Λαμβάνοντας υπ’ όψη του ανυπόστατα δημοσιεύματα πρακτόρων του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, ο πρόεδρος της Τουρκίας έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Ερντογάν: “Οι Έλληνες βεβήλωσαν τα νεκροταφεία των συγγενών μας στη Δυτική Θράκη με όπλα. Δεν είναι καθόλου θετικά σήματα αυτά. Δεν θα αφήσουμε κανέναν μόνο του. Θα κάνουμε ό, τι είναι απαραίτητο, όταν έρθει η ώρα, θα κάνουμε ό, τι είναι απαραίτητο. Επιτρέψτε μου να το πω ξεκάθαρα».
Είναι σαφές ότι η Τουρκία θέτει ζήτημα Δυτικής Θράκης και αποτελεί πρωτοφανές θράσος να αναφέρεται στην συνθήκη της Λωζάνης του 1923 προβλεπότανε για τα δύο νησιά καθεστώς αυτονομίας, σεβασμός του θρησκεύματος και της περιουσίας των κατοίκων, καθώς και η λειτουργία Ελληνικών σχολείων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Το 1923, στην οποία προβλεπόταν για τα δύο νησιά Ίμβρο και Τένεδο κατοικούσαν στην Ίμβρο 9207 Έλληνες με ελάχιστους Τούρκους και στην Τένεδο 3752 Έλληνες και 1403 Τούρκοι. Με την πάροδο του χρόνου το Τουρκικό κράτος προχωρούσε στον αφελληνισμό των δύο νήσων. Στην δεκαετία του 1960, πάνω στην Κυπριακή κρίση, η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της για να εξαλειφθεί πλήρως το Ελληνικό στοιχείο. Έκλεισαν όλα τα σχολεία και καταργήθηκε η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας, απαλλοτριώθηκαν περιουσίες, ενώ η Ίμβρος στρατιωτικοποιήθηκε με την εγκατάσταση ενός συντάγματος του τουρκικού στρατού.
Αυτή η κατάσταση, που συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της συνθήκης της Λωζάνης, συνεχίστηκε. Έτσι, ενώ το 1960 στην Ίμβρο κατοικούσαν 5487 Έλληνες και 285 Τούρκοι, το 1990 υπήρχαν στο νησί 300 Έλληνες και 7200 Τούρκοι. Στην δε Τένεδο κατοικούσαν πλέον ελάχιστοι Έλληνες.