Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

14 Νοεμβρίου 1821: Το ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας

Η 25η Μαρτίου του 1821, αποτελεί ημερομηνία – σταθμό στην Ελληνική ιστορία, καθώς η φλόγα της ελευθερίας άναψε και πάλι στα Ελληνικά εδάφη, μετά από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς. Παντού κατά την διάρκεια του αγώνα διαδραματίστηκαν μεγάλα στην τραγικότητα τους γεγονότα.. Δεν υπάρχει Ελληνική περιοχή, που να μην συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Ξεχωριστή θέση κατέχει η προσφορά της πολύπαθης γης της Μακεδονίας που με τους αγώνες και τις θυσίες της βοήθησε αποφασιστικά στην εδραίωση της Επανάστασης και τελικά στην επιτυχία της.

Η επανάσταση στη Μακεδονία έχει να επιδείξει μεγάλα και εξαιρετικής σημασίας και τραγικότητας γεγονότα όπως η εξέγερση της Χαλκιδικής, οι σφαγές της Θεσσαλονίκης και ο «ΧΑΛΑΣΜΟΣ της ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ» που τη μνήμη του τιμούμε κάθε χρόνο, τέτοια ημέρα. Γνωρίζουμε ήδη ότι στα σχέδια της Φιλικής Εταιρίας για την εξέγερση, η Μακεδονία κατείχε μια ξεχωριστή θέση. Ειδικότερα η Χαλκιδική, προβλεπόταν να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στον αγώνα, λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της, του συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού της και της γειτνίασής της με την Θεσσαλονίκη.

Ο επαναστατικός αγώνας στη Χαλκιδική άρχισε με την άφιξη στο Άγιον Όρος, κατά τα τέλη Μαρτίου 1821, του Σερραίου μεγαλέμπορου και Φιλικού Εμμανουήλ Παπά. Ο Παπάς, ακολουθώντας την εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη να προετοιμάσει το έδαφος και να ξεσηκώσει την Μακεδονία, προμηθεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη όπλα και πολεμοφόδια και αναχώρησε για το Άγιον Όρος, που θεωρούνταν ως το πιο κατάλληλο ορμητήριο, γιατί πολλοί μοναχοί είχαν μυηθεί ήδη  στην Φιλική Εταιρεία.

Στις 17 Μαΐου άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις στον Πολύγυρο και τα φοβερά αντίποινα των Τούρκων στη Θεσσαλονίκη, τα οποία όμως αντί να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες, έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα, τους εξαγρίωσαν και προκάλεσαν τη γενίκευση της επανάστασης στη Χαλκιδική.

Λόγω διαφόρων συγκυριών και συνεχών συγκρούσεων με τους Τούρκους, η κατάσταση των Ελλήνων οπλοφόρων στο στρατόπεδο της Κασσάνδρας διαρκώς χειροτέρευε. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι, μαζί με τους αρχηγούς τους εγκατέλειψαν τη χερσόνησο. Το γεγονός αυτό καθώς και η έλλειψη πολεμοφοδίων, τροφίμων, την απειρία των νέων αρχηγών και τις αρρώστιες, προκάλεσαν μοιραία την πτώση του ηθικού, με αποτέλεσμα την αποσύνθεση του ελληνικού στρατοπέδου.

Οι   Τούρκοι καθημερινά πλησίαζαν τις ελληνικές γραμμές με αλλεπάλληλα προχώματα. Διοικητής των στρατευμάτων και Πασάς της Θεσσαλονίκης διορίζεται ο ικανός και δραστήριος βεζίρης Μεχμέτ Εμίν, ο επονομαζόμενος για τη σκληρότητα του, Εμπού Λουμπούτ, στον οποίο η Πύλη αναθέτει να εκστρατεύσει εναντίον του Αγίου Όρους και της Κασσάνδρας. Κατά τα μέσα Οκτωβρίου με 3.000 περίπου άνδρες κινείται εναντίον της Κασσάνδρας, που την υπεράσπιζαν μόνο 430 Έλληνες. Ταυτόχρονα έρχονται και 20 πλοία για να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις του. Η απόπειρα του στα τέλη Οκτωβρίου να εκβιάσει το στενό με πλευρική απόβαση 600 ανδρών αποτυχαίνει. Ο ισθμός γεμίζει από πτώματα ανδρών και αλόγων, ενώ ένα από τα καράβια του αιχμαλωτίζεται με 28 άνδρες. Παρά την πρώτη αποτυχία ο Μεχμέτ Εμίν δεν αποθαρρύνεται, αλλά ετοιμάζει γενική επίθεση. Διατάζει να του σταλούν επειγόντως ενισχύσεις και να μετακινηθούν προς το μέτωπο της Κασσάνδρας.

