Χριστούγεννα! Περίχαρα ἡ καμπάνα
κράζει, κι ἡ μάνα στό παιδί
καί τό παιδί Χριστούγεννα! στή μάνα
κι ὁ κόσμος ὅλος τραγουδεῖ
Κι ἡ νύχτα λάμπει ἀπό τό μάγο ἀστέρι
ὅπου τούς μάγους ὁδηγεῖ
τό ἐπουράνιο μυστικό τό ξέρει
καί χαίρονται οὐρανός καί γῆ
Ἀλλ’ ἕνα βογγητό βγαίνει ἀπ’ τή θύρα
φτωχοῦ σπιτιοῦ … Μέσ’ στήν καρδιά
μέ τρώει … ὁ βόγγος ἔρχεται ἀπ’ τή χήρα
τή χἠρα μέ τά ὀχτώ παιδιά
Ἔτσι γυνμή,παντέρημη, κι ἐκείνη
πεινοῦν καί τρέμουν τά φτωχά.
Δέ νιώθ’ ἡ μάνα τή δική της πείνα,
ἡ πείνα τους τήν ξεψυχᾶ.
Ὁ πόνος τήν καρδιά μου σκάφτει, ἡ λύπη
μέ δάκρυα τήν πλημμυρεῖ,
καί πού δέν φτάνουν ὡς τ’ αὐτιά μου οἱ χτύποι
τῶν Χριστουγέννων γιορτεροί.
Ἐξαφνικές λαχτάρες μέ σπαράζουν,
ἄλλη καμπάνα ἐδῶ ἀντηχεῖ
ἄχ! ἄλλοι χτύποι τῆς καρδιᾶς μου κράζουν:
Κλαῖνε καί δέρνονται οἱ φτωχοί!
Ἀρρώστια, γύμνια, ὀρφάνια, πεῖνα, φτώχεια,
ὦ σεῖς, πού σφίγγει ἡ συμφορά,
σέ σιδερένια ἁρπάγια καί σέ βρόχια
μοῦ παίρνετε κάθε χαρά!
Θέλω νά φύγω! πέρα σ’ ἄλλους τόπους,
στή νύχτα τή μοναδική,
μακριά ἀπό τή βοή καί τούς ἀνθρώπους,
γιατ’ εἶν’ οἱ ἄνθρωποι κακοί
Γιατί στήν ὥρα τήν εὐλογημένη
ὅπου γεννιέται ἕνας Θεός,
ποιός ξέρει! καταριέται καί πεθαίνει
γύρω μου ὁλόκληρος λαός
Γιατί ὁ Χριστός νά καίγωνται γυρεύει
γι αὐτόν καρδιές! ὄχι κεριά
καί μέ σταυρούς κανείς δέν τόν λατρεύει
καί γονατίσματα βαριά
Γιατί λατρεύει τό Χριστό, ὅποιος δίνει
γιά τήν πατρίδα τή ζωή,
ὅποιος τό γυμνωμένο κρυφοντύνει
καί τόν φτωχό τόν ἐλεεῖ.
Ὅποιος τήν ἀδικία κεραυνώνει,
καί ἀγνό τό μέτωπο κρατεῖ
κι ἔχει ὁδηγό τήν καλωσύνη μόνη
κι ἔχει Θεό τήν ἀρετή!
Θέλω νά φύγω πέρα σ’ ἄλλους τόπους.
σέ μιά ἄλλη γῆ πονετική …
μακριά ἀπ’ τόν κόσμο αὐτό κι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους
γιατ’ εἶναι οἱ ἄνθρωποι κακοί.
Γιατ’ εἶναι ὁ κόσμος ἄπονη ἐρημία,
πού μαρτυρεύουν οἱ φτωχοί,
Γιατί δέν ἔχω δύναμη καμμία
νά κάμω ἕναν εὐτυχῆ.
(ἀπό τό Ἀναγνωστικό τῆς ΣΤ’ Δημοτικοῦ τοῦ 1929)