την πλευρά της Τουρκίας και για μία ολόκληρη ημέρα δεν υπήρξε ανταπόκριση. Η Ελλάδα εξέδωσε τελεσίγραφο, δίνοντας στην Τουρκία 48 ώρες προθεσμία για να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο. Η Τουρκία όμως αδιαφόρησε και συνέχισε την προέλασή της. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ διά του υπουργού της επί των Εξωτερικών Χένρυ Κίσσινγκερ ευρίσκετο σε εγρήγορση για την συγκράτηση της κατάστασης και τον έλεγχό της, καθώς οι τηλεφωνικές επαφές με τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Κάλαχαν ήταν συχνότατες.
Συνεκλήθη πολεμικό συμβούλιο με τους πρέσβεις της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Σοβ. Ένωσης και εδόθησαν οδηγίες για άμεση κινητοποίηση του στρατού της Μ.Βρετανίας στις βάσεις τους στην Κύπρο. Εν τω μεταξύ, από την πλευρά της Τουρκίας ο Ετσεβίτ δήλωνε ότι έστειλε τα στρατεύματά του στο νησί, «για να προστατεύσουν την ειρήνη και όχι για να κάμει πόλεμο», ενώ ο Ντενκτάς δήλωνε ότι «η αποβίβαση των τουρκικών στρατευμάτων εστρέφετο εναντίον της χούντας κι όχι εναντίον του κυπριακού λαού».
Στις 23 Ιουλίου ο, τοποθετηθείς από την χούντα ως Πρόεδρος της Κύπρου Σαμψών, παραιτείται και ο Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης ορκίζεται και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς το βράδυ της ίδιας ημέρας, φτάνει στην Αθήνα και ορκίζεται πρωθυπουργός ο Κων/νος Καραμανλής.
Στις 25 Ιουλίου ξεκινούν στη Γενεύη, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, συζητήσεις μεταξύ των Υπουργών των Εξωτερικών της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Βρετανίας, χωρίς την συμμετοχή εκπροσώπων από την Κύπρο, που ήταν το θύμα της επίθεσης και της εισβολής του τουρκικού στρατού.
Οι Έλληνες ήταν εξαγριωμένοι εκ του γεγονότος ότι οι Τούρκοι παραβίαζαν την εκεχειρία και ενίσχυαν το προγεφύρωμά τους, αποβιβάζοντας και νέα στρατεύματα στο νησί, καθώς επίσης και εκ του γεγονότος ότι 40 τουρκικά πλοία κατευθύνονταν με άνδρες και εφόδια από τις τουρκικές ακτές προς την Κύπρο, χωρίς κανένας να τους εμποδίζει. Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Γκιουνές, απαιτούσε συμφωνία κάτω από τις συνθήκες της νέας πραγματικότητας που είχε διαμορφωθεί στο νησί, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους ότι: «Δεν θα σταματήσουν οι εχθροπραξίες, εάν εν τω μεταξύ δεν επέλθουν οι Συνταγματικές αλλαγές στο νησί, προκειμένου η τουρκική μειονότητα να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία» – και όλα αυτά με την ενθάρρυνση του Χένρυ Κίσσινγκερ, ο οποίος χρησιμοποίησε την διακοπή των εχθροπραξιών ως ένα προσωρινό μέτρο, καθώς ο Ετσεβίτ διέτασσε τα στρατεύματά του να προετοιμαστούν για την δεύτερη φάση των επιχειρήσεων στην Κύπρο.
Τέλος, κι έπειτα από διάφορες ταλαντεύσεις, επήλθε η διάλυση της Συνδιάσκεψης της Γενεύης, και τούτο διότι οι Τούρκοι εμφάνισαν με πολύ θράσος μια δέσμη προτάσεων, τις οποίες αξίωσαν να αποδεχθούν οι Έλληνες άνευ άλλου τινός. Ζητούσαν να έχουν τον έλεγχο του εδάφους που τελικώς θα καταλάμβαναν, μια ουδέτερη ζώνη υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του ΟΗΕ, τον διεθνή έλεγχο του αεροδρομίου της Λευκωσίας με μία βρετανική βάση εκεί, συζητήσεις για ένα νέο Σύνταγμα και δύο αυτόνομες τουρκικές διοικήσεις στην Κύπρο, εκ των οποίων η μία θα εκτείνετο από την Κυρήνεια μέχρι το τουρκικό τμήμα της Λευκωσίας, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τις παραβιάσεις της συμφωνίας διακοπής των εχθροπραξιών σε όλα τα σημεία της εισβολής τους.
