«…Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσση την λαμπράν τύχη να δώσωμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά μας πρέπει να είναι απέραντη. Δεν ξέρω αν μπορεί να ονειρευτεί ένας άνθρωπος καλύτερη τύχη από αυτήν…»
Για μία τετραετία, από την 1η Απριλίου του 1955 μέχρι και το 1959, η ιστορία της Κύπρου αλλά και ολόκληρου του ελληνισμού, σημαδεύτηκε από τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ . Έναν αγώνα που είχε ως σκοπό την αποτίναξη του ζυγού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και την Ένωση με την Ελλάδα και που χαρακτηρίστηκε ως ο αγνότερος και ηρωικότερος αγώνας του ελληνισμού .
Η τετραετής πάλη των Ελλήνων της Κύπρου ενάντια στους Βρετανούς και τους εγχώριους συνεργάτες τους (είτε αυτοί επρόκειτο για Κύπριους είτε για μέλη της τουρκικής μειονότητας της νήσου) ανέδειξε μια πληθώρα ηρωικών και μαρτυρικών μορφών όπως ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο Μιχαλάκης Καραολής, ο Ανδρέας Δημητρίου, ο Μάρκος Δράκος, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Στυλιανός Λένας και πολλοί ακόμη.
Δυστυχώς, στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, αρκετοί από τους ηρωικούς νεκρούς της ΕΟΚΑ, μεταξύ των οποίων και σημαντικά ονόματα, είναι ξεχασμένα στη λήθη, δείγμα και αυτό του εθνικού, ιστορικού, ιδεολογικού και πολιτιστικού τέλματος στο οποίο έχουμε περιέλθει από πολιτικές τύπου «Ρεπούση». Ένας από αυτούς τους σχετικά άγνωστους στο ευρύ ελλαδικό κοινό είναι και ο Κυριάκος Μάτσης.
Στις 19 Νοεμβρίου λοιπόν, ο κυπριακός Ελληνισμός τιμά ένα από τα πιο επίλεκτα παιδιά του. Τον Σταυραετό του Πενταδακτύλου, τον Κυριάκο Μάτση, που το ηρωικό του τέλος, το φθινοπωρινό εκείνο μεσημέρι του 1958, δεν ήταν τίποτε άλλο από το επιστέγασμα μιας λαμπρής αγωνιστικής πορείας. Ο θάνατός του στο κρησφύγετο του Δικώμου ήταν η φυσική κατάληξη ενός ιδεολόγου, οραματιστή και αγωνιστή, που ρίχτηκε στη μάχη για μια ελεύθερη Κύπρο από τα μαθητικά θρανία.
Ο Κυριάκος Μάτσης ήταν γεννημένος ιδεολόγος. Η αγάπη του για την ελευθερία ήταν άσβεστη φλόγα μέσα στην ψυχή του. Αυτή τη φλόγα την κληρονόμησε από γονείς, δάσκαλους και καθηγητές οι οποίοι εμπλούτισαν τις γνώσεις του με τα θαύματα της Ελληνικής παιδείας και του έμαθαν τα εθνοσωτήρια διδάγματα της αγωνιστικής μας παράδοσης. Αυτά τον ενέπνευσαν από τα μαθητικά του χρόνια ως την τελευταία του πνοή.
Όταν ο Κυριάκος Μάτσης, μαθητής ακόμα, προσφωνούσε τους συμμαθητές του κατά την αποφοίτησή τους από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, στις 29 Ιουνίου 1945, διακηρύττει έκτοτε εμφαντικά και υποδεικνύει ότι «μέσα στο πέλαγος και τη σύγχυση των ιδεολογιών στις οποίες άφησε τη νεολαία του κόσμου το αιματοκύλισμα του Παγκοσμίου πολέμου, μοναδική ιδεολογία για την Ελληνική νεολαία πρέπει να είναι η ιδεολογία της Ελλάδος, και μοναδικό της σύμβολο η Ελληνική γαλανόλευκη, με απεικονισμένο επάνω της το πραγματικό ιδανικό του Έλληνα, η πίστη του στην Πατρίδα και στην θρησκεία».
