Ευλογημένα χρόνια τα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Τότε που με την καρδιά αγνή και καθαρή χτίζαμε κάστρα στην άμμο, φρούρια ολόκληρα από λάσπη και πέτρες, και ο νους φτερούγιζε προς το άγνωστο και η ψυχή μας άνοιγε ορίζοντες κόσμων νέων, που αλίμονο με το πέρασμα του χρόνου όλο φαντάζουν και πιο μακρινοί, χαμένοι, θολοί, ανυπόστατοι.
Η παιδική ηλικία σημαδεύει βαθιά τον χαρακτήρα κάθε ανθρώπου, του οριοθετεί καταστάσεις, του δημιουργεί Αρχές, Ιδανικά, Πρότυπα. Σε όλα αυτά, βασικό ρόλο παίζει ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής της παιδικής ψυχής για τα πρώτα έξι χρόνια της εκπαιδευτικής μας ζωής.
Εμείς οι νέοι των εικοσιπέντε -τριάντα χρόνων είμαστε η τελευταία γενιά, που πρόλαβε το δάσκαλο με το τριμμένο σακάκι… Τότε στα τελευταία χρόνια της «μίζερης» νεοελληνικής ζωής γύρω στο 1970, που ο καταναλωτισμός δεν είχε ακόμα ισοπεδώσει τα πάντα και η ανέχεια κρατούσε ακόμη μερικά ιδανικά ζωντανά.
Τότε που ο γέρο δάσκαλος, μη έχοντας λόγω του πενιχρού του μισθού, την οικονομική άνεση να αγοράσει καινούργιο κουστούμι, ερχόταν στο σχολείο φορώντας ένα τριμμένο σακάκι και μία ξεβαμμένη από τα χρόνια γραβάτα, σημάδια μιας Αξιοπρέπειας, της Αξιοπρέπειας του Παιδαγωγού, που αλίμονο έχει χαθεί σήμερα.
Το τριμμένο σακάκι του γέρου δασκάλου μας ήταν ό,τι και η τήβεννος για τον δικαστή, ό,τι το ράσο για τον Παπά, ό,τι η Στολή για τον Αξιωματικό. Φορώντας το υπερήφανα, τον θυμάμαι να μας μιλάει για τον Διγενή Ακρίτα, για τον Μέγα Αλέξανδρο, για την Κωνσταντινούπολη, για την Μεγάλη Ελλάδα!
Θυμάμαι τον δάσκαλο με το τριμμένο σακάκι, με δακρυσμένα μάτια να μας απαγγέλλει το «ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ» του Γεωργίου Δροσίνη, το «ΤΑΜΑ» του Κανάρη, την «ΔΕΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ» του Αρ. Βαλαωρίτη και σκέπτομαι πόσος λίγος χρόνος αρκεί για να έρθει η παρακμή, ο ξεπεσμός, η διαφθορά…
Αναλογίζομαι τον δάσκαλο με το τριμμένο σακάκι και βλέπω τον σημερινό δάσκαλο, κομψευόμενο δανδή, να μιλάει έχοντας ανοιχτά τα πέτα του πουκαμίσου του με θρασύ και πολύξερο ύφος, για τους ανύπαρκτους ήρωες της ανύπαρκτης γενιάς του δήθεν Πολυτεχνείου. Μεγαλώνουν τα παιδιά με ψεύτικους ήρωες, ανύπαρκτους νεκρούς, που έπεσαν δήθεν μαχόμενοι για κάποια ιδανικά…
Βλέπω τον σημερινό δάσκαλο να μιλάει στα παιδιά για κάποια δήθεν ειρήνη, να τα μαζεύει σε κύκλο και σε μια φωτιά συμφοράς να καίνε τα πολεμικά τους παιχνίδια και αυτός γενειοφόρος, ίδιος Μεφιστοφελής, να σαρκάζει πάνω από τις θανατερές φλόγες μιας απατηλής και στείρας ειρήνης, ενώ απέναντι στην ξεριζωμένη Ελληνική Ιωνία, ο Τούρκος τροχίζει το μαχαίρι του.
Μεγαλώνει μια γενιά τραγική, μια γενιά κούφια χωρίς ιδανικά, χωρίς όνειρα, δίχως στόχους. Ποιοί άραγε θα σηκώσουν την Σημαία της Ιδέας στο Μέλλον; Ποιοί θα κρατήσουν την φλόγα ζωντανή της πατρίδας στους χρόνους που έρχονται; Οι αντιδραστικοί, οι αμφισβητίες, οι επαναστάτες για την επανάσταση, αυτοί που ντρέπονται να πηγαίνουν με τους πολλούς. Καλώς να ‘ρθούνε λοιπόν!
Ν. Γ. Μιχαλολιάκος – Οκτώβριος 1986