Εκείνο το βράδυ, τη χαραυγή της 15 Νοεμβρίου του 1946, βρήκαν οι κομμουνιστοσυμμορίτες να πλήξουν το Σκρά. Τον Νοέμβριο του 1946 ελάχιστα Τάγματα προκαλύψεως είχαν συγκροτηθεί. Ό ‘Ελληνικός λαός μετά την πολλαπλή κατοχή και την κομμουνιστική σφαγή των τελευταίων ετών, προσπαθούσε να περιμαζέψει ότι του απέμενε. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη επικρατούσε ησυχία και οι λαοί της είχαν ήδη αρχίσει εντατικά την ανοικοδόμηση των ερειπίων τους. Έτσι και στο Σκρά, την έδρα του 564 Τάγματος Πεζικού επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι στρατιώτες, νέα παιδιά που είχαν στρατευθεί για να υπηρετήσουν τη θητεία τους και να φυλάξουν τα σύνορα κοιμόντουσαν ήσυχοι και αμέριμνοι.
Εκείνο το βράδυ, τη χαραυγή της 15 Νοεμβρίου του 1946, βρήκαν οι κομμουνιστοσυμμορίτες να πλήξουν το Σκρά.
Στα γύρω υψώματα είχαν συγκεντρωθεί, κυρίως από τη Γιουγκοσλαβία 800 περίπου συμμορίτες πάνοπλοι. Δολοφόνοι, σφαγείς της κατοχής, του Δεκεμβρίου, βιαστές, Νοφίτες, κατάδικοι τού κοινού ποινικού δικαίου, όλη ή αφρόκρεμα τού Κ.Κ.Ε. και τού «Δημοκρατικού Στρατού». Και στόχος, όχι μόνον το Τάγμα και οι αξιωματικοί του, αλλά και οι απλοί στρατιώτες, οι κάτοικοι τού Σκρά, ό Λαός – αυτός ό μεγάλος εχθρός του κομμουνισμού.
Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό και τη δολοφονία των 5 αξιωματικών και 40 στρατιωτων, ή μανία των συμμοριτων ξέσπασε εναντίον των αθώων και φιλήσυχων κάτοικων τού Σκρά. Οι λίγοι πού είχαν απομείνει μετά τις σφαγές των κατακτητών και των κομμουνιστών, ήξεραν τώρα τι τούς περίμενε… έκλαιγαν… Ήξεραν πώς αυτό πού τούς περίμενε τώρα πια, δεν ήταν μια καταστροφή, ήταν ξεθεμελίωμα, ξερίζωμα, αφανισμός. Τα ανθρωπόμορφα τέρατα ξεχύθηκαν σαν άγρια θηρία μέσα στο χωριό. Άρπαζαν μέσα από τα σπίτια τούς πατεράδες, τούς άνδρες, τούς αδελφούς, βίαζαν τις κοπέλες. Ό θρήνος των γυναικών και τα ξεφωνητά των παιδιών δεν τούς συγκινούσαν.
Πρώτη πιάστηκε και σύρθηκε στην πλατεία τού χωριού η Βασιλική Παπαθανασίου. Ήταν ή δασκάλα τού χωριού, ή Ελληνίδα δασκάλα, ό μεγάλος εχθρός του Κ.Κ.Ε. και των Βουλγάρων συμμοριτών του. Η ‘Ελληνίδα δασκάλα πού με υπομονή και καρτερικότητα κατόρθωνε να ριζώνει στις ψυχές των μικρών και των μεγάλων, τα ιδεώδη της ελληνικής φυλής.
Η Βασιλική Παπαθανασίου ήταν γεννημένη και μεγαλωμένη στο Σκρά. Ήταν κόρη Ιερέως και ο αδελφός της, Υπολοχαγός, είχε σφαγιαστεί από τούς Έαμοβουλγάρους. Έτσι, ή μικρή δασκάλα είχε ποτισθεί ολόκληρη από την αγάπη για την ‘Ελλάδα και την αυτοθυσία για την Πατρίδα της, κι αυτά προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει στις καρδιές και τις ψυχές των μικρών παιδιών πού ή Πατρίδα της εμπιστεύτηκε. Μόνη στο χωριό, ριζωμένη, δεμένη με τη μοίρα του τόπου πού γεννήθηκε, μαζεύοντας στο πατρικό της σπίτι, γιατί το σχολείο είχε καεί, τα παιδιά τού χωριού, μικρά και μεγάλα, προσπαθούσε να τα κάνει να νοιώσουν πώς κάθε σπιθαμή του μικρού τους χωριού είναι πολύ ακριβά πληρωμένη και ό,τι είναι δικό τους και δικό τους πρέπει να μείνει, γιατί το χώμα του αχνίζει από αίμα και ιδρώτα ελληνικό.
