Ο Κ. Π. Καβάφης αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή των Ελληνικών γραμμάτων που στο χώρο της ποίησης άνοιξε δρόμους θαρραλέους και φωτεινούς σε εποχές ιδιαίτερα δύσκολες και έχοντας ζήσει μια ζωή με εξαιρετικές αντιξοότητες και ανατροπές. Γεννήθηκε πριν εκατον πενήντα επτά χρόνια στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 29-4-1863 από γονείς Κωνσταντινουπολίτες και ο Κωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. Ήταν το τελευταίο παιδί, ένατο της πολυμελούς οικογένειάς του Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδου,ο πατέρας του ήταν πετυχημένος έμπορος με οικονομική επιφάνεια και μέχρι το θάνατό του, 1870, η οικογένεια ζούσε σε άριστες συνθήκες. Ομως μετά το θάνατο του η μητέρα του ποιητού Χαρίκλεια μετέβη με όλα της τα παιδιά στο Λίβερπουλ, όπου διέμενε ο αδελφός του πατέρα τους. Τα οικονομικά της οικογένειας άρχισαν να συρρικνώνονται. Ο μικρός Κωνσταντίνος τελειοποίησε τα αγγλικά του, εξοικειώθηκε με τα αγγλικά ήθη και έθιμα και μελέτησε την αγγλική λογοτεχνία και μετά την επιστροφή του όμως στην Αλεξάνδρεια φοίτησε στο Λύκειο «Ερμής» όπου ο διευθυντής του Λυκείου, Κ. Παπαζής, καλλιέργησε την έμφυτη φιλομάθεια του νεαρού μαθητή και τον ενθάρρυνε στο να μελετήσει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και ελληνική ιστορία και από τότε ο νεαρός Καβάφης άρχισε τις πρώτες συγγραφικές απόπειρες· επιχείρησε μάλιστα να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό. Τον Ιούνιο του 1882 ο βρετανικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια, για να καταπνίξει ένα στρατιωτικό κίνημα καιο βομβαρδισμός, μεταξύ των άλλων, είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί η πατρική οικία του Καβάφη. Μετά από αυτό η Χαρίκλεια Φωτιάδη – Καβάφη μεταβαίνει οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενείται από τον πατέρα της Γεωργάκη Φωτιάδη. Ο Γ. Φωτιάδης, πρώην έμπορος αδαμάντων είχε στενές σχέσεις με κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η γνωριμία του Κ. Καβάφη με τη βασιλίδα των πόλεων επηρέασε τις εθνικιστικές πεποιθήσεις του κατά την τριετή παραμονή του.
Στην Αλεξάνδρεια επέστρεψε το 1885 και στην αρχή δεν είχε εισοδήματα να συντηρηθεί· οι αδελφοί του τον βοήθησαν μέχρι που το 1892 προσλαμβάνεται στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Από αυτό το χρονικό σημείο (1885) μέχρι το θάνατό του (1933) δεν συνέβησαν συγκλονιστικά γεγονότα στη ζωή του (εκτός των θανάτων προσφιλών του προσώπων) κι έτσι αφιερώθηκε στη μελέτη και την περισυλλογή της ιστορίας, της λογοτεχνίας με απώτερο στόχο την ποιητική δημιουργία. Η μεγάλη αξία της ποίησής του έγκειται κυρίως στο δραματικό της περιεχόμενο και την ειλικρίνεια και το βάθος της ανάλυσης των ανθρώπινων συναισθημάτων. Παρά τον υποκειμενισμό που υπάρχει στα ποιήματά του ορισμένα σύμβολα προεκτείνονται σε πανανθρώπινη κλίμακα ενώ η μελαγχολική και