Ένας άγνωστος πόλεμος 4 αιώνων
Από τα μέσα του 11ου αιώνος έως και τα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση της Πόλης, στη Μικρά Ασία συνετελέσθη μία κοσμογονία. Μία ανελέητη και φρικτή πάλη επιβίωσης, ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, που όμοιό του ελάχιστα Έθνη γνώρισαν στην παγκόσμιο Ιστορία. Τέσσερις αιώνες γεμάτοι από φονικές μάχες, ατελείωτες συγκρούσεις, σφαγές και καταστροφές ακμαίων Ελληνικών πόλεων από τους τουρκομάνους εισβολείς. Τους διψασμένους για αίμα και κατακτήσεις εισβολείς, που εγκαταλείποντας την κεντροασιατική τους κοιτίδα, σκόρπισαν τον όλεθρο στην προαιώνια Ελληνική Γη της Μικράς Ασίας!
Οι ελληνοτουρκικές διαφορές βλέπετε δεν είναι υπόθεση καινούρια. Δεν είναι μόνον το 1821 και το 1453, όπως έχουν επιβάλει στη συνείδηση του Ελληνικού Λαού (αν και πλέον, ακόμη κι αυτό το επίπεδο εθνικής αυτογνωσίας τείνει να ξεπεραστεί). Είναι, πίσω απ’ το νέφος της λήθης, ένας πόλεμος που κρατά χίλια χρόνια, ένας πόλεμος με εκατομμύρια νεκρούς προγόνους, που είναι ασφαλώς αδύνατον να τελειώσει αν δεν επιβληθεί οριστικά ο ένας εκ των δύο αντιπάλων. Όσες ανοησίες λέγονται σήμερα περί “Ελλληνοτουρκικής προσεγγίσεως” δεν είναι παρά ασήμαντες παρενθέσεις στον ιστορικό χρόνο, που πολύ σύντομα θα ξεχαστούν και η φυσική τάξη θα αποκατασταθεί.
Όλα άρχισαν την αυγή της περασμένης χιλιετίας, όταν μία ομάδα χιλιάδων περίπου Τούρκων έφιππων μισθοφόρων έφθασαν στο Ιράκ, προσκεκλημένοι του ντόπιου σουλτάνου, για να κλείσουν τον διμέτωπο πόλεμό του, ενάντια στο χαλίφη της Βαγδάτης και τους Ινδούς της Πενταποταμίας.
Το γεγονός αυτό, που φαντάζει σαν μία απλή ιστορική λεπτομέρεια, ήταν η βάση για τη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων σ’ αυτόν τον τεράστιας γεωπολιτικής σημασίας ευρασιατικό χώρο και γενικότερα στην εξέλιξη της παγκοσμίου Ιστορίας. Τα νομαδικά τουρκικά φύλα, με τις ξεκάθαρες τουρανοειδείς φυλετικές καταβολές, περιφέρονταν για εννιακόσια χρόνια στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, γύρω απ’ την αρχαία Υπερωξιανή -σημερινό Τουρκεστάν- ως τον ποταμό Ώξο, που αποτελούσε το φυσικό σύνορο μεταξύ αυτών των απολίτιστων ορδών και των μεγάλων πολιτισμών της Αραβίας και του Αιγαίου.
Επιβιώνοντας τα φύλα αυτά σ’ ένα σκληρό περιβάλλον συνεχών συγκρούσεων, αλλά και με έμφυτη την ορμή για λεηλασίες και καταστροφικές κατακτήσεις, είχαν μεταβληθεί από ασύντακτες ορδές νομάδων, σε υψηλής ισχύος στρατιωτικά σώματα. Άξιοι και σταθεροί ιππείς και ταυτόχρονα δεινοί τοξότες επάνω στα ελαφρά και γρήγορα άλογα της στέπας, μπορούσαν με τις δικές τους τακτικές μάχης -αποφεύγοντας την εκ του συστάδην σύγκρουση- να αντιμετωπίσουν όλους τους φημισμένους στρατούς της Ανατολής.