Σαν δασκάλα ακριτικής περιοχής, είχε νοιώσει βαθειά την αποστολή της. Δεν περιοριζόταν μόνο στο κύριο έργο της, αλλά με λόγια, με έργα, με το παράδειγμά της φρόντιζε να τονώσει το εθνικό φρόνημα των νέων και να εξυψώνει το πνευματικό επίπεδο των κοριτσιών. Ήταν ένας φάρος πού φώτιζε όλο το χωριό και σκόρπιζε το ζοφερό πνευματικό σκοτάδι, πού τόσο το χρειαζόταν ό κομμουνισμός για να μπόρεση να εισχωρήσει στις τυφλές ψυχές. Κι ό φάρος έπρεπε να γκρεμιστεί. Οι φάροι για τούς δολοφόνους του Κ.Κ.Ε. είναι άσπονδοι εχθροί…
Μπροστά ή μικρή δασκάλα του χωριού και πίσω της τριάνταπέντε ακόμη Έλληνες, σύρθηκαν στην πλατεία του χωριού.
Ή λύσσα των κομουνιστοσυμμοριτών ξέσπασε, εκεί μπροστά σε όλους, στο αδύνατο κορμί της άμοιρης κοπέλας. Παιδεύουν, βασανίζουν επί ώρες το κορμί της για να δαμάσουν την ψυχή. Ξεριζώνουν τις τρίχες του κεφαλιού της, λες και θέλουν να τραβήξουν μέσα από το φωτισμένο μυαλό της την Ελλάδα.
Η κοπέλα δεν βγάζει καμιά κραυγή, κανένα βογγητό. Μόνο ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ, φωνάζει. Οι συμμορίτες την έδερναν αλύπητα, τη βασάνιζαν, την παραμόρφωναν.
Της ζητούσαν επίμονα, επιτακτικά να φωνάξει ΖΗΤΩ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ. Και όλα αμέσως θα σταματούσαν. Ή κοπέλα επέμενε. Μόνο μια κραυγή ακουγόταν από το φλογισμένο στόμα της: ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ!
Οι μυσαροί πράκτορες τού σλαβισμού έξαλλοι, αποτρόπαιοι δολοφόνοι, της έκοψαν τα δάκτυλα τού χεριού, γιατί μ’ αυτά τολμούσε να μαθαίνει στα παιδάκια να γράφουν Ελληνικά. Μα ή δασκαλίτσα έμεινε απτόητη. Ελληνίδα. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ, ακουγόταν από το στόμα της. Οι συμμορίτες τού Κ.Κ.Ε. ήσαν πλέον έκτος εαυτού. Δεν μπορούσαν άλλο να ακούν το ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ, και της έκοψαν τη γλώσσα.
Ή δασκάλα τού Σκρά, φωτεινό σύμβολο, σύμβολο μοναδικό σ’ ολόκληρη την Ιστορία μας δεν άντεξε άλλο. Εκεί στην πλατεία τού χωριού, άφησε την τελευταία της πνοή. Μέχρι τότε φώτιζε μόνο το μικρό της χωριό. Από τότε φωτίζει ολόκληρη την Ελλάδα.
Εκεί πού μαρτύρησε ή Βασιλική Παπαθανασίου, υπάρχει ή προτομή της. Όποιος περάσει από εκεί, ας ρωτήσει τους χωρικούς, για να μάθη κι από εκείνους την ιστορία της. Κι ας ανάψει ένα κερί, σε μια πραγματική μάρτυρα.
Αυτή είναι η ιστορία, ή πρώτη μάχη της ξενοκίνητης Βουλγαροκομμουνιστικής επιβουλής κατά της Ελλάδος.