Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος).
Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας. Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Το ζήτημα που ανέκυψε μετά την κατάληψη της Κοζάνης, αφορούσε τον προσανατολισμό της επίθεσης. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού.
Από καθαρά στρατιωτικής άποψης, η επιλογή του Κωνσταντίνου αποτελούσε μονόδρομο. Κανένας σώφρων διοικητής δεν θα αποφάσιζε στροφή προ του μετώπου και αποκάλυψη του αριστερού πλευρού του, σε έναν εχθρό που δεν είχε ηττηθεί ακόμα. Το πόσο επικίνδυνη στρατιωτικά ήταν αυτή η επιλογή, φάνηκε λίγες μέρες αργότερα, όταν μια τοπική αντεπίθεση των Τούρκων στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, λίγο έλειψε να ακυρώσει όλες τις μέχρι τότε επιτυχίες και να μετατρέψει το θρίαμβο σε καταστροφή. Υπήρχε όμως και η γεωπολιτική διάσταση της επιλογής, που απαιτούσε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, αφού αποτελούσε την καρδιά της Μακεδονίας και παρείχε σημαντικότατα στρατηγικά οφέλη.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος βαδίζει προς τη Θεσσαλονίκη. Προηγήθηκε η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 – 20 Οκτωβρίου) και τον εξαναγκασμό του Χασάν Ταξίν Πασά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης. Στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί του Επιτελείου, Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη. Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά.
Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α’ να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.
Μετά από 5 αιώνες σκλαβιάς η Θεσσαλονίκη ήταν και πάλι Ελληνική. Η ελευθερία της κερδήθηκε με ποταμούς αίματος αυτών που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Κάποιοι σήμερα επιχειρούν να ακυρώσουν τις θυσίες εκείνων των Αθανάτων Ηρώων και ξεπουλούν το όνομα της Μακεδονίας, θυσία στις διεθνιστικές τους ονειρώξεις. Οι Έλληνες Εθνικιστές δηλώνουν βροντερό παρών, διάδοχοι και συνεχιστές Εκείνων, αιώνιοι Φρουροί της Μακεδονίας.