Οι σκοποί της Τουρκίας, όπως απεδείχθη και από τους αναλυτικούς χάρτες οι οποίοι κυκλοφορούσαν ήδη από την πρώτη μέρα της εισβολής στα χέρια των Αμερικανών, αποδεικνύουν την συνωμοσία η οποία εξυφαίνετο σε βάρος του Κυπριακού λαού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το «ενδιαφέρον» των Αμερικανών για την αποτροπή πολέμου μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας αποσκοπούσε στην αποτροπή πολέμου μεταξύ δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, και τούτο γιατί ο πόλεμος αυτός θα οδηγούσε στην διάλυση της νοτιοανατολικής του πτέρυγας, που διασφάλιζε την αμερικάνικη επιρροή και την ειρήνη σε ένα τόσο νευραλγικό σημείο της γης, όπως είναι το σταυροδρόμι των τριών ηπείρων και κυρίως των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής. Άλλωστε και ο ψευτοεθνάρχης Καραμανλής ήταν της άποψης (από τότε ακόμη που ήταν υπουργός του Παπάγου) ότι χωρίς τον «πονοκέφαλο» του Κυπριακού η Ελλάς θα είχε αυξημένη την εύνοια των Αμερικανών και ότι πακτωλός δολαρίων θα ήταν δυνατόν να συρρεύσει στη χώρα εάν είμεθα διαλλακτικοί.
Ο δε Χένρυ Κίσσινγκερ, όχι μόνο δεν εναντιώθηκε στους Τούρκους για την απόβασή τους στο νησί, αλλά απεναντίας τους ενεθάρρυνε λέγοντάς τους ότι «ήταν απαραίτητο να καταλάβουν ένα προγεφύρωμα, όπως το έκαμαν, αλλά τώρα θα πρέπει να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, πριν προχωρήσουν περαιτέρω», ενώ στον Ετσεβίτ υποδείκνυε ότι «δεν πρέπει να απαιτεί μόνο αυτονομία για τους Τουρκοκυπρίους, αλλά από εδώ και πέρα, μετά την διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας λόγω της εισβολής, να ζητά λύση διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας», αντί να δράσει κατευναστικά.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η Τουρκία θεωρούσε σίγουρη την ήττα της με ταυτόχρονη απώλεια των όσων επεδίωκε στην Κύπρο, επειδή η Ελλάδα τότε διέθετε υπερσύγχρονα όπλα που αντίστοιχα δεν διέθετε η Τουρκία. Μας φοβόντουσαν, και δίδω εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Όταν η ΕΛΔΥΚ προχώρησε στην καταδικασμένη εξ΄αρχής σε αποτυχία επίθεση, μετωπικά εναντίον του Κιόνελι, παρόλο το γεγονός ότι οι Λόχοι Κυπρίων Επίστρατων δεν εξετέλεσαν την κίνηση αντιπερισπασμού, η Ελληνική μονάδα βρέθηκε έως την αντιαρματική τάφρο προ της 2ης σειράς πολυβολείων του θύλακα.
Τότε με την είδηση αυτή, ότι η πρώτη γραμμή αμύνης του Κιόνελι εκάμφθη από τους άντρες της ΕΛΔΥΚ, ο Ραούφ Ντενκτάς, ζήτησε απεγνωσμένα ελικόπτερο για εκείνον και την οικογένειά του, για να απομακρυνθεί από την Λευκωσία, διότι άρχισε να πιστεύει ότι ο θύλακας, θα πέσει! Τόσο μεγάλη απελπισία κατέλαβε τους τούρκους ηγέτες!
Έναντι αυτού του κινδύνου, η πολιτική ηγεσία των Τούρκων, εν όψει και της ανικανότητας των στρατιωτικών της και της εξαιρετικά δυσχερούς θέσης της πρότεινε εκεχειρία από τις 16:00 ώρας της 22ας Ιουλίου 1974.
Από την 25η Ιουλίου ως την έναρξη του δεύτερου Αττίλα παίχθηκε κυριολεκτικά ένα θέατρο παραλόγου: Ενώ οι Τούρκοι μεταφέρουν στο νησί δύο μεραρχίες (τουλάχιστον 35.000 άνδρες) και πάνω από 200 άρματα, ενώ μόνο μέχρι τις 26/7 είχαν παραβιάσει 55 καταμετρημένες φορές την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ενώ όλα έδειχναν πεντακάθαρα ότι ετοιμάζονταν για δεύτερο γύρο, η κυβέρνηση Κων/νου Καραμανλή, στις 22 μέρες που μεσολαβούν, επιδεικνύοντας εκπληκτική απάθεια, δεν έστειλε στην Κύπρο ούτε έναν στρατιώτη, ούτε μία σφαίρα.
Αντιθέτως η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε αυτό το διάστημα προσαρμόζοντας τις πολιτικές της αποφάσεις προς τις στρατιωτικές της ανάγκες κατορθώνοντας, από την 22α Ιουλίου μέχρι την 14η Αυγούστου (Αττίλας ΙΙ), να ενισχύσει σταδιακά τις δυνάμεις της σε βαθμό που την παραμονή της 14ης Αυγούστου να μην μπορεί πλέον να γίνει η οποιαδήποτε σύγκριση του εκατέρωθεν συσχετισμού δυνάμεων.
Η ΕΛΔΥΚ του 1974 αποτελούσε μια πάρα πολύ αξιόμαχη μονάδα, με αξιόλογα και ικανότατα στελέχη. Εκ προοιμίου εθεωρείτο εξαιρετικά υπολογίσιμος αντίπαλος από τους Τούρκους. Το υποτιθέμενο αντίπαλο δέος, η ΤΟΥΡΔΥΚ, δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ενεργό ρόλο στις επιχειρήσεις του «ΑΤΤΙΛΑ Ι».
Κορίνα Πενέση