Προτού εξαπολύσει την τελική επίθεση, καλεί τους επαναστάτες να υποταχθούν, υποσχόμενος γενική αμνηστία. Του απάντησαν “Μολών Λαβέ”. Τα ξημερώματα   της 14ης Νοεμβρίου 1821 οι Τούρκοι ορμούν με αλαλαγμούς να διαβούν την τάφρο. Για πολλές ώρες αποκρούονται νικηφόρα από τους Κασσανδρινούς μαχητές, οι οποίοι μάχονται ως αληθινοί Μακεδόνες. Ο Λουμπούτ, βλέποντας ότι με την επίθεση σε όλο το μήκος του μετώπου δεν κατορθώνει τίποτε, αιφνιδιαστικά επιτέθηκε κατά του Δυτικού μόνο άκρου της τάφρου το οποίο είχε δύναμη 100 μόνο ανδρών υπό τον Κασσανδρινό μεγάλο Γιαννιό. Το άκρο της τάφρου ήταν πράγματι περισσότερο ρηχό. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να διαβούν την Τάφρο από το σημείο αυτό, ρίχνοντας όπως λέει η παράδοση μεγάλους σάκους μαλλιών και πάνω από αυτά πέτρες και πλάκες. Έτσι βρέθηκαν στα μετόπισθεν των μαχητών, οπότε η έκβαση του αγώνα είχε πλέον κριθεί, υπέρ των Τούρκων. Την φονικότατη μάχη στον ισθμό της Κασσάνδρας αλλά και την αυτοθυσία των αγωνιστών περιγράφει κυνικότατα ο Λουμπούτ πασάς, με αναφορά του από το Στρατόπεδο της Κασσάνδρας προς τον Βαλή της Θεσσαλονίκης, γράφοντας εκτός των άλλων και τα εξής: “Πλέον των χιλίων απίστων διεπεράσθησαν δια των ξιφών των νικητών μουσουλμάνων, εξακόσιοι δε περίπου άνδρες και γυναίκες εξανδραποδισθέντες, εδέθησαν με αλύσεις”. Οι αγωνιστές κάμφηκαν φυσικά λόγω της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής των αλλοθρήσκων, αλλά δεν υποτάχτηκαν, ούτε παραδόθηκαν. Οι επιζώντες μαχητές υποχώρησαν, πάντοτε μαχόμενοι, προς τα Παζαράκια (Κρυοπηγή σήμερα), το Παλιούρι και το Ποσείδι, απ’ όπου μαζί με πολλά γυναικόπαιδα, κατέφυγαν στο Άγιο Όρος και στα νησιά Ύδρα και Αίγινα.

Τα θηριώδη στίφη των μουσουλμάνων με την άδεια του Λουμπούτ ξεχύθηκαν στην όμορφη γη, πυρπόλησαν όλα τα σπίτια, λεηλάτησαν περιουσίες, βασάνισαν, έσφαξαν και αιχμαλώτισαν αθώους. Ο τόπος για μήνες κάπνιζε από τις πυρπολήσεις των κατακτητών. Η Κασσάνδρα ερημώθηκε.
Κανείς, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό των τραγικών θυμάτων στην Κασσάνδρα καθώς και εκείνων, κυρίως γυναικών και παιδιών που σύρθηκαν στην αιχμαλωσία και τον αναγκαστικό εξισλαμισμό.

Ο εορτασμός των κορυφαίων γεγονότων έχει χαρακτήρα ευχαριστιακό: κοινωνούμε, αν νιώθουμε άξιοι, από το ποτήριον της θυσίας των παλικαριών μας, γιατί η ελευθερία, κατά τον ορισμό του ποιητή μας, είναι «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά». Κι αυτό κατακυρωμένο από τη θυσία και την αρετή των προγόνων δείχνει πόσο αδιαίρετα δένεται ο χρόνος μέσα στην ιστορική μας συνείδηση.

Σ’ αυτούς του ήρωες του ‘21, στρέφεται σήμερα με ευγνωμοσύνη η σκέψη μας. Τους διαβεβαιώνουμε πως η θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Εμείς οι απόγονοί τους θα είμαστε υπερήφανοι για τον ηρωισμό και την θυσία τους και η μνήμη τους θα μείνει αιώνια στις καρδιές μας.

Exit mobile version