ο φόβος των τούρκων στην επανάσταση του 1821 στην Κρήτη
Στην Κρήτη του 18ου αιώνα βασίλευε ο φόβος και ο τρόμος για τους τούρκους που τρομοκρατούσαν και καταδυνάστευαν τους άτυχους Κρήτες. Σε όλα τα χωριά της Κρήτης οι τούρκοι έκαναν ό,τι ήθελαν αδικώντας συνεχώς τους Έλληνες, το αίμα των οποίων έβραζε για εκδίκηση. Σ’ ένα μικρό χωριουδάκι στις υπώρειες των Λευκών Ορέων στα Χανιά γεννήθηκε στα 1770 ένα αγόρι που με την παληκαριά και την σωματική του ρώμη θα γινόταν δημοτικό τραγούδι στα χείλη χιλιάδων Κρητών.
Ήταν πολύ ψηλός, γεροδεμένος και μεγάλη μυϊκή δύναμη. Το χωριό ήταν το Μελιδόνι και το αγόρι ήταν ο Σήφης Κωνσταντουδάκης ή αλλιώς Σήφακας λόγω της σωματοδομής και της βροντερής φωνή που τόσο φόβιζε τους τούρκους. Η οικογένεια του Σήφακα λέγεται πως ήταν ένα παρακλάδι της βυζαντινή οικογένειας των Σκορδύλων.
Από νέος βγήκε στα βουνά για να εκδικηθεί όλες τις ωμότητες των τούρκων και να προστατέψει την οικογένειά του. Η στεντόρεια φωνή του Σήφακα τρομοκρατούσε τους γενίτσαρους, τους πιο μάχιμους από τους τούρκους. Τα βουνά έγιναν το δεύτερο σπίτι του παληκαριού. Μαζί με τον κουνιάδο του και τους αδελφούς του, Νικόλαο και Αντώνη, χτυπούσαν τις τουρκικές φρουρές του νησιού. Με τον καιρό και άλλα παληκάρια που δεν άντεχαν τον τουρκικό ζυγό ενώθηκαν με την ομάδα.Ο Σήφακας είχε ορκιστεί στην Φιλική Εταιρεία και περίμενε πότε θα εκραγεί η επανάσταση όλων των Ελλήνων εναντίον των τούρκων.
Τα χρόνια πέρασαν δύσκολα, αλλά με την ανδρεία και το πείσμα του κατάφερε να γίνει πεντακοσίαρχος, δηλαδή να αποκτήσει μια δύναμη 500 ανδρών υπό τις διαταγές του. Ο Σήφακας μεγάλωνε, αλλά καρτερούσε την ώρα που θα σήμανε η επανάσταση. Κατά το 1821, όταν πια ο Σήφακας ήταν 51 χρονών, ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ελλάδα, ξέσπασε και στην Κρήτη η φωτιά της εθνεγερσίας. Σφαγές και εξανδραποδισμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κάτι όμως που πείσμωνε ακόμη περισσότερο τους Κρήτες.
Στις 23/6/1821 ο Λατίφ Πασάς των Χανίων, με δύο σώματα στρατού πήγε προς την Μαλάξα για να συντρίψει την επανάσταση στην περιοχή. Εκεί όμως βρήκε φρουρό τον Σήφακα που τον απέκρουσε παρ’ όλο που είχε πολύ λιγότερες δυνάμεις, εξαναγκάζοντας τους τούρκους σε υποχώρηση και με πολλές απώλειες.
Στις αρχές του 1823, ο Σήφακας στάλθηκε στην Κίσσαμο για να αντιμετωπίσει και πάλι τους τούρκους. Αφού τους νίκησε κατά κράτος τους εξεδίωξε. Δυστυχώς όμως, οι τούρκοι είχαν προλάβει να προβούν σε ανείπωτες σφαγές στο χωριό Περβολάκια. Μετά από αυτήν την μάχη ο Σήφακας αρρώστησε βαριά από πνευμονία και μετά από 13 ημέρες πέθανε. Λίγες στιγμές πριν το τέλος της ζωής του, καταλαβαίνοντας ότι το τέλος ήταν κοντά, κάλεσε τους αδελφούς του και τον κουνιάδο του να έρθουν δίπλα του. Αφού πρώτα φίλησε τα όπλα του δακρύζοντας και αναλογιζόμενος πως πέρασε μια ολόκληρη ζωή αχώριστος από αυτά, έδωσε το ντουφέκι του στον αδελφό του τον Νικόλαο, το πιστόλι στον αδελφό του Αντώνη και το μαχαίρι στον κουνιάδο του Μιχάλη. Όταν πέθανε ήταν 53 χρόνων. Κηδεύτηκε με τιμές, όπως αξίζει σε ήρωες σαν και αυτόν στο μοναστήρι Κυρίας Γωνίας στο Κολυμπάρι.