«Κάθε εξουσία είναι ψευδής, κάθε νόμος είναι άδικος και βάρβαρος, κάθε θεσμός είναι κενός και εφήμερος, εάν δεν ορίζεται στην ανώτερη αρχή της Ύπαρξης, εάν δεν προέρχεται εκ των άνω και δεν προσανατολίζεται ΑΝΟΔΙΚΑ»
Με σκοπό να κατανοήσουμε και τα δύο, το πνεύμα της Παράδοσης και την αντίθεσή του, τον σύγχρονο πολιτισμό, είναι αναγκαίο να αρχίσουμε εξετάζοντας το βασικό δόγμα των δύο φύσεων. Συμφώνως με αυτό το δόγμα, υπάρχει μία φυσική τάξη πραγμάτων και μία μεταφυσική. Υπάρχει μία θνητή φύση και μία αθάνατη. Υπάρχει το ανώτερο βασίλειο του «είναι» και ο υποκείμενος κόσμος του «γίγνεσθαι». Γενικά μιλώντας, υπάρχει μία ορατή και πραγματική διάσταση και, πριν και πέρα από αυτή, μία αόρατη διάσταση, η οποία είναι το στήριγμα, η προέλευση και η αληθινή ζωή της προηγούμενης. Οπουδήποτε στον κόσμο της Παράδοσης, σε Ανατολή και Δύση και σε όλες τις μορφές, αυτή η γνώση (όχι απλώς μία «θεωρία») ήταν πάντα παρούσα ως ένας σταθερός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα πάντα. Πρέπει να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι ήταν γνώση και όχι «θεωρία». Όσο δύσκολο και αν είναι για τους συγχρόνους μας να το καταλάβουν, πρέπει να ξεκινήσουμε από την ιδέα ότι ο άνθρωπος της Παράδοσης είχε επίγνωση της ύπαρξης μιας διάστασης της ζωής πιο πλατιάς από αυτήν που οι σύγχρονοί μας βιώνουν και αποκαλούν «πραγματικότητα».
Επί των ημερών μας, σε τελευταία ανάλυση, η πραγματικότητα κατανοείται μόνο σαν κάτι που περικλείεται αυστηρά μέσα στον κόσμο των φυσικών σωμάτων, προσδιορισμένη στον χώρο και τον χρόνο. Βεβαίως, υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν σε κάτι πέραν του κόσμου των φαινομένων. Όταν αυτοί οι άνθρωποι παραδέχονται ότι υπάρχει κάτι άλλο, εντούτοις πάντα καταλήγουν σε αυτό το συμπέρασμα μέσω μιας επιστημονικής υπόθεσης ή νόμου ή μιας θεωρητικής ιδέας ή μέσω ενός θρησκευτικού δόγματος. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από έναν τέτοιο διανοητικό περιορισμό.
Δια μέσου των εμπειρικών και των άμεσων εμπειριών, ο σύγχρονος άνθρωπος, ανεξάρτητα πόσο ισχυρά μπορεί να είναι τα «υλιστικά» ή «πνευματικά» του πιστεύω, αναπτύσσει μια κατανόηση της πραγματικότητας μόνο σε σχέση με τον κόσμο των φυσικών σωμάτων και πάντα κάτω από την επιρροή των καθημερινών εμπειριών του. Αυτός είναι ο πραγματικός υλισμός, για τον οποίο οι σύγχρονοί μας θα έπρεπε να ντρέπονται. Όλες οι άλλες υλιστικές απόψεις, οι οποίες διατυπώνονται με φιλοσοφικούς ή επιστημονικούς όρους, είναι μόνο δευτερογενή φαινόμενα. Ο χειρότερος τύπος υλισμού δεν είναι θέμα μίας άποψης ή μιας «θεωρίας», αλλά έγκειται στο γεγονός ότι η ανθρώπινη εμπειρία δεν επεκτείνεται πλέον σε μεταφυσικές εμπειρίες.
Έτσι η πλειοψηφία των πνευματικών εξεγέρσεων κατά των «υλιστικών» απόψεων είναι μόνο μάταιες αντιδράσεις κατά των τελευταίων περιφερειακών συνεπειών, που προέρχονται όμως από μακρινές και βαθύτερες αιτίες. Αυτές οι αιτίες, παρεμπιπτόντως, εμφανίζονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο από αυτό όπου διατυπώθηκαν οι «θεωρίες».
Η εμπειρία του ανθρώπου της Παράδοσης έφτανε πολύ πέρα από αυτά τα όρια, όπως στην περίπτωση μερικών εκ των αποκαλούμενων πρωτογόνων, όπου ακόμη και σήμερα μπορούμε να βρούμε έναν αμυδρό απόηχο πνευματικών δυνάμεων από τους αρχαίους χρόνους. Στις παραδοσιακές κοινωνίες το «αόρατο» ήταν ένα στοιχείο όπως το πραγματικό, αν όχι περισσότερο πραγματικό από τα δεδομένα που παρέχουν οι αισθήσεις. Κάθε πλευρά του ατομικού και κοινωνικού βίου των ανθρώπων, που ανήκαν σε αυτές τις κοινωνίες, ήταν επηρεασμένη από αυτήν την εμπειρία.
