Ο υπηρέτης του στρατηγού Βελησάριου
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία (Ρωμανία) ήταν στην μέγιστη ισχύ της στα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα, όταν ο θρακικής καταγωγής στρατηγός Βελισάριος υπερασπίζονταν την αυτοκρατορία που σιγά-σιγά μετασχηματίζονταν σε Ελληνική.
Δίπλα στον Βελισάριο σαν υπηρέτης του ο Ανδρέας, που είχαν μεγαλώσει μαζί και ήταν πιο πολύ ένας πιστός σύντροφος παρά υπηρέτης του. Γνωρίζονταν από τότε που ήταν μικρά παιδιά και παίζαν στα κτήματα της οικογένειας του Βελισάριου στην Γερμανίκεια της Β.Δ. Θράκης (ανάμεσα στα Σκόπια και στην Β.Δ. Βουλγαρία). Μεγαλώνοντας ο Ανδρέας ακολούθησε τον Βελισάριο στην Ανδριανούπολη όπου φοίτησε στην σχολή της, πιστός βοηθός του στα πάντα. Τα χρόνια περνούσαν, ώσπου έφτασε ο Βελισάριος να γίνει στρατηγός του Ιουστινιανού, τότε που υπεράσπιζε την αυτοκρατορία σ’ όλα τα μέτωπα, στην Δύση κατά των Βανδάλων (γερμανικό φύλλο), στην βόρεια Αφρική και κατά των Περσών στην Ανατολή.
Οι Πέρσες απειλούσαν συνέχεια τους Έλληνες της Ανατολής (τους αποίκους και απόγονους στρατιωτών του Μ. Αλεξάνδρου). Ο Βελισάριος είχε τον Ανδρέα πάντα δίπλα του, σαν παλιό καλό, αδελφικό του φίλο. Όταν εξεστράτευσε στην Ανατολή, διέσχισε όλη την χερσόνησο της Μικράς Ασίας εμψυχώνοντας τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς που είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από τις περσικές επιδρομές. Μετά από μέρες πορείας κατά το έτος 530 μ.Χ., έφτασαν στον Δάρα της Μεσοποταμίας όπου και σταμάτησε για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες Σασανίδες (βασιλική οικογένεια της Περσίας) με βασιλιά τον Καβάδη Α’.
Οι δυο στρατοί παρατάχθηκαν έξω από τα τείχη του Δάρα, περιμένοντας να δοθεί το σύνθημα για την μάχη. Σ’ εκείνη την φάση της αναμονής πετάχτηκε από τις γραμμές των Περσών ένας πάνοπλος Πέρσης ευγενής ιππέας, προκαλώντας τον βυζαντινό στρατό. Τους κορόιδευε στα ελληνικά, λέγοντάς τους δειλούς και ότι δεν είχαν τα κότσια να τον αντιμετωπίσουν στην μάχη. Οι προσβολές πλήθαιναν και οι στρατιώτες ένιωθαν το αίμα τους να βράζει μέσα τους από οργή, αλλά είχαν ρητή εντολή να μην χαλάσουν τις γραμμές τους.
Ο Ανδρέας που λογίζονταν σαν αδελφός από τον Βελισάριο, πήρε το θάρρος και του ζήτησε να τον αφήσει να μονομαχήσει ο ίδιος με αυτόν τον αυθάδη Πέρση, μιας που όλοι ήξεραν πως αυτός δεν ήταν στρατιώτης και αν σκοτωνόταν, το μόνο που θα έχανε ήταν ένας απλός υπηρέτης. Ο Βελισάριος με κρύα καρδιά τον άφησε. Του έδωσαν ένα άλογο και φόρεσε τον φολυδωτό θώρακα και το κράνος. Ίππευσε το άλογο και πέρασε μέσα από τις γραμμές του βυζαντινού στρατού και φωνάζοντας στον Πέρση ιππέα με φωνή λιονταριού, του έδειξε πως ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει. Ο Πέρσης ήταν έτοιμος να φύγει πανηγυρίζοντας όταν άκουσε την φωνή του Ανδρέα, ο οποίος κάλπασε προς το μέρος του αντιπάλου με ορμή. Ο Πέρσης χωρίς δισταγμό κάλπασε και αυτός κατά του Ανδρέα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη, η λόγχη του Ανδρέα καρφώθηκε στην πανοπλία του Πέρση, ρίχνοντάς τον κάτω από το άλογο. Η λόγχη δεν διαπέρασε την πανοπλία, αλλά πέφτοντας κάτω ζαλίστηκε. Χωρίς να χάσει καιρό ο Ανδρέας αφίππευσε και βρέθηκε δίπλα στον Πέρση, έβγαλε το μαχαίρι του και του έκοψε τον λαιμό σαν να ήταν ζώο, δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την απαξία του για τους Πέρσες.
