Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Στέφανο Ντέλε Κιάιε, ένας ασυμβίβαστος εθνικοεπαναστάτης

Στέφανο Ντέλε Κιάιε, ένας ασυμβίβαστος εθνικοεπαναστάτης

«H καταστολή δεν μας κάμπτει, αντίθετα μας δυναμώνει»

Stefano Delle Chiaie

Πριν ένα περίπου χρόνο, στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών ο Στέφανο Ντέλε Κιάιε (Stefano Delle Chiaie), ιδρυτής και επικεφαλής της εθνικιστικής οργάνωσης «Εθνική Πρωτοπορία» (“Avanguardia Nazionale”), ένας από τους κυριότερους εκφραστές του ιταλικού μαχητικού εθνικισμού κατά τη δεκαετία του ’60. 

Ο Στέφανο Ντελε Κιάιε γεννήθηκε στην Καζέρτα, κοντά στη Νάπολη, το 1936. To 1950, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ανέπτυξε πολιτική δράση εντός του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος  (Movimento Sociale Italiano, MSI), το οποίο εγκατέλειψε το 1956 και εντάχθηκε στο Κέντρο Μελετών «Νέα Τάξη» (Ordine Nuovo) του Pino Rauti.

Δυο χρόνια αργότερα, το 1958, μέσα στο Ordine Nuovo ίδρυσε τις «Επαναστατικές Ομάδες Δράσης» (Gruppi di Azione Rivoluzionaria, GAR). Η ομάδα του Ντέλε Κιάιε προσπαθούσε να συνδυάσει τον μεταπολιτικό ακτιβισμό της Νέας Τάξης με άνοιγμα στην κοινωνία˙ να συνδυάσει την διανόηση με την πολιτική δράση. Η ομάδες GAR υπήρξαν το πρώτο πολιτικό κίνημα που υποκίνησε τους Ιταλούς εθνικιστές ψηφοφόρους να ρίξουν λευκό στις εκλογές, διεξάγοντας μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία μαζικής αποχής από όλα τα συστημικά κόμματα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν τόσο το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) όσο και το Ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα (PCI).

To 1959, ο Ντέλε Κιάιε και οι GAR εγκαταλείπουν το Κέντρο Μελετών «Νέα Τάξη» και σχηματίζουν ένα νέο πολιτικό κίνημα με την ονομασία «Εθνική Πρωτοπορία Νεολαίας»  (Avanguardia Nazionale Giovanile, ANG).

Η πολιτική δραστηριότητα της Εθνικής Πρωτοπορίας Νεολαίας υπήρξε έντονη καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄60, με τον Stefano Delle Chiaie, τον «υπαρχηγό» Adriano Tilgher και τον Mario Merlino (ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα ασπάστηκε τον αναρχισμό) στην πρώτη γραμμή των αγώνων.

Η πρώτη μεγάλη πολιτική δραστηριότητα της ΑΝG ήταν η ενεργός συμμετοχή της στις φοιτητικές διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις του 1968 στη Ρώμη, καθώς και σε άλλες ιταλικές μεγαλουπόλεις, όπου η εθνικιστική οργάνωση  είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Tον Μάρτιο του 1968  o Ντέλε Κιάιε ηγήθηκε της εξέγερσης στο πανεπιστήμιο της Ρώμης από μέλη της ANG,  υποστηριζόμενα από φοιτητές της FUAN του MSI, που έλαβαν μέρος στις συγκρούσεις με την αστυνομία, γνωστές ως «Μάχη της Valle Giulia». Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων η αστυνομία πραγματοποίησε δεκάδες συλλήψεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Delle Chiaie, ο οποίος στη συνέχεια απελευθερώθηκε μετά από φυλάκιση λίγων ημερών.

«Ενώ πολλοί φοιτητές περιορίζονταν στα αιτήματά τους για μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια, εμείς υποστηρίζαμε ότι ξεκινώντας από τα πανεπιστήμια, ο αγώνας θα έπρεπε να επεκταθεί σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η “μάχη της Valle Giulia” είχε το εξής νόημα: να κατανοήσουν οι πάντες ότι η διαμαρτυρία ήταν πολιτική και όχι μόνο φοιτητική» θα πει αργότερα ο Ντέλε Κιάιε.