Από την μεριά της Παράδοσης, αφενός αυτό που σήμερα συνήθως αναφέρεται ως «πραγματικότητα» ήταν μόνο ένα είδος ενός πολύ ευρύτερου γένους και αφετέρου οι αόρατες πραγματικότητες δεν ταυτίζονταν αυτόματα με το «υπερφυσικό». Μιλώντας με την γλώσσα της Παράδοσης, η αντίληψη της «φύσης» δεν αντιστοιχούσε απλά με τον κόσμο των σωμάτων και των ορατών μορφών – το πεδίο έρευνας της σύγχρονης εκκοσμικευμένης επιστήμης – αλλά αντιθέτως, αντιστοιχούσε απαραίτητα με τμήμα μιας αόρατης πραγματικότητας. Οι αρχαίοι είχαν την αίσθηση ενός σκοτεινού κάτω κόσμου, κατοικούμενου από σκοτεινές και διφορούμενες δυνάμεις κάθε είδους (η δαιμονική ψυχή της φύσεως, η οποία είναι το κύριο υπόβαθρο όλων των φυσικών μορφών και ενεργών δυνάμεων), που αντιτίθεντο στην υπερλογική και ουράνια λαμπρότητα της υψηλότερης περιοχής. Επιπλέον, ο όρος Φύση παραδοσιακά περιελάμβανε οτιδήποτε είναι απλά ανθρώπινο, καθόσον αυτό που είναι ανθρώπινο δεν μπορεί να ξεφύγει της γέννησης και του θανάτου, της προσωρινότητας, της εξάρτησης και της μεταβολής, όλων αυτών που χαρακτηρίζουν την κατώτερη ζώνη. Εξ ορισμού, «αυτό που είναι» δεν έχει να κάνει καθόλου με ανθρώπινες και εγκόσμιες υποθέσεις και καταστάσεις, όπως εκφράζεται στο γνωμικό «άλλο η ράτσα των ανθρώπων και άλλο η ράτσα των θεών». Αυτό το γνωμικό διατηρεί την εγκυρότητά του, αν και οι άνθρωποι πίστευαν κάποτε ότι η αναφορά σε μία ανώτερη, άλλου κόσμου, εξουσία μπορούσε αποτελεσματικά να οδηγήσει στην ολοκλήρωση και στον εξαγνισμό του ανθρώπινου στοιχείου, κατά την κατεύθυνση της μη ανθρώπινης διαστάσεως. Μόνο η μη ανθρώπινη διάσταση αποτελεί την ουσία και τον στόχο ενός πραγματικά παραδοσιακού πολιτισμού.
Ο κόσμος του «είναι» και ο κόσμος του «γίγνεσθαι» επηρεάζουν πράγματα, δαίμονες και ανθρώπους. Οποιαδήποτε υποστατική αναπαράσταση των δύο αυτών κόσμων, εκφραζόμενη είτε με αστρικούς, μυθολογικούς, θεολογικούς ή θρησκευτικούς όρους, υπενθυμίζει στον παραδοσιακό άνθρωπο την ύπαρξη των δύο καταστάσεων. Επίσης, αντιπροσωπεύει ένα σύμβολο που πρέπει να αναζητηθεί μέσα από μία εσωτερική εμπειρία ή τουλάχιστον μέσα από το προαίσθημα μιας εσωτερικής εμπειρίας. Έτσι, στους Ινδουιστές και κυρίως στη βουδιστική Παράδοση, η ιδέα της samsara – το ρεύμα που επιδρά και εμψυχώνει κάθε μορφή του υποκείμενου κόσμου – παραπέμπει σε μία κατανόηση της ζωής σαν μίας τυφλής λαχτάρας και σαν μίας ανορθολογικής ταύτισης με προσωρινά σύνολα στοιχείων. Παρομοίως, ο Ελληνισμός είδε την φύση σαν την προσωποποίηση της αιώνιας κατάστασης της «ένδειας» των πραγματικοτήτων εκείνων που, επειδή έχουν την αρχή και την αιτία τους έξω από τον εαυτό τους, ρέουν και χάνονται επ’ αόριστον (αεί ρέοντα). Στην εξέλιξή τους, αυτές οι πραγματικότητα αποκαλύπτουν μια πρωτογενή και θεμελιώδη έλλειψη κατεύθυνσης και σκοπού και ένα επαναλαμβανόμενο περιορισμό. (Δες Πλωτίνο, Εννεάδες 1.8.4-7,6.6.18)
Συμφώνως με αυτές τις παραδόσεις, «ύλη» και «γίγνεσθαι» εκφράζουν την πραγματικότητα που ενεργεί σε μία ύπαρξη, σαν μία σκοτεινή αναγκαιότητα ή μία συνεχή αοριστία ή σαν αδυναμία απόκτησης μίας τέλειας μορφής και τοποθέτησης του εαυτού σε ένα νόμο. Αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν αναγκαίον καιάπειρον, οι Ανατολικοί ονόμαζαν adharma. Η Χριστιανική Σχολαστική Θεολογία μοιραζότανε παρόμοιες απόψεις, εφόσον θεωρούσε την ρίζα κάθε αλύτρωτης φύσης με τους όρους cupiditas και appetitesinnatus. Με διάφορους τρόπους, ο άνθρωπος της Παράδοσης βρήκε στην έντονη επιθυμία για ταύτιση, η οποία συσκοτίζει και διαταράσσει την «ύπαρξη», την μυστική αιτία της δύσκολης υπαρξιακής του θέσης. Το συνεχές γίγνεσθαι και η διαρκής αστάθεια και αβεβαιότητα της κατώτερης ζώνης εμφανιζόντουσαν στον άνθρωπο της Παράδοσης σαν η κοσμική και συμβολική υλοποίηση αυτής της δύσκολης θέσης.