Δεν άργησε η επαφή αυτών των πρώτων τουρκικών φύλων με τις φρουρές των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Μιας αυτοκρατορίας όμως, που μετά τα ένδοξα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας, παρέπαιε προς χάριν του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος και των θεόρατων εξόδων που αξίωνε η αδιάφορη αυτοκρατορική αυλή. Ο στρατός είχε περιέλθει στη πιο δεινή ίσως θέση των τελευταίων αιώνων. Με ηγήτορες δυσαρεστημένους και ξεχασμένους και στρατιώτες αδύναμους, άοπλους και απόλεμους. Ξεκίνησε έτσι έτσι ένας ολόκληρος πόλεμος Τούρκων-Βυζαντινών που διήρκησε τέσσερις ολόκληρους αιώνες, χωρίς καμία ουσιαστική διακοπή. Τέσσερις αιώνες διαρκούς αιματοχυσίας, με δεκάδες μάχες, εκατομμύρια νεκρούς και με όλες τις θαυμαστές πολιτείες της μικρασιατικής ενδοχώρας να καίγονται, να λεηλατούνται και να υποσκάπτονται. Επί τετρακόσια χρόνια οι Έλληνες ξεριζωνόταν απ’ τις εστίες του, συχνά τις ξανακέρδιζαν για να τις απολέσουν και πάλι, σε μία φρικτή αναμέτρηση ζωής και θανάτου, στα χρόνια της παρακμής του μεσαιωνικού μας βασιλείου.
Η μεγάλη και διαρκής σύγκρουση που έκρινε την τύχη του Μικρασιατικού Ελληνισμού
Της αλώσεως του 1453 προηγήθηκε η κατάληψη ολόκληρης της βυζαντινής Μικράς Ασίας (πλην της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος) με μία σειρά μεγάλων επεισοδίων να κρίνουν την κατάληξη του “παιχνιδιού”. Ξεχωριστή θέση στη σειρά αυτή κατέχει η ευγενική μορφή του Ρωμανού Διογένους. Ίσως, αν αυτός ο τολμηρός και δραστήριος Καπαδόκης είχε αφανίσει το απόστημα της πολιτικής φατρίας των ανακτόρων -που τελικά τον πρόδωσε, τον τύφλωσε και τον σκότωσε- η αυτοκρατορία να είχε πατάξει εν τη γενέσει του, τον μετέπειτα μοιραίο σελτζουκικό κίνδυνο. Πράγμα που θα γινόταν σίγουρα αν επικρατούσαν οι συνθήκες των περασμένων αιώνων, με τη σιδηρά τάξη που είχαν επιβάλλει οι μεγάλες μορφές ενός Ηρακλείου ή ενός Νικηφόρου Φωκά, που είχαν κάνει το βασίλειο των Ελλήνων φόβητρο ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου. Παρά τις αγωνιώδεις και ηρωϊκές προσπάθειες των Κομνηνών για ανάκαμψη, δύο ακόμη μοιραίες στιγμές έκριναν τα πάντα στο μέτωπο της καθ’ ημάς Ανατολής.Η σφαγή στο Μυριοκέφαλο της λαμπρής και πάνοπλης στρατιάς του Μανουήλ Κομνηνού από υπερδιπλάσιους αιμοδιψείς Τουρκομάνους. Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν η πρώτη άλωση από τους Φράγκους, η πτώση και η λεηλασία της Βασιλεύουσας απ’ τις ορδές των Δυτικών τυχοδιωκτών, που έδωσε τη χαριστική βολή στην ήδη καταρρέουσα αυτοκρατορία.