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1970 η «Εθνική Πρωτοπορία Νεολαίας» μετονομάστηκε «Εθνική Πρωτοπορία» (Avanguardia Nazionale, AN). Σύμβολο της ΑΝ η Ρούνα Oþalan.

O Ντέλε Κιάιε ανασυγκρότησε την ΑΝ σε οργανωτικό επίπεδο με την καθιέρωση άκαμπτης εσωτερικής πειθαρχίας και κατανεμημένου πολιτικού ακτιβισμού των στελεχών της σε διάφορους τομείς (Τύπος, προπαγάνδα, πολιτιστικά κ.λπ.)

Το 1970, ο Ντέλε Κιάιε, έχοντας μπει στο στόχαστρο της ιταλικής αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, αποφάσισε να καταφύγει στην Ισπανία.

Το καλοκαίρι του 1970, οι ιταλικές δικαστικές αρχές εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης του Ντέλε Κιάιε στο πλαίσιο έρευνας για τη «σφαγή της Πλατείας Fontana» (Strage di Piazza Fontana) [1]

Μετά τη αναγκαστική φυγή του Ντέλε Κιάιε στην Ισπανία, την ηγεσία της ΑΝ ανέλαβε ο Αdriano Tilgher. Για περισσότερα από 5 χρόνια η ΑΝ παρουσίαζε σημαντική άνοδο σε μια προσπάθεια να καταστεί μαζικό κίνημα, με εκατοντάδες  στελέχη της να δραστηριοποιούνται σ’ ολόκληρη την ιταλική επικράτεια.

Το Σύστημα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια αλλά επενέβη κατασταλτικά. Στις 27 Νοεμβρίου του 1975, 72 ηγετικά στελέχη της ΑΝ συλλαμβάνονται με την κατηγορία της ανασύστασης του εκτός νόμου Φασιστικού Κόμματος.  Ο επικεφαλής του κινήματος Tilgher συνελήφθη στις 12 Δεκεμβρίου και φυλακίστηκε για περισσότερα από 5 χρόνια. Στις 7 Ιουνίου του 1976 η ΑΝ τέθηκε εκτός νόμου.

Ο Ντέλε Κιάιε εγκατέλειψε την Ισπανία και το 1976 κατέφυγε στη Χιλή, επί κυβερνήσεως Αουγκούστο Πινοσέτ. Το 1977 έμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Αργεντινή και το 1978 εγκαταστάθηκε στην Βολιβία, όπου ήλθε σε επαφή και ανέπτυξε πολιτική δράση με διάφορες εθνικιστικές ομάδες της χώρας και άλλους ευρωπαίους εθνικιστές φυγάδες.

Το 1982 στην Ιταλία εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του για συμμετοχή στη σφαγή της Πλατείας Fontana, ενώ στις 2 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανεπιτυχής απόπειρα σύλληψής του, η οποία ανατέθηκε σε Γάλλους μισθοφόρους που βρίσκονταν στη Βολιβία. Ακολούθησαν και άλλες αποτυχημένες προσπάθειες σύλληψής του από ανθρώπους των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών και της CIA.

Στις 27 Μαρτίου του 1987, μετά από δεκαεπτά χρόνια παραμονής του σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής,  ο  Delle Chiaie, συνελήφθη στο Καράκας της Βενεζουέλας από την αστυνομία και εκδόθηκε στην Ιταλία.

Ο Ντέλε Κιάιε, εκτός από την «σφαγή της Πλατείας Fontana» κατηγορήθηκε για όλες τις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις που συγκλόνισαν την Ιταλία κατά τη διάρκεια των «μολυβένιων ετών»: τη «σφαγή της Μπρέσια» (1974) [2], τη  «σφαγή της αμαξοστοιχίας Italicus» [3],  τη σφαγή της Μπολόνιας (1980) [4] παρόλο που από το 1970 μέχρι τη σύλληψή του βρίσκονταν εκτός Ιταλίας.  Κατηγορήθηκε επίσης για την συμμετοχή του στο «πραξικόπημα  Μποργκέζε» (Golpe Borghese) που δήθεν θα πραγματοποιείτο τον Δεκέμβριο του 1970 [5].