Από την άλλη μεριά, η εμπειρία του ασκητισμού εθεωρείτο σαν η οδός που οδηγούσε στην άλλη ζώνη ή στον κόσμο της «ύπαρξης» ή σε αυτό που πλέον δεν είναι φυσικό, αλλά μεταφυσικό. Ο ασκητισμός παραδοσιακά συνίσταται από αξίες όπως αυτοκυριαρχία, αυτοπειθαρχία, αυτονομία και κυρίως μία ενοποιημένη ζωή. Με την «ενοποιημένη ζωή» εννοώ μία ύπαρξη που δεν χρειάζεται να αναλωθεί σε αναζήτηση άλλων πραγμάτων ή ανθρώπων με σκοπό να ολοκληρωθεί και να δικαιωθεί. Οι παραδοσιακές αναπαραστάσεις αυτής της άλλης ζώνης ήσαν ηλιακά σύμβολα, ουράνιες περιοχές, όντα από φως ή φωτιά, νησιά και κορυφές βουνών.
Αυτές ήταν οι δύο «φύσεις». Η Παράδοση κατανοούσε την πιθανότητα να γεννηθεί κάποιος στην μία ή στην άλλη και επίσης την πιθανότητα να πάει από την μία στην άλλη, σύμφωνα με το ρητό «Ο άνθρωπος είναι ένας θνητός θεός και ο θεός είναι ένας αθάνατος άνθρωπος». (Ηράκλειτος, κεφ. 62, 12.1)
Ο κόσμος της Παράδοσης γνώριζε αυτούς τους δύο μεγάλους πόλους της ύπαρξης, όπως επίσης και τους δρόμους που οδηγούν από τον ένα στον άλλον. Η Παράδοση γνώριζε την ύπαρξη του φυσικού κόσμου και την ολότητα των μορφών, ορατών ή υποχθονίων, ανθρωπίνων ή υπανθρωπίνων και δαιμονικών, τηςυπερκόσμιας (Σ.Μ. Ελληνικά στο πρωτότυπο), ενός «κόσμου πέρα από αυτόν τον κόσμο».
Συμφώνως με την Παράδοση, ο προηγούμενος είναι η «πτώση» του τελευταίου και ο τελευταίος παριστά την «απελευθέρωση» του πρώτου. Επίσης, πίστευε ότι η πνευματικότητα είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από ζωή και θάνατο. Θεωρούσε ότι η απλή φυσική ύπαρξη, η «ζωή», είναι χωρίς νόημα εάν δεν προσεγγίζει τον ανώτερο κόσμο ή αυτό που είναι «κάτι περισσότερο από την ζωή», εάν δεν υπάρχει η επιδίωξη στο να μετέχει στην «υπερκόσμια» και στο να εξασφαλίσει μία ενεργή και τελική απελευθέρωση από τα δεσμά που εκπροσωπούν την ανθρώπινη κατάσταση. Συμφώνως προς την Παράδοση, κάθε εξουσία είναι ψευδής, κάθε νόμος είναι άδικος και βάρβαρος, κάθε θεσμός είναι κενός και εφήμερος, εάν δεν ορίζεται στην ανώτερη αρχή της Ύπαρξης και δεν προέρχεται εκ των άνω και δεν προσανατολίζεται «ανοδικά».
Ο παραδοσιακός κόσμος γνώριζε την θεϊκή βασιλεία. Γνώριζε τη γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων, δηλαδή την μύηση. Γνώριζε τους δύο μεγάλους τρόπους για να προσεγγίζει την υπερβατικότητα, δηλαδή την ηρωική δράση και τον στοχασμό. Γνώριζε την μεσολάβηση, δηλαδή την τελετουργία και την πίστη. Γνώριζε την κοινωνική υποδομή, δηλαδή τον παραδοσιακό νόμο και το σύστημα των καστών και γνώριζε το γήινο πολιτικό σύμβολο, δηλαδή την αυτοκρατορία.
Αυτές είναι οι βάσεις της παραδοσιακής ιεραρχίας και του πολιτισμού, οι οποίες έχουν εξαλειφθεί τελείως από τον νικηφόρο «ανθρωποκεντρικό» πολιτισμό των συγχρόνων μας.