Τον 4ο π.Χ. αιώνα η Μασσαλία ήταν η κοιτίδα του Ελληνισμού στην δυτική Μεσόγειο, μεταφέροντας μαζί της από την Ελλάδα όλα τα αγαθά του Ελληνικού πολιτισμού. Τέχνες, Ιατρική, Φιλοσοφία, Φιλολογία, ελιές (ελαιόλαδο), αμπέλια (κρασί), ήταν μόνο μερικά από τα αγαθά που εισήχθησαν στην δυτική Ευρώπη με την ίδρυση της Μασσαλίας. Το εμπόριο μετέτρεψε γρήγορα την Μασσαλία από μια μικρή αποικία σε μια ηγέτιδα ελληνική πόλη που με την σειράς της ίδρυσε νέες αποικίες στην Ιβηρία (Ισπανία) και στις ακτές της Γαλατίας (Γαλλία).
Η Μασσαλία διέθετε ένα αξιόλογο ναυτικό με έμπειρους καπετάνιους και ναύτες που όργωναν την Μεσόγειο απ’ άκρη σ’ άκρη. Γύρω στο 333 π.Χ., η Καρχηδόνα, η άλλη μεγάλη ναυτική δύναμη της δυτικής Μεσογείου είχε καταλάβει την Ταρτησσό, μια πόλη που βρισκόταν στις Ηράκλειες στήλες (στενά Γιβραλντάρ). Η Καρχηδόνα μέσω της Ταρτησσού δεν άφηνε τα Μασσαλιώτικα πλοία να διαπλεύσουν για τα βρετανικά νησιά και να προμηθευτούν κασσίτερο και ήλεκτρο που υπήρχαν άφθονα στις χώρες του βορρά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ζούσε ο Μιδάκριτος που ήταν γεωγράφος, καπετάνιος και εξερευνητής. Πρότεινε στους 600 τιμούχους (κυβερνήτες της Μασσαλίας) να ναυλώσουν πλοία που θα διέπλεαν τα μεγάλα ποτάμια της Γαλατίας και από εκεί θα έβγαιναν στον ωκεανό για να πάνε στην Βρετανία.
Οι τιμούχοι το σκέφτηκαν και συμφώνησαν, μιας και δεν υπήρχε άλλη λύση για να προμηθευτούν τον πολύτιμο κασσίτερο, τον λευκό μόλυβδο όπως τον έλεγαν για να φτιάξουν τον μπρούντζο. Αφού εξόπλισαν τα πλοία που θα διέπλεαν τα ποτάμια, πρώτα διέπλευσαν τον μεγάλο Ροδανό, που λέγεται ότι πήρε το όνομά του από Ρόδιους αποίκους. Μέσα στα πλοία είχαν προϊόντα της πόλης που θα τα αντάλλασσαν με τους ντόπιους για να πάρουν κασσίτερο και ήλεκτρο.
Οι μέρες περνούσαν και στο εσωτερικό της χώρας άρχισαν να δέχονται επιθέσεις από τα κελτικά φύλλα που κατοικούσαν σε εκείνες τις περιοχές. Τα βέλη και τα ακόντια έπεφταν σωρηδόν πάνω στα πλοία τραυματίζοντας και σκοτώνοντας πολλούς από το πλήρωμα.
Από τον Ροδανό πέρασαν στον ποταμό Αράρα, από εκεί στον ποταμό Δούβι και τέλος στον Σηκουάνα. Από εκεί έφτασαν κάπου κοντά στην πόλη Χάβρη στον Ατλαντικό ωκεανό και μετά από ταξίδι μιας ημέρας προσάραξαν στην Κορνουάλλη της Βρετανίας. Εκεί αντάλλαξαν τα περίτεχνα τεχνουργήματα της Μασσαλίας με τα πολύτιμα μέταλλα που τόσο χρειάζονταν για να αναπτυχθεί η πόλη του.
Ο Μιδάκριτος αφού κατέγραψε την περιοχή και πήρε τον κασσίτερο και το ήλεκτρο, γύρισε πάλι πίσω από τον ίδιο δρόμο. Όταν επιτέλους επέστρεψε στην Μασσαλία, είδε πως του έλειπαν σχεδόν οι μισοί άνδρες από τις επιθέσεις των βαρβάρων. Από αυτήν την αποστολή και μετά σταμάτησαν το εμπόριο με την Βρετανία δια μέσου της στεριάς λόγω των μεγάλων απωλειών, δίνοντας έτσι χώρο στον Πυθέα τον θαλασσοπόρο και το θρυλικό του ταξίδι στον απώτατο βορρά.
Για τον Μιδάκριτο δεν γνωρίζουμε τι απέγινε μετά, αλλά ένα είναι σίγουρο, πως έβαλε ένα λιθαράκι για να διαδοθεί ο ελληνικός πολιτισμός ακόμα και στα πιο μακρινά μέρη της Ευρώπης.