Ο Ντέλε Κιάιε κλήθηκε να αντιμετωπίσει όλες τις ανυπόστατες και παράλογες κατηγορίες που του αποδόθηκαν, όπως και πολλοί άλλοι Ιταλοί Εθνικιστές (Φράνκο Φρέντα, Γκαμπριέλε Αντινόλφι, Έλιο Μασαγκράντε κ.λπ.) οι οποίοι υπήρξαν οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», θύματα των μυστικών υπηρεσιών του διεφθαρμένου ιταλικού κράτους εκείνης της περιόδου της «στρατηγικής της έντασης» και των «μολυβένιων χρόνων».

Για όλες σχεδόν τις βομβιστικές επιθέσεις κατηγορήθηκαν άτομα που ανήκαν στον εθνικιστικό χώρο, καθώς και κάποιοι αναρχικοί (όπως π.χ. ο Πιέτρο Βαλπρέντα και ο Μάριο Μερλίνο). Σήμερα δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία ότι η «στρατηγική της έντασης», που είχε ως στόχο κυρίως το Εθνικιστικό Κίνημα και την αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος, πραγματοποιήθηκε από ιταλικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες, καθώς και άλλα σκοτεινά κέντρα. Έπειτα από κάθε πολύνεκρο βομβιστικό χτύπημα ξεκινούσε ένα «κυνήγι μαγισσών» κατά των Ιταλών εθνικιστών που υπήρξαν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Πολλοί απ’ αυτούς φυλακίστηκαν με ψευδείς και ανυπόστατες κατηγορίες ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.

Μετά από δικαστικές περιπέτειες, ο Ντέλε Κιάιε τελικά θα απαλλαγεί οριστικά από όλες τις κατηγορίες.

«Δεν υπάρχουν στοιχεία για άμεση συμμετοχή της Εθνικής Πρωτοπορίας ή των εκφραστών της στη σφαγή της Μπολόνια και στις άλλες επιθέσεις του 1980˙ είτε λείπουν είτε έχουν αποδειχθεί ψευδείς» ήταν η απόφαση του δικαστηρίου.

Λίγα χρόνια μετά την απαλλαγή του από όλες τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, ο Delle Chiaie, θα συνεχίσει ακάθεκτος τον πολιτικό του αγώνα. Ιδρύει το πρακτορείο Τύπου Publicondor  και κατορθώνει να εξασφαλίσει την άδεια από το δήμο της Ρώμης για να λειτουργήσει η έδρα του τηλεοπτικού δικτύου της Avanguardia Nazionale. Στο κανάλι φιλοξενήθηκαν πολλοί πρώην σύντροφοί του από τα «μολυβένια χρόνια», γεγονός που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από τους «δημοκράτες».

Τον Οκτώβριο του 1991, οργάνωσε μια συνάντηση (Forum Nazionalpopolare) μεταξύ ιστορικών προσώπων που προέρχονταν από το χώρο της εξωκοινοβουλευτικής ριζοσπαστικής δεξιάς στην Pomezia του Lazio, όπου συμμετείχε και ο σύντροφός του από τη δεκαετία του ’60, Adriano Tilgher, ο οποίος λίγο αργότερα ανέλαβε την ηγεσία του Εθνικού Κοινωνικού Μετώπου (Fronte Sociale Nazionale).  Από τη συνάντηση αυτή γεννήθηκε μια νέα πολιτική κίνηση με την ονομασία «Εθνικός Λαϊκός Σύνδεσμος» (Lega Nazionale Popolare), η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ιταλία. Ο Εθνικός Λαϊκός Σύνδεσμος συμμετείχε στις πολιτικές εκλογές του 1992, χωρίς ωστόσο να συγκεντρώσει ικανοποιητικό αριθμό ψήφων.

