H αρχόντισσα του Μοριά
Είχαν περάσει ήδη 10 χρόνια από την ημέρα που έπεσε η Βασιλεύουσα στα χέρια των τούρκων νομάδων της στέπας που σαν ένα τεράστιο σμήνος ακρίδων απομυζούσαν κάθε ικμάδα του Ελληνισμού. Οι Έλληνες είχαν καταφύγει στα βουνά για να κρυφτούν και στα τελευταία φρούρια της Πελοποννήσου που κρατούσαν ακόμα. Όμως, η επέλαση των τούρκων ήταν κατακλυσμιαίων διαστάσεων. Αργά ή γρήγορα θα ερχόταν και στην γη του Πέλοπα.
Στην Χαλανδρίτσα της Αχαΐας ζούσε μια ωραία δέσποινα, η Αικατερίνη Παλαιολογίνα που καταγόταν από την μεγάλη γενιά των Παλαιολόγων. Ο Θωμάς Παλαιολόγος της είχε δώσει το φράγκικο κάστρο του Ντυρναί που βρισκόταν βόρεια των Καλαβρύτων για να έχει σαν κατοικία της. Οι τούρκοι προέλαυναν ακάθεκτοι μιας και δεν υπήρχε τίποτε να τους σταματήσει. Τα σπαθιά τους έσταζαν αίμα – αίμα Ελληνικό. Η Κατερίνα δεν φοβόταν γιατί προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σαν λάφυρο στα χέρια του σουλτάνου.
Δεν άργησε να έρθει η ημέρα όπου τα τούρκικα στίφη περικύκλωσαν σαν αλυσίδα όλη την περίμετρο του κάστρου και χτυπούσαν με τις οβίδες των κανονιών τα τείχη γκρεμίζοντάς τα. Οι πολιορκούμενοι αντιστεκόταν όπως – όπως, αν και γνώριζαν πως η μοίρα τους ήταν προδιαγραμμένη, πολεμούσαν με περισσότερο σθένος. Τα βέλη κατέκλυζαν σαν καταιγίδα όλα τα μέρη του φρουρίου. Η Κατερίνα αποσβολωμένη κοιτούσε από τα τείχη το πλήθος των τούρκων. Οι άντρες πάνω στα τείχη απέκρουαν κάθε επίθεση και πετούσαν μεγάλες πέτρες στους τούρκους.
Η Πελοπόννησος είχε κυριευτεί σχεδόν ολόκληρη, εκτός από λίγα δυσπρόσιτα φρούρια που στέκονταν σαν φάροι αντίστασης στην τουρκική λαίλαπα.
Η Κατερίνα εμψύχωνε τα παλληκάρια που υπεραπίζονταν τα τείχη, λέγοντάς τους να μην το βάζουν κάτω. Οι τουρκικές επιθέσεις όμως ήταν λυσσώδεις. Οι οθωμανοί συνέτριβαν κάθε εστία αντίστασης και σιγά – σιγά έπεφταν τμήματα του κάστρου. Η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από απελπιστική. Η Κατερίνα πάνω στις επάλξεις βοηθούσε και αυτή όπως όπως στην αντίσταση. Ξαφνικά ανοίχθηκε ένα μεγάλο ρήγμα στα τείχη και οι τούρκοι επιτέθηκαν σαν λυσσασμένοι σκύλοι σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Οι Έλληνες αντιστέκονταν με θάρρος και αυταπάρνηση, αλλά δυστυχώς δεν ήταν αρκετό αυτό.
Όταν πια οι τούρκοι ήταν μέσα στο κάστρο, είδαν πάνω στα τείχη την ωραία δέσποινα του φρουρίου. Έτρεξαν καταπάνω της για να την αιχμαλωτίσουν και να την προσφέρουν ως δώρο σε κάποιον υψηλόβαθμο οθωμανό αξιοματούχο. Αλλά δεν γνώριζαν καθόλου την Κατερίνα, η οποία προσευχήθηκε, ανέβηκε πάνω στην πολεμίστρα, κοίταξε πίσω της τους τούρκους που έκαναν κάθε λογής ανομίες και φονικά εις βάρος των γυναικόπαιδων. Είδε να ατιμάζονται με τον χειρότερο τρόπο οι γυναίκες. Ήξερε πως η ίδια δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να πέσει στα χέρια των τούρκων ζωντανή. Με αυτές τις σκέψεις, πήδηξε από τα τείχη και έπεσε πάνω στα βράχια.
Η Κατερίνα προτίμησε έναν έντιμο θάνατο παρά μια ζωή ατιμασμένη ως σκλάβα των τούρκων.