Πολλά τα ζητήματα τα πολιτικά των ημερών. Με τίτλους ξύλινους άλλοι μας φέρνουν την καταστροφή και άλλοι την σωτηρία. Στην πραγματικότητα θλιβεροί παρίες των γεγονότων είναι οι Έλληνες σήμερα μέσα σε έναν κόσμο που δραματικά αλλάζει. Σημάδι της ασημαντότητάς τους η φτηνή τέχνη που κυριαρχεί παντού. Τέχνη, που λέει ο λόγος δηλαδή… Τηλεόραση, δήθεν μοντέρνες θεατρικές παραστάσεις γεμάτες αρλούμπες, ποιητές θλιβεροί, ακατανόητοι και όχι δυσνόητοι, μέσα σε έναν σάπιο παραλογισμό, που ονομάζουν «κουλτούρα» και πάνω απ’ όλα η ιερά μόσχος της μεταπολεμικής παρακμής, η πάντοτε κυριαρχούσα αριστερά.
Κάποτε οι Έλληνες είχαν δημιουργούς. Κάποτε οι Έλληνες δεν είχαν τηλεόραση, δεν είχαν αυτό που ονομάζουν ευμάρεια και που ταυτόχρονα είναι αμορφωσιά, έλλειψη κάθε ίχνους αισθητικής και παιδείας! Κάποτε οι Έλληνες διάβαζαν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Διονύσιο Σολωμό, Κωστή Παλαμά, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και βεβαίως υπήρχαν και αυτοί που διάβαζαν Κωνσταντίνο Καβάφη, τον οποίο υποτίθεται ότι το νεοελληνικό κράτος θα τιμήσει για τα 150 χρόνια από την γέννησή του. Αφήνω στην άκρη αυτούς, που θα διατυπώσουν έναν δίκαιο ίσως από μια πλευρά αντίλογο για την αναφορά στον Κωνσταντίνο Καβάφη και στέκομαι μονάχα σε αυτούς, που συγκινήθηκαν διαβάζοντας την Ιθάκη, τις Θερμοπύλες, έργα ενός μεγάλου της τέχνης του λόγου.
Απευθύνομαι σε αυτούς που πάρα ταύτα ένοιωσαν την ψυχή τους να συνταράσσεται από την σκηνή εκείνη, που περιγράφει ο ποιητής στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ποίημα στο οποίο παρουσιάζει τις τελευταίες στιγμές του παρ’ ολίγον κοσμοκράτορα Αντωνίου στην Αλεξάνδρεια, βλέποντας να περνά από μπροστά του η ακολουθία του προστάτη της Πατρικής του Εστίας θεού, του Διονύσου. Τον Αντώνιο, που ο ποιητής προτρέπει να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια που χάνει με γενναιότητα και όχι με των δειλών τα παρακάλια και τα παράπονα και ούτε με μάταιες ελπίδες ότι ποτέ του δεν αξιώθηκε μιαν Αλεξάνδρεια! Σε αυτούς που ακολούθησαν τον ποιητή στο μεγάλο ταξίδι(«στον πηγαιμό για την Ιθάκη»),σε όσους απήγγειλαν το «Ιωνικόν», σε όλους αυτούς που ένοιωσαν βαθειά μέσα τους την υπερηφάνεια της Βασίλισσας της Σπάρτης, η οποία έφευγε γερόντισσα όμηρος για την Αίγυπτο χωρίς δισταγμό για το μεγαλείο και μόνο της αιωνίας Δωρικής πολιτείας.
Για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή επέλεξα να παραθέσω 4 ποιήματα. Το ένα περισσότερο επίκαιρο από τα άλλα. Το πρώτο αναφέρεται στους αιώνιους καιροσκόπους της πολιτικής που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βολευτούνε και τίποτε άλλο. Όπως ο νέος του ποιήματος που ακολουθεί, που έχει να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις από τους πολιτικούς της τότε Αντιόχειας της παρακμής! Κάποιος που με τρόπο φτηνό, όπως τόσοι και τόσοι στις ημέρες μας, φροντίζει πως να αρπαχτεί από την εξουσία για να επιβιώσει πλουσιοπάροχα βεβαίως… Είναι το ποίημα «Ας φρόντιζαν», το οποίο και σας παραθέτω:
ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ
«Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος…
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.»
Βλάπτουν και οι τρεις τους την Συρία το ίδιο, και ο Ζαβίνας και ο Γρυπός και ο Υρκανός, μας λέγει το τρωκτικό της εξουσίας εκείνης της εποχής, που τόσο μοιάζει με την σημερινή, και έτσι δεν έχει τύψεις με ποιον από τους τρεις τους θα πάει και θα σταθεί στο πλευρό του, αφού το μόνο που ζητεί είναι «ο ταλαίπωρος να μπαλωθεί» καθώς γράφει ο ποιητής στα 1930 όταν στην Ελλάδα ο κοινοβουλευτισμός έχει επιστρέψει και τα μηνύματα της διαφθοράς ακούγονται ηχηρά!
Το επόμενο ποίημα του μιλάει για μια Ελλάδα πέρα από τον θάνατο και είναι ποίημα Επιτάφιον, επίγραμμα επάνω σε έναν τάφο:
ΕΠΙΤΑΦΙΟΝ
«Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος
ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης
έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ’ οιμωγής.
Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος
χρυσού εις εμπορίας μ’ ώθησ’ εναγείς.
Εις ινδικήν ακτήν μ’ έρριψ’ η καταιγίς
και δούλος επωλήθην. Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί —
φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών
μακράν της Σάμου. ΄Οθεν νυν ουδέν φρικτόν
πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών.
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.»
Εκεί όμως όπου αποθεώνεται κυριολεκτικά ο Ελληνισμός, η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ είναι στο περίφημο Επιτύμβιον Αντιόχου:
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ ΑΝΤΙΟΧΟΥ, ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗΣ
«Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του,
η αδελφή του εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Αντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’ αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος – ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς-
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.
«Του Αντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός –
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»
Ναι υπήρξε και ένας ποιητής, ο οποίος θεωρούσε ως ΑΡΙΣΤΟΝ το «Ελληνικός» και είπε ότι ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότητα «τιμιοτέραν εις τους Θεούς ευρίσκονται τα πέραν»… Σκέπτεστε να ζούσε σήμερα ο Κωνσταντίνος Καβάφης… Πόσα αναθέματα θα είχε εισπράξει από τους «προοδευτικούς», από όλους αυτούς τους κοσμοπολίτες, που λίγο έως πολύ θέλουν να ντρεπόμαστε που είμαστε Έλληνες; Τελειώνω με ένα ποίημα τραγικά επίκαιρο στις ημέρες μας:
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΑΙ
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι’ άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι’ αυτοί ήσαν Έλληνες-
Ιταλιώται έναν καιρό κι’ αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι -ω συμφορά!- απ’ τον ελληνισμό.»
Πόση σχέση έχουν οι νεοέλληνες των ημερών μας με τους «Ποσειδωνιάτες»; Πόσο ζουν και αυτοί βαρβαρικά, «βγαλμένοι και αυτοί, ώ συμφορά, απ’ τον Ελληνισμό»; Φοβούμαι μεγάλη, όπως μεγάλη είναι και η πρόκληση να ξαναγίνουμε ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