Η πρώτη περίοδος των επιδρομών
Κύριοι κυματοθραύστες της σελτζουκικής πλημμυρίδος στάθηκαν κατ’ αρχήν οι υποτελείς επαρχίες της Αρμενίας και της Ιβηρίας (σημερινή Γεωργία). Το 1045, διερχόμενες τουρκικές δυνάμεις πάτησαν για πρώτη φορά σε αυτοκρατορικά εδάφη και κατενίκησαν τις τοπικές βυζαντινές δυνάμεις στην περιοχή της Άνω Μηδίας. Αυτή η “αναγνωριστική” μάχη έδωσε το έναυσμα στους Τούρκους για νέες επιδρομές, σε μια χώρα που το λαμπρό στρατιωτικό της παρελθόν, ήταν από μόνο του ικανό να αποτρέψει τους επίδοξους εισβολείς. Η πρώτη οργανωμένη εκστρατεία θα πραγματοποιηθεί το 1048, με επικεφαλής τον ανιψιό του σουλτάνου, Ασάν, και θα οδηγήσει στη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων σε ενέδρα του αυτοκρατορικού στρατού. Το επόμενο έτος, η εισβολή θα επαναληφθεί , με την πρώτη μεγάλη καταστροφή ελληνικής πόλεως και θα αποκρουστεί τελικώς μετά την αμφίρροπη μάχη στο φρούριο Καπετρον. Η αρχή όμως είχε γίνει. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε μία εικοσαετία τουρκικών επιδρομών, που έπληξαν ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Με φημισμένες Ελληνικές πόλεις, όπως τη Μελιτηνή, το Ικόνιο και τη Καισάρεια να εξανδραποδίζονται. Το έτος 1068, τα τουρκομανικά φύλα είχαν καταφέρει να βρεθούν “μία ανάσα” από τα παράλια του Αιγαίου και ήταν πλέον εμφανές πως η αυτοκρατορία διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Σ’ αυτήν την ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο, ανέλαβε την εξουσία ο Ρωμανός Δ’ Διογένης.
Μαντζικέρτ – Η αρχή του τέλους
Πρώτο μέλημα του νέου αυτοκράτορος ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού. Αφού ο στόχος αυτός επετεύχθη όσο ήταν δυνατόν, ξεκίνησε μία σειρά επιθετικών ενεργειών, με αποτέλεσμα την εκδίωξη των εισβολέων απ’ το μεγαλύτερο μέρος της Μικρασιατικής χερσονήσου. Την άνοιξη του 1071, συγκεντρώθηκε μία αρκετά μεγάλη σε όγκο στρατιά και έφτασε στην Αρμενία, όπου βρισκόταν το σύνολο των τουκικών δυνάμεων, Η αποφασιστική μάχη θα δινόταν έξω απ’ την πόλη Μαντιζκέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν, καθώς ο αυτοκράτορας διαισθανόταν πως είχε μια μεγάλη ευκαιρία να απαλλάξει οριστικά το Κράτος απ’ τη θανάσιμη απειλή. Για τη μάχη που ακολούθησε διετυπώθησαν διάφορες θεωρίες. Το μόνο βέβαιο είναι πώς ενώ η βυζαντινή στρατιά κατεδίωκε τους Τούρκους, μία αναίτια εντολή υποχωρήσεως που έδωσε ο “εκλεκτός της φατρίας” Ανδρόνικος Δούκας ήταν αρκετή για να σπείρει τον πανικό και να οδηγήσει στην καταστροφή. Η προδοσία αυτή ήταν ουσιαστικά το μοιραίο πλήγμα στην πλάτη της αυτοκρατορίας. Με την ήττα στο Μαντζικέρτ και την αιχμαλωσία του Ρωμανού, οι Τούρκοι πάτησαν μόνιμα πλέον πόδι στη Μικρά Ασία και άρχισαν μία ακόμη φονικότερη σειρά επιδρομών, λεηλασιών και κατακτήσεων.