«Ελληνόπουλα», αναφωνεί καλώντας τους «ας κλείσουμε βαθειά στην ψυχή μας τα αθάνατα αυτά ιδανικά. Έχουμε χρέος ιερό να το κάνουμε αυτό». Και συνεχίζει το προσκλητήριο με τη φωνή ενός φλογερού νέου ηγέτη: «Εμπρός, λοιπόν, ακρίτες των εθνικών μας επάλξεων. Ας της δώσουμε το κάθε τι. Και την ζωή μας ακόμα. Γιατί αν πραγματικά μια φορά κανείς πεθαίνει, το να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα θεία είναι η δάφνη.. Μη ξεχνάτε πως εμείς θα αποτελέσουμε τα αυριανά στελέχη του Ελληνικού Στρατού. Μη ξεχνάτε πως σήμερα η Ελλάδα δεν είναι τίποτε άλλο παρά Νεκροθήκη Ημιθέων, όπως την απεκάλεσε ο Βύρων. Μη ξεχνάτε πως είμαστε Έλληνες. Και σαν τέτοιοι, ας σταθούμε στο ύψος της Ιστορίας μας, περήφανοι και αξιοπρεπείς. Ας σταθούμε περήφανοι και μεις οι υπόδουλοι Κύπριοι γιατί έχουμε αναφαίρετο το δικαίωμα αυτό».
Με αυτά τα λόγια και με τη συνέπεια ενός ηγέτη που δίνει αυτός πρώτος το παράδειγμα για την εκτέλεση από τον ίδιο του προστάγματος που απευθύνει και στους άλλους, αφιερώνει τη ζωή του ολόκληρη, την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή, στην υπηρεσία της πατρίδας του και του λαού. «Θα ριχτώ στον αγώνα», διαβεβαιώνει τον εαυτό του αποφασιστικά. «Θα πολεμήσω τίμια και παλικαρίσια. Θ’αγωνιστώ για το λαό. Τον βλέπω αμόρφωτο και θέλω να τον μορφώνω, τον βλέπω αδικημένο και θέλω να τον δικαιώσω». Η δικαίωση του λαού του δεν ήταν για τον Μάτση τίποτε άλλο εκτός από την απελευθέρωσή του, την απαλλαγή του από τον αποικιακό ζυγό και την Ένωση της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα.
Σημείωνε στο Ημερολόγιο του: «Θα έρθει κάποτε η ώρα της δράσεως. Τίποτε δεν κερδίζεται χωρίς θυσίες και η ελευθερία χωρίς αίμα».
Ο Μάτσης ήταν πάντοτε έτοιμος για τον μεγάλο αγώνα, δοσμένος ψυχή τε και σώματι για την ελευθερία της Κύπρου. Όταν ήρθε η ώρα του ιερού Όρκου για τη μεγάλη απόφαση, είχε έτοιμο μέσα του το «ΝΑΙ».
Όπως γράφει ο ίδιος ο Γρίβας Διγενής στα «Απομνημονεύματα» του, «ο Κυριάκος Μάτσης εκ των πρώτων κατετάγη εις την Οργάνωσιν. Στρατιώτης του καθήκοντος, αγνός και τίμιος, υπόδειγμα εις τους υφισταμένους του, εμφυχωτής εισήλθεν εις τον αγώνα με την φλόγα και της αυτοθυσίας και την δίψαν να επιτελέση έργον μεγάλο». Μεγαλύτερο έργο από αυτό που γνωρίζουμε ότι επιτέλεσε και επισφράγισε με τη θυσία του δεν μπορούσε να επιτελέσει».
Δραστήριος και αεικίνητος, αγαπητός στους συναγωνιστές του, προσεκτικός στις κινήσεις του, εκτέλεσε τα καθήκοντα που κατά καιρούς του ανατέθηκαν από τον Αρχηγό Γρίβα Διγενή με παραδειγματική ευσυνειδησία και πλήρη επάρκεια.
Στη διάρκεια της αγωνιστικής του πορείας έδωσε δείγματα αντοχής κι Ελληνικής αξιοπρέπειας και σε αρκετές περιπτώσεις που έμειναν παροιμιώδεις, συνέδεσαν το όνομα του με τις πιο λαμπρές μορφές της Ελληνικής ιστορίας κι άφησαν εμβρόντητους τους Άγγλους βασανιστές.
Όταν συλλαμβάνεται, στις 6 Ιανουαρίου 1956 και ανακρίνεται στη συνέχεια στα ανακριτήρια της Ομορφίτας, από σεβασμό κι αξιοπρέπεια όχι μόνο δεν αποκρύπτει από τους ανακριτές του ότι είναι μέλος της ΕΟΚΑ, όταν τον ρωτούν, αλλά και δικαιολογεί πλήρως τον αγώνα και τη συμμετοχή του, επικρίνοντας τους ίδιους για το ρόλο και την αποστολή τους και προκαλώντας τους μάλιστα να του πουν τι θα έκαναν οι ίδιοι αν βρίσκονταν στη δική του θέση.