Πριν μερικά χρόνια, κατά την παρουσίαση της πολιτικής αυτοβιογραφίας του με τίτλο  «Ο Αετός και ο Κόνδορας: Αναμνήσεις ενός πολιτικού ακτιβιστή» (L’ Aquila e il Corvo: Memorie di un militante politico) στη Ρέτζιο Καλάμπρια, σε μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από πλήθος κόσμου, ο Ντέλε Κιάιε  απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους νεαρούς εθνικιστές είπε μεταξύ άλλων: «…Μην εγκαταλείψετε το Όνειρο, γιατί το Όνειρο υπάρχει και μπορεί να πραγματοποιηθεί. … Σιγά σιγά θα γεννηθεί το Κίνημα, επειδή εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες θα το επιτρέψουν. Μην υποχωρήσετε, μην χάσετε τον ενθουσιασμό σας. Εμείς οραματιστήκαμε την επανάσταση και προσπαθήσαμε να την κάνουμε πράξη…Εσείς οι νέοι, τώρα, δεν κοιτάτε μόνο προς το παρελθόν, αλλά χτίζετε το μέλλον με τη νοημοσύνη και τις ικανότητές σας. Το γεγονός ότι είμαι εδώ μαζί σας σημαίνει ότι το Όνειρό μας δεν ήταν μάταιο.»

Στο βιβλίο του ο Ντέλε Κιάιε αναφέρεται στη συμβολή της Εθνικής Πρωτοπορίας σε όλα τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ιταλία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960  μέχρι τη διάλυσή της (1976), όπως στο φοιτητικό κίνημα  του 1968, στον πολιτικό ακτιβισμό των στελεχών της καθ΄ όλη την ταραγμένη περίοδο των δεκαετιών του ’60 και του ’70, στις επιτυχίες και τις αποτυχίες. Απευθυνόμενος σε όλους εκείνους που διατηρούν αμφιβολίες για τη συνέπεια των αγώνων της Εθνικής Πρωτοπορίας, σε εκείνους που πίστεψαν στους μύθους που καλλιεργήθηκαν από το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ότι δήθεν η Εθνική Πρωτοπορία  δεν ήταν παρά μια φασιστική τρομοκρατική οργάνωση και ο ηγέτης της βασικός υπεύθυνος για όλες της βομβιστικές επιθέσεις που συγκλόνισαν την Ιταλία κατά τη διάρκεια των «μολυβένιων ετών» (από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80). Μέσω άσειστων και αναμφισβήτητων στοιχείων, ο Ντέλε Κιάιε καταρρίπτει μία προς μία όλες τις ψευδείς και παράλογες κατηγορίες  που του αποδόθηκαν, όπως το «πραξικόπημα Borghese», οι δήθεν διασυνδέσεις του με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, την CIA, τη μασονική στοά P2 (Propaganda 2), τις μυστικές υπηρεσίες των καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής, όπου είχε καταφύγει, κ.λπ.

Ο Στέφανο Ντέλε Κιάιε παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός και συνεπής στις ιδέες του. Αντιμετώπισε όλες τις παράλογες και ανυπόστατες κατηγορίες που του αποδόθηκαν με θάρρος,  αξιοπρέπεια και περιφρόνηση προς τους διώκτες του. Έζησε και πέθανε με το κεφάλι ψηλά.

[1] Στις 12 Δεκεμβρίου του 1969, 17 άτομα σκοτώθηκαν και 88 τραυματίστηκαν από έκρηξη βόμβας στην «Εθνική Αγροτική Τράπεζα» (Banca Nazionale dell’ Agricoltura) της πλατείας Fontana του Μιλάνου. Για τη σφαγή συνελήφθησαν δεκάδες άτομα που ανήκαν στον εθνικιστικό χώρο αλλά και στο χώρο της ακροαριστεράς και του αναρχισμού (η γνωστή «θεωρία» του Συστήματος περί των «δύο άκρων»).

[2] Στις  28 Μαΐου του 1974, 8 άτομα σκοτώθηκαν και 102 τραυματίσθηκαν από την έκρηξη μιας «τυφλής  βόμβας» στην Piazza della Loggia της Μπρέσια. Για τη σφαγή κατηγορήθηκαν  δύο μέλη της Ordine Nuovo, τα οποία, όπως αποδείχτηκε αργότερα, δεν είχαν καμιά σχέση με το συμβάν.

[3] Βομβιστική επίθεση την 4η Αυγούστου του 1974 στην αμαξοστοιχία Italicus, η οποία κατευθύνονταν από τη Ρώμη στο Μόναχο, με 12 νεκρούς και 44 τραυματίες.

[4] Η πιο πολύνεκρη βομβιστική επίθεση των «μολυβένιων ετών». Στις 2 Αυγούστου του 1980 ένας εκρηκτικός μηχανισμός εξερράγη στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνιας σκοτώνοντας 85 ανθρώπους και τραυματίζοντας περισσότερους από 200.

