Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Κανάρης (του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

Κανάρης (του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

Την 9η Οκτωβρίου 1877, δημοσιεύεται το ποιήμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπό τον τίτλο Κανάρης, στην Εστία. Αυτό αποτελούσε τα ολίγα νεκρολούλουδα του Εθνικού μας ποιητή, αφού δεν τον αποχαιρέτησε με φυσική παρουσία λίγες μέρες νωρίτερα.

Ο ποιητής ακολουθεί την γνωστή του τακτική, δηλαδή να γράφει προλεγόμενα και να μας δίνει ιστορικές πληροφορίες. Καταγράφεται εδώ η άποψη του Κωνσταντίνου Κανάρη (1793;- 1877) ότι όλα τα κατορθώνει η προς την πατρίδα αγάπη.

Σε μία επίσκεψη στο σπίτι της Κυψέλης, ο θαλάσσιος ήρως απεκάλυψε στον ποιητή το θαύμα που τον έσωσε από το ατύχημα κατά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδος, την νύκτα της 6ης Ιουνίου 1922.[1]

Τότε, του έλεγε: Τα ολίγα δευτερόλεπτα, τα οποία εδαπανήθησαν εν τω απροόπτω εκείνω συμβάντι, ήσαν αρκετά να επιφέρουν την καταστροφήν μας. Οι Τούρκοι ήσαν τόσοι (σ.σ. άνω των 2.000), ώστε, εάν έπτυον απάνω μας (σ.σ. μόλις 34), θα μας έπνιγον αναμφιβόλως. Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός δεν το επέτρεψε και μας έσωσε, διότι εγνώριζε την ψυχήν των δούλων του.

Tη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί ‘ς το χέρι
K’ εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ’ έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Tη ματωμένη επλεύρονες, Kανάρη, ναυαρχίδα, [2]
Aν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Mέσα ‘ς τη μαύρη τη σπηληά του Kαραλή [3] του σκύλου,
Kανένας μάντις σώλεγε ότι θα νά ‘λθη ώρα
Nα ιδής, Kανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ’ ετοιμοθάνατη, ― ότ’ ήθελες φωτίσει
M’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Aνατολή και Δύση,[4]
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα, [5]
Kαι χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Kανάρη, ‘ς τ’ απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ’ η χάρη
Nα ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ’ ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν’ αναβράνε
Mέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια του κι’ αθάνατα θα νά ‘ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός ‘ς τα λείψανά σου
Nα σε φιλήση εγκαρδιακά, Kανάρη, ο Bασιλειάς σου, ―
Aν ένας μάντις τά ‘λεγε ποιός ήθε’ τον πιστέψει;…
Mόνος εσύ, πού γνώριζες ότ’ είχανε φυτέψει
Bαθειά, βαθειά ‘ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Bοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Tην πίστη την ακλόνητη ‘ς του έθνους σου την τύχη…
Aυτή, Kανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
K’ έδωσε ‘ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;…

Aχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι [6] σ’ είδ’ ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον ‘ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα ‘ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ’ ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ’ εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Kανάρη,
Tα λιοκαμμένα δάχτυλα κ’ ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ’ έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Mου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σου
Kαι μού ‘πες, λειονταρόκαρδε, ―«Mην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω». [7]

Kι’ απέθανες!  [8] κ’ εσβύστηκες!… Tα ριζιμιά, οι βράχοι
Δε σκιάζονται γεράματα και ‘ς του βουνού τη ράχη
Oλόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Kαι μάχεται με τα στοιχειά… Kαι συ και συ, Kανάρη,
Πού ‘λθες ‘ς τη γη θεόχτιστος κι’ όπ’ όταν εθεωρούσε
Tο χιόνι ‘ς το κεφάλι σου κανείς π’ ασπροβολούσε,
Eπίστευεν ότ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Mε την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Eσύ σωριάζεσαι με μιας;… Mέσα ‘ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο [9] ή θα σβυστή η φωτιά σου;…

Kατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Nά ‘ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά ‘ν’ η ζωή μας στείρα.


1 Η λέμβος των Ψαριανών ευθύς μόλις εκινήθη προς απομάκρυνσιν ενεπλάκη εις ένα λιανόσχοινον ευρεθέν υπό τα ύφαλά της και έως ότου το κόψουν, απωθήθη από τα κύματα και τον άνεμον προς τα πλευρά του καιομένου πλοίου. (Διον. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τομ. 4ος. Αθήναι: Μέλισσα, 1960, σελ. 439.)

2 Ο Κανάρης ανέλαβε την ναυαρχίδα και ο Πιπίνος την αντιναυαρχίδα.

3 Ο Ναύαρχος Καρά – Αλής ήταν Αρχηγός του τουρκικού στόλου και σκοτώθηκε με κτύπημα στο κεφάλι ή στην οσφυϊκή χώρα από το κατάρτι της ναυαρχίδος, την νύκτα εκείνη.

4 Το όνομά του κατέστη παγκόσμιον … ο Βολωνάκης, ο Λύτρας, καθώς και ο Ρώσσος θαλασσογράφος Αϊβαζόφσκη, εζωγράφισαν πίνακας μεγάλων διαστάσεων … εκυκλοφόρησαν χαλκογραφίας και λιθογραφίας εις όλα τα κέντρα της Ευρώπης, ποιηταί μεγάλοι όπως ο Ουγκώ και ο Μπερανζέ τον απηθανάτισαν … ο εστεμμένος φιλέλλην Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας, του εζήτησε να του αποστείλει τον υιόν του δια να εκπαιδευτή εις την στρατιωτικήν σχολήν του Μονάχου δια δαπανών του βασιλικού ταμείου. (Διον. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τομ. 4ος. Αθήναι: Μέλισσα, 1960, σ.σ. 444-445.)

5 Οι Κ. Κανάρης, Θ. Ζαίμης και Δ. Δρίβας μετέβησαν στην Κοπεγχάγη την 25η Μαΐου 1863, προκειμένου να προσφέρουν το ελληνικό Στέμμα στον Γεώργιο Β΄. (Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος, τ. 3ος. Αθήναι: Πάπυρος, 1966, σελ. 154.)

6 Πράγματι, η τελευταία συνάντησή τους ήταν προ ενός έτους, όπως περιγράφεται στα προλεγόμενα του ποιήματος.

7 Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδος ήταν η εκδίκηση για την καταστροφή της Χίου, η οποία: δεν ωφέλησε τον αγώνα ζώσα τον ωφέλησε πεσούσα, διότι επί της φρικτής πτώσεώς της εξέστη και ηγανάκτησεν όλος ο Χριστιανικός κόσμος και είδεν οφθαλμοφανώς ότι οι Τούρκοι ώμοσαν τον εξολοθρευμόν της Ελληνικής φυλής, ότι η αμνηστεία των ήτον επιβουλή και η φιλανθρωπία των απάτη και ότι ούτε η αθωότης ούτε η προς τον Σουλτάνον πίστις ίσχυαν να στομώσωσι το ακονισθέν ξίφος των. (Σπ. Ι. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, Αθήνα: Δημιουργία, 1996, σελ. 204.)

8 2 Σεπτεμβρίου 1877.

9 Η δράσις των πυρπολικών, επί το παραστατικότερον, ελέγοντο «ηφαίστεια». 10 Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Άπαντα, τ. Β΄. Αθήνα: Μέρμηγκα, 1974, σ.σ. 152-154.

Exit mobile version