Από τις αρχές του 20ου αιώνα τα εθνικιστικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου ήταν σε αναβρασμό.. Τα Χριστιανικά κράτη είχαν απελευθερωθεί αλλά κάποιοι πληθυσμοί τους που βρισκόντουσαν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, ζητούσαν την ελευθερία τους.
Κάτι τέτοιο βέβαια μόνο με πόλεμο θα μπορούσε να συμβεί, οπότε έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη αφορμή.
Το 1912 οι 4 χώρες σύμμαχοι των Βαλκανίων, απαίτησαν από το σουλτάνο περισσότερα δικαιώματα για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος διαφώνησε δίνοντας έτσι την αφορμή για την έναρξη του Ά Βαλκανικού Πολέμου.
Στις 8 Οκτωβρίου 1912, η μικρή τότε Ελλάς, με σύνορα μέχρι τον Όλυμπο, χωρίς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Κρήτη, μπήκε μαζί με τις τότε συμμάχους της Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο στον πόλεμο κατά των Τούρκων.
Η ομαδική επίθεση των τεσσάρων χωρών προς την οθωμανική αυτοκρατορία, έδωσε σε μικρό χρονικό διάστημα πολλές νίκες. Η μία πόλη απελευθερωνόταν μετά την άλλη, γεμίζοντας έτσι ενθουσιασμό στράτευμα, πολίτες αλλα και τους σκλαβωμένους πληθυσμούς που περίμεναν την σειρά τους.
Το Ελληνικό Ναυτικό, με ναυαρχίδα το θωρηκτό Αβέρωφ, κυριάρχησε στο Αιγαίο κλείνοντας τον τουρκικό στόλο στα στενά των Δαρδανελίων, αποκόπτοντας έτσι τον τουρκικό στρατό από ανεφοδιασμό και υποστήριξη μέχρι και το τέλος του πολέμου.
Το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει ολόκληρη την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Δυτική και κεντρική Μακεδονία, όλα τα νησιά του Αιγαίου ενώ και η Κρήτη βρισκόταν σε τροχιά ένωσης.
Ύστερα από πιέσεις των Ιταλών, η Ήπειρος διχοτομήθηκε με το βόρειο κομμάτι της, που αν και είχε αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό, να δίνετε στο νεοσύστατο κράτος της αλβανίας.
Η Ελλάς της πολιτικής αστάθειας, η Ελλάς του “δυστυχώς επτωχεύσαμεν”, η ηττημένη Ελλάς του 1897, η μικρή και αδύναμη αλλά με Εθνικό Όραμα και Ηγέτες Ελλας, όρθωσε το ανάστημα της, διεκδίκησε και πολέμησε για αυτά που της ανήκαν.