Ο ομογενής επιστήμονας, που θεωρείται «γκουρού» παγκοσμίως στο πεδίο της Στατιστικής Ιατρικής, συνέλεξε δεδομένα από συνολικά 82 μελέτες σχετικά με τη θνησιμότητα του SARS-CoV-2 και διαπίστωσε ότι το ποσοστό θανάτων όσων έχουν νοσήσει από τον ιό ανέρχεται μόλις σε 0,23% στον γενικό πληθυσμό και σε 0,05% στα άτομα κάτω των 70 ετών.
Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ίδιος στη μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες στο επίσημο επιστημονικό περιοδικό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αν λάβει κάποιος υπόψη το γεγονός ότι οι 82 μελέτες αφορούν περισσότερο πληθυσμούς σε χώρες με υψηλό φορτίο θανάτων, αντιλαμβάνεται πως η πραγματική μέση θνητότητα ανά τον κόσμο είναι ακόμα πιο χαμηλή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρεί ότι ανέρχεται στο 0,15% συνολικά και στο 0,03% έως 0,04% στα άτομα κάτω των 70 ετών.
Όπως ο Έλληνας ερευνητής με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως εξηγεί στη «δημοκρατία», το γεγονός πως εν τέλει η θνητότητα είναι χαμηλότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις αποτελεί αναμφισβήτητα μια αισιόδοξη είδηση, που ωστόσο δεν πρέπει να οδηγήσει σε χαλάρωση και εφησυχασμό.
«Σημασία στην επιστήμη έχει να ανακαλύπτουμε και να κοινωνούμε την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, καλή ή κακή. Το να προσπαθούμε να πετύχουμε συμμόρφωση των ανθρώπων με διάφορα μέτρα, κάποια από τα οποία, μάλιστα, είναι εξαιρετικά σκληρά, χρησιμοποιώντας διογκωμένα δεδομένα-φόβητρα, που δεν έχουν σχέση με την αλήθεια, δεν οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα. Μάλλον ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει αργά ή γρήγορα. Τα δεδομένα που έχουμε πλέον είναι αισιόδοξα» αναφέρει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως τα νέα αυτά δεδομένα μάς δίνουν την ευκαιρία να δομήσουμε μια φυσιολογική ζωή για την ευρύτερη κοινωνία,διατηρώντας λογικές προφυλάξεις για όλους και προστατεύοντας με πιο έντονα μέτρα ποσοστό περίπου 10% του πληθυσμού.
Σε ερώτηση για την… πολυπόθητη «ανοσία της αγέλης», μια έννοια ζωτικής σημασίας, που θα σπάσει την αλυσίδα μετάδοσης του ιού και θα οδηγήσει στην κανονικότητα, ο δρ Ιωαννίδης διευκρινίζει ότι δεν είναι απαραίτητο να μολυνθεί το 60% του πληθυσμού για να επιτευχθεί, όπως γνωρίζαμε έως τώρα.
«Το ποσοστό αυτό το βλέπουμε σε πληθυσμούς με πολύ έντονη μείξη, όπως, για παράδειγμα, σε φτωχογειτονιές στην Ινδία ή τη Λατινική Αμερική, αλλά στους περισσότερους ανθρώπινους πληθυσμούς δεν ισχύει ότι όλοι οι άνθρωποι θα συναντηθούν με όλους τους άλλους» υπογραμμίζει, εξηγώντας ότι σε κανονικές συνθήκες το επιδημικό κύμα μπορεί να καμφθεί, με ένα ποσοστό μόλυνσης του πληθυσμού της τάξης του 40%, του 30% ή ακόμα και του 10%.
Επιπλέον, επισημαίνει πως ακόμα δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη θέση της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με το κατά πόσο είναι αποτελεσματική μια προϋπάρχουσα κυτταρική ανοσία από πιθανές εκθέσεις σε παλιότερους κορωνοϊούς.
«Οι μάσκες δεν κάνουν θαύματα»
Ο δρ Ιωαννίδης, πάντως, παίρνει θέση και για ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που έχει απασχολήσει και αρκετές φορές ταλαιπωρήσει την κοινή γνώμη: τη χρήση της μάσκας και κατά πόσο αυτή είναι ικανή από μόνη της να προστατεύσει τους πολίτες από την πανδημία. Επ’ αυτού σημειώνει πως οι μάσκες έχουν χρησιμότητα για κάποιον που είναι μολυσμένος, καθώς και για όσους έρχονται σε επαφή μαζί του.
«Τόσο οι δικές μου έρευνες όσο και άλλων επιστημόνων δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μολυσμένων ατόμων με τον νέο κορωνοϊό δεν έχουν διαγνωστεί είτε γιατί δεν έχουν καθόλου συμπτώματα είτε γιατί έχουν ελαφρά συμπτώματα και δεν έχουν ελεγχθεί. Και επειδή τουλάχιστον ένας στους δέκα ασυμπτωματικούς/ολιγοσυμπτωματικούς μπορεί να μεταδώσει τον ιό, οι μάσκες είναι χρήσιμες γενικότερα όταν έχουμε ένα ενεργό επιδημικό κύμα, όπως σήμερα στην Ελλάδα, σε όλες τις περιστάσεις όπου υπάρχει συγχρωτισμός ή όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός διατηρώντας αποστάσεις. Από την άλλη πλευρά, η χρήση της μάσκας δεν έχει απόλυτη αποτελεσματικότητα και επιπλέον, στην καθημερινή χρήση, επειδή συχνά η μάσκα δεν χρησιμοποιείται σωστά, μπορεί να μην προστατεύει όσο θα θέλαμε. Άρα, καλό είναι κάποιος να αποφεύγει όσο μπορεί τον μεγάλο συγχρωτισμό και να μην περιμένει από τις μάσκες να κάνουν θαύματα».
Προλαβαίνοντας όλους όσοι θα σπεύσουν να τον χαρακτηρίσουν για ακόμη μία φορά ως «αιρετικό», «ακραίο», ακόμη και «αγαπημένο επιστήμονα των αρνητών της μάσκας», όπως συμβαίνει κάθε φορά που εκφράζει την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψή του σε διεθνή και ελληνικά μέσα ενημέρωσης, απαντά: «Αυτό που εμφανώς είναι ακραίο φαινόμενο, είναι η μη εποικοδομητική τρομολαγνία. Επίσης, τα διάφορα σκληρά, τυφλά μέτρα είναι συνήθως ακρότητες που κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Και τα δύο θα πρέπει να αποφευχθούν. Νομίζω ότι η μεγάλη πλειοψηφία της σοβαρής επιστημονικής κοινότητας συμμερίζεται τις απόψεις μου και αναζητά λιγότερο βλαβερές λύσεις στη διαχείριση της πανδημίας», λέει και καταλήγει:
«Αν ξέρετε κάποιον σοβαρό επιστήμονα που με έχει χαρακτηρίσει ως ακραίο, θα χαρώ να ακούσω το όνομά του και ελπίζω να μην παραμείνει ανώνυμος ή ψευδώνυμος, άλλα να προσπαθήσει να διορθώσει τα συμπεράσματά μου στην επιστημονική βιβλιογραφία – εκεί όπου όλα δημοσιεύονται με διαφάνεια. Είμαι πάντα ευγνώμων απέναντι σε όσους διορθώνουν τα πιθανά λάθη μου».
Σε κάθε περίπτωση, προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι, μέσα στο μεγάλο διάστημα που η πανδημία πλήττει τη χώρα μας, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αποταθεί στον σπουδαίο αυτό επιστήμονα προκειμένου να συνδράμει στην εθνική προσπάθεια αντιμετώπισης του ιού.