Όλος ο βυζαντινός στρατός πανηγύριζε και φώναζε το όνομα του Ανδρέα. Ο ήρωάς μας φόρτωσε το πτώμα πάνω στο άλογο του αντιπάλου μαζί με τα πολύτιμα όπλα του και κατευθύνθηκε στο βυζαντινό στρατόπεδο. Βλέποντας αυτά ο Περόζης, ο Πέρσης στρατηγός, έστειλε αγγελιοφόρο για να του στείλουν 10.000 στρατιώτες ακόμα.
Ο Βελισάριος συνεχάρη με θέρμη τον πιστό του φίλο και του έδωσε σαν δώρο για την ανδρεία του ένα ασημένιο κράνος και ένα δόρυ. Τότε ένας έμπειρος άντρας στην τέχνη του πολέμου βγήκε από τις γραμμές των Περσών και προκάλεσε τον ίδιο τον Βελισάριο να βγει για να τον αντιμετωπίσει. Ο Βελισάριος αρνήθηκε λέγοντάς του: «Αν επιθυμεί να αυτοκτονήσει γιατί δεν πάει να κρεμαστεί και ζητάει από εμένα να γίνω το εκτελεστικό όργανο του χάροντα;». Όταν ήταν έτοιμος να φύγει, βγήκε από τις γραμμές των βυζαντινών ένας κατάφρακτος ιππέας έτοιμος να αποστομώσει για την αλαζονεία του τον Πέρση. Ο ιππέας φορούσε ένα ασημένιο κράνος και είχε προτεταμένο ένα δόρυ που είχε στην άκρη του μια λευκή σημαία, ήταν ο Ανδρέας! Επιτέθηκε με ορμή κατά του Πέρση ευγενή και τα άλογά τους συγκρούστηκαν με δύναμη, σωριάζοντας και τους δυο κάτω στην κρύα γη. Ο Ανδρέας σηκώθηκε γρηγορότερα από τον Πέρση και του έριξε μια δυνατή γροθιά την ώρα που σηκωνόταν και τον έριξε κάτω.Ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα. Τον άρπαξε από το πόδι και τον έριξε κάτω, έβγαλε το μαχαίρι του, το ίδιο που σκότωσε τον προηγούμενο και το κάρφωσε στο σώμα του ευγενή. Πήρε πάλι το πτώμα του Πέρση και το μετέφερε πίσω στις γραμμές του βυζαντινού στρατού, ενώ οι στρατιώτες του Βελισάριου έψελναν τον επινίκιο παιάνα γι’ αυτό το παλληκάρι που σε μια μόνο ημέρα σκότωσε δυο αλαζόνες και θρασείς Πέρσες. Οι κάτοικοι του Δάρα που έβλεπαν την μονομαχία από τα τείχη της πόλης, επευφημούσαν τον Ανδρέα για την ανδρεία του.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Ανδρέας έδωσε και άλλες νικηφόρες μάχες μαζί με τον Βελισάριο σ’ όλη την Μεσόγειο.
Κάπου μεταξύ 560 και 565 μ.Χ., όντας πια 70 ετών ο Ανδρέας και αφού είχε αφήσει προ καιρού πίσω του τα πεδία των μαχών συνελήφθη από του ανθρώπους του Ιουστινιανού, ο οποίος υποψιαζόταν τον Βελισάριο για συνωμοσία εναντίον του, τον βασάνισε προκειμένου να αποκαλύψει τα μυστικά του φίλου του. Τα καθημερινά βασανιστήρια τον κατέβαλαν, αλλά δεν του πήραν λέξη για τον αδελφικό του φίλο Βελισάριο. Έμεινε μέχρι το τέλος όρθιος ηθικά και πνευματικά και άφησε την τελευταία του πνοή στα μπουντρούμια των βασανιστηρίων.