Η δυναστεία των Κομνημών – “Υπέρ πάντων αγών”
Ο Αλέξιος Κομνηνός θα παραλάβει ένα κράτος στα όρια της διάλυσης. Παρ’ όλα αυτά, με συνεχείς εκστρατείες, θα επιτύχει να δώσει αρκετά σκληρά κτυπήματα στους εισβολείς και να απαλλάξει τη δυτική Μικρά Ασία απ’ την παρουσία τους. Χρονικογράφοι της περιόδου αναφέρουν πως ήταν τέτοιο το μίσος των Βυζαντινών κατά τις μάχες εκείνες, που το 1108, έπειτα από επιδρομή σε τουρκικό καταυλισμό, έριξαν τα νεογέννητα μωρά σε καζάνια με βραστό νερό. Και μετά απ’ τη νικηφόρο μάχη της Φιλαδελφείας, πυρπόλησαν τις καλαμιές του ποταμού Μαιάνδρου, όπου είχαν καταφύγει οι ηττημένοι, με αποτέλεσμα να τους κάψουν όλους ζωντανούς. Η εξέλιξη αυτή, απλά περιόρισε τις τουρκικές επιδρομές και ο πόλεμος συνεχίστηκε ακατάπαυστα και τα επόμενα 70 χρόνια, επί βασιλείας Μανουήλ Α’ Κομνηνού, οπότε οι Έλληνες συγκροτούν την μεγαλύτερη έως τότε στρατιά, με σκοπό να πλήξουν συνολικά τον εχθρό, που έχει περιοριστεί στην πρωτεύουσά του, το Ικόνιο. Η αποφασιστική μάχη θα δοθεί στα στενά που οδηγούν στην κοιλάδα του Ικονίου, έξω απ’ το βυζαντινό φρούριο Μυριοκέφαλο. Η απόφαση του αυτοκράτορα να περάσει η ογκώδης στρατιά απ’ τις στενές ορεινές διαβάσεις ακάλυπτη, έδωσε το πλεονέκτημα στις διπλάσιες δυνάμεις των άτακτων τουρκομάνων να την πλήξουν καίρια. Και ενώ η εμπροσθοφυλακή με τη φρουρά του αυτοκράτορα περνούν ανέγγιχτες, τα υπόλοιπα τμήματα θα υποστούν μεγάλες απώλειες, εξοντώνοντας όμως πολύ μεγαλύτερο αριθμό επιτιθεμένων. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να μη οδήγησε στη συντριβή μία απ’ τις δύο παρατάξεις, ανάγκασε όμως τους Έλληνες να συνθηκολογήσουν και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Η σημασία του γεγονότος όμως ήταν πολύ μεγαλύτερη. Είχε χαθεί έτσι και η τελευταία ευκαιρία της αυτοκρατορίας να απαλλαγεί οριστικά απ’ τον τουρκικό κίνδυνο.
Η Άλωση του 1204 – Επίσπευση της κατάρρευσης
Οι Τούρκοι, στα επόμενα χρόνια καταφέρνουν να παγιώσουν τη θέση τους σε ολόκληρη την χερσόνησο της Μικράς Ασίας. Το ύπουλο χτύπημα των Δυτικών το 1204 θα επιταχύνει φυσικά και τη διαδικασία οριστικής κατάληψης της ενδοχώρας. Ακόμη και στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάκτηση της Πόλης από τους Φράγκους, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα μεταστροφής αυτής της καταστάσεως. Κατά τόπους εκστρατείες με περιορισμένα αποτελέσματα, αλλά και τυχαία γεγονότα (όπως η πολιορκία της Άγκυρας απ’ τους Μογγόλους), απλώς καθυστέρησαν τη μοιραία έλευση του τέλους. Οι φιλότιμες προσπάθειες των Παλαιολόγων απετέλεσαν τα τελευταία σημαντικά γεγονότα στη χιλιόχρονη ιστορία του μεγάλου βυζαντινού Ελληνικού βασιλείου. Την άνοιξη του 1453, ο τελευταίος του αυτοκράτορας θα σφράγιζε με το αίμα του την ιστορία αυτή και θα της χάριζε αιώνια δόξα! Προσφέροντας ταυτόχρονα στον Ελληνισμό, το όραμα και το θρύλο που θα τον κρατούσαν ζωντανό στους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν.
Σήμερα στην μικρή Ελλάδα του 2003, σ’ αυτό το κακέκτυπο ενός μεγάλου αυτοκρατορικού παρελθόντος -οι εχθροί που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι τόσο ισχυροί, όσο τα εκατομμύρια των βαρβάρων επιδρομέων. Και παρ’ όλο που και σήμερα ο εχθρός υπερέχει σε μέσα, η υπεροπλία αυτή δεν μπορεί με τίποτε να συγκριθεί με την υλικη υπεροχή των Τούρκων έναντι των τελευταίων υπερασπιστών της Πόλεως των Κωνσταντίνων, Είθε, τα επόμενα χρόνια, οι μαχόμενοι Έλληνες να επιδείξουν ένα μόνο μέρος απ’ το αγωνιστικό ήθος των λίγων πραγματικών πολεμιστών, που επί τέσσερις αιώνες πάλεψαν σκληρά, για να θαφτούν τελικά κάτω από τα ερείπια του οράματος ενός αυτοκρατορικού Ελληνισμού.
από το περιοδικό “ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ” Α.Τ. 112. Δεκέμβριος 2003
Reblogged this on Macedonian Ancestry.