Όταν ο Άγγλος κυβερνήτης Χάρντινγκ τον επισκέφθηκε εκεί και του πρότεινε να προδώσει τον Αρχηγό Διγενή και τον αγώνα αντί του δελεαστικού ποσού του μισού εκατομμυρίου Αγγλικών λιρών, ο Μάτσης τον αποστόμωσε λέγοντας: «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», εκφράζοντας έτσι την περιφρόνηση και την έντονη δυσαρέσκεια του για την προσβολή που του έγινε ως Έλληνα, και κάνοντας τον κυβερνήτη να αποχωρήσει έξαλλος.
Οι αγωνιστές της Ελευθερίας, διαλεκτοί της φυλής, δεν παραδίδονται. Επισφραγίζουν την αγωνιστική τους πορεία με ένα θάνατο που τους αφήνει αθάνατους. Όπως ο προδομένος Σταυραετός του Μαχαιρά Γρηγόρης Αυξεντίου απαθανάτισε τις τελευταίες του στιγμές με τη σπαρτιατική ρήση του Λεωνίδα «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ», έτσι κι ο Σταυραετός του Πενταδακτύλου Μάτσης, προδομένος κι αυτός μέσα στο κρησφύγετο του με τους συναγωνιστές του, αρνείται να βγει με τα χέρια ψηλά για να παραδοθεί, όπως απαιτούσαν οι δήμιοι Άγγλοι, διακηρύττοντας την απόφαση του πως, αν βγει, θα βγει πυροβολώντας. Οι Άγγλοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, ρίχνουν χειροβομβίδες μέσα στο κρησφύγετο και ο Μάτσης βρίσκει ακαριαίο θάνατο.
Έντεκα μήνες πριν από το πέρασμα του Μάτση στην αθανασία, σε επιστολή προς τους γονείς του, φανερώνει το πώς θα αντιμετώπιζε το τελευταίο προσκλητήριο της πατρίδας:
«Πιστεύουμε ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα και εσείς να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσση την λαμπράν τύχη να δώσωμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη. Δεν ξέρω αν μπορεί να ονειρευτεί ένας άνθρωπος καλύτερη τύχη από αυτήν. Και δεν μπορώ να σκεφθώ γονείς που να είναι πιο περήφανοι παρά για τα παιδιά τους που έπεσαν για την πατρίδα»….
Ο 20χρονος Άγγλος στρατιωτικός που έριξε τη χειροβομβίδα το 1958 βρισκόταν το καλοκαίρι του 1982 για διακοπές, 44χρονος πια, στην Πάφο και μεταξύ άλλων ανέφερε στον Κ. Πενταρά, ιδιοκτήτη κέντρου στον Κόλπο των Κοραλλίων:
«Με είχαν διατάξει. Δεν ξέρω αν εγώ τον σκότωσα, θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η στιγμή. Πρώτα βγήκαν οι δυο σύντροφοί του. Τον καλέσαμε να βγει και αυτός. Περιμέναμε με αγωνία. Κάποτε όμως ακούστηκε η βροντερή φωνή του: Αν θα βγω θα βγω πυροβολώντας. Περιμέναμε για λίγο ακόμα και τότε διατάχθηκα να ρίξω τη χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετο. Ταυτόχρονα αρχίσαμε ομαδικά πυρά. Ο Μάτσης σκοτώθηκε. Δεν ξέρω αν τον σκότωσα εγώ… Μάτσης…Μάτσης…ήταν γερός, ήταν παλικάρι. Θέλω να παραστώ στο μνημόσυνο αυτού του παλικαριού. Θέλω να γνωρίσω τους δικούς του, την οικογένειά του».
Προτιμότερος είναι ο καλός θάνατος αντί του αισχρού βίου, έγραφε ο Λυκούργος. Και ο Κυριάκος Μάτσης προτίμησε τον καλό και ηρωικό θάνατο.
Μόνος τη μέρα εκείνη, στις 19 του Νοέμβρη στο κρησφύγετό του, αφού πρόλαβε να διατάξει τους δυο συντρόφους του να βγουν, δεν άργησε να αποφασίσει ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
«Ο τέλειος άνθρωπος, ο πανάριστος κατά τον Ησίοδο, είναι αυτός που μόνος του πάντα, όταν το σκεφτεί θα αποφασίσει ποιο είναι το καλύτερο.»
Ο πανάριστος Κυριάκος Μάτσης δεν άργησε να αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο και το έπραξε. Θυσιάστηκε στο βωμό της ελευθερίας. Επέλεξε να πεθάνει με την αξιοπρέπεια των εκλεκτών της ζωής, με τη δόξα των αντρειωμένων της Ελληνικής μας ιστορίας.
Κορίνα Πενέση