[5] Ο Junio Valerio Borghese (1906-1974), γόνος της πριγκιπικής οικογένειας των Borghese, υπήρξε αξιωματικός του ναυτικού και ήρωας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάμεσα στα αμέτρητα παράσημα που είχε λάβει ήταν το Χρυσό Μετάλλιο της Στρατιωτικής Τιμής και ο Σιδηρούς Σταυρός 1ης και 2ης τάξης του γερμανικού Ράιχ.  Ξεκίνησε την στρατιωτική του καριέρα σε πολύ νεαρή ηλικία, έχοντας αποφοιτήσει από τη Ναυτική Ακαδημία του Λιβόρνο. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και ναυμαχίες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μετά την ανακωχή της 8ης Σεπτεμβρίου του 1943, συνέχισε να μάχεται στο πλευρό των Γερμανών εναντίον των συμμάχων έως το τέλος του πολέμου. Συνελήφθη, κρίθηκε ένοχος για συνεργασία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 ετών. Σύντομα όμως απελευθερώθηκε κατόπιν αμνηστίας.

Ήταν επίτιμος πρόεδρος του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI) από το 1951 έως το 1953. Αρχικά υπήρξε υποστηρικτής του γενικού γραμματέα του κόμματος, Τζιόρτζιο  Αλμιράντε, αλλά στη συνέχεια αποχώρησε από το MSI, ερχόμενος σε επαφή με διάφορες εξωκοινοβουλευτικές εθνικιστικές ομάδες.

Τον Σεπτέμβριο του 1968 ιδρύει το «Εθνικό Μέτωπο» (Fronte Nazionale), που μαζί με τη «Νέα Τάξη» του Πίνο Ράουτι και την «Εθνική Πρωτοπορία» του Στέφανο Ντέλε Κιάιε αποτελούσαν τα σημαντικότερα ριζοσπαστικά  εθνικιστικά κινήματα στην Ιταλία εκείνη την περίοδο.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μποργκέζε κατηγορήθηκε ότι ετοίμαζε πραξικόπημα (γνωστό ως “golpe Borghese”) τη νύχτα μεταξύ 7 και 8 Δεκεμβρίου του 1970, στο οποίο υποτίθεται θα συμμετείχαν τόσο στελέχη του Εθνικού Μετώπου και άλλων εθνικιστικών ομάδων, όσο και ανώτεροι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των καραμπινιέρων. O Μποργκέζε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ισπανία, ενώ το 1971 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του για το υποτιθέμενο «πραξικόπημα».

Παρόλο που το 1973 η ιταλική δικαιοσύνη τον αθώωσε από όλες τις ψευδείς και ανυπόστατες κατηγορίες, ο Μποργκέζε δεν επέστρεψε στην πατρίδα του καθώς δεν είχε εμπιστοσύνη στο διεφθαρμένο καθεστώς της χώρας. Παρέμεινε στην Ισπανία μέχρι το θάνατό του, ο οποίος επήλθε κάτω υπό ύποπτες συνθήκες στο Κάδιθ στις 26 Αυγούστου του 1974. Κάποιοι έκαναν λόγο για δυσπεψία που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ο Μποργκέζε καρδιακή προσβολή, ενώ κάποιοι άλλοι για δηλητηρίαση με αρσενικό (ενέργεια που αποδόθηκε σε μυστικές υπηρεσίες). Στο επίσημο πιστοποιητικό θανάτου αναφέρεται ως αιτία η «οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα».

Βιβλιογραφία

Stefano Delle Chiaie – Adriano Tilgher: Un meccanismo diabolico. Stragi, servizi segreti, magistrati («Ένας διαβολικός μηχανισμός. Αιματοχυσίες, μυστικές υπηρεσίας και εισαγγελείς»), Publicondor, Roma, 1994

Stefano Delle Chiaie: L’ Aquila e il Condor – Memorie di un militante politico («Ο Αετός και ο Κόνδορας – Αναμνήσεις ενός πολιτικού ακτιβιστή»), Il Settimo Sigillo, 2012

Nicola Rao:  La fiamma e la celtica («Η Φλόγα και ο Κελτικός Σταυρός»), Sperling & Kupfer, 2009

Παύλος Γκάσταρης

Exit mobile version