απαισιόδοξη φιλοσοφία του είναι αποτέλεσμα πικρών προσωπικών βιωμάτων και διαφαίνεται στωικότητα και υψηλή αξιοπρέπεια απέναντι στη συμφορά αλλά και ειρωνεία απέναντι στις ατυχείς επιλογές και γεγονότα της ζωής του. Το έργο του Κ. Π. Καβάφη αντιπροσωπεύει ένα σταθμό από τους πλέον σημαντικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μέχρι τότε, τέλη 19ου αιώνα, η νεοελληνική ποίηση χαρακτηριζόταν από στομφώδη λυρισμό και μεγαλόστομη ρητορεία. Η καβαφική ποίηση προβάλλει με δωρική λιτότητα, που αγγίζει τα όρια της πεζογραφίας· απορρίπτει το διακοσμητικό στοιχείο, αποδεσμεύεται από καθιερωμένους στιχουργικούς κανόνες. Η ποίησή του προτάσσει την κυριολεξία, την πύκνωση των εκφραζόμενων διανοημάτων, τον αποκλεισμό του περιττού.Οι παραπάνω καινοτομίες φυσικό ήταν να προκαλέσουν αντιδράσεις στους πνευματικούς κύκλους της Ελλάδας. Οι πολλές αντιδράσεις και από άλλους λογοτέχνες οφείλονταν κυρίως στην «περίεργη» μεικτή γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Αλεξανδρινός ποιητής σε εποχή που το γλωσσικό ζήτημα ήταν τότε σε έξαρση σε βαθμό που οι δημοτικιστές απέρριπταν την «ανεξαρτησία» που συμβόλιζε η ποιητική γλώσσα του Καβάφη.Την ίδια στιγμή όμως ο Ν. Καζαντζάκης λέει για αυτόν «Να ένας άνθρωπος μπροστά μου άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης κ’ υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό της επικούρειας ασκητικής».Ηταν εθνικιστής αλλά η φυσική του σεμνότητα και η ενοχική αίσθηση της προσωπικής του προβληματικής σεξουαλικής ζωής τον κατέστησαν απόκοσμο και τον οδήγησαν στη προσωπική απομόνωση με αξιοπρέπεια και αριστοκρατικό τρόπο ακόμη και στις πλέον δύσκολες προσωπικές του στιγμές. Στη πολιτική προσπάθησε να μείνει μακρυά από το κέντρο των αντιπαλοτήτων και των διενέξεων αν και η ο Ελληνοκεντρισμός και “αριστοκρατική” του σε πολιτικές επιλογές τοποθέτηση μαζί με τον προφανή Ελληνοκεντρικό κοσμοπολιτισμό θα ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη όπως τεκμαίρεται από το ύφος και τα υψηλά νοήματα που αναδίδει η ποίησή του. Μοναδική του πολιτική τοποθέτηση και μάλιστα εθνικοσοσιαλιστική ήταν το γεγονός πως είχε υπογράψει το 1928 επιστολή υπέρ της “Ένωσης Ελλήνων Φασιστών”, μαζί με άλλους επιφανείς Αλεξανδρινούς και η οποία δημοσιεύθηκε στην γνωστή εφημερίδα της εποχής ΣΚΡΙΠ. Το κείμενο έχει ως ακολούθως:
Εκδηλώσεις υπέρ του φασισμού
Τηλεγραφήματα και επιστολαι προς τον κ. Υψηλάντη
Εξ Αλεξανδρείας
Προς τον Αρχηγόν της Ενώσεως των Ελλήνων Φασιστών απεστάλη εξ Αλεξανδρείας η κατωτέρω επιστολή:
Έντιμε και ένδοξε Αρχηγέ,
Πλήρεις ευφροσύνης και αγαλλιάσεως διά την υφ᾿ ημών ανάληψιν της αρχηγίας του Φασιστικού αγώνος διαδηλούμεν την απεριόριστον αφοσίωσίν μας εις τα Ιδεώδη του Φασισμού και απεκδεχόμεθα παρ᾿ υμών την πραγμάτωσιν ιερών σκοπών, αναστήλωσιν γοήτρου Ελληνικού ονόματος, αποκατάστασιν ιερών και αιωνίων θεσμών, εκρίζωσιν ψυχοφθόρων και εθνοφθόρων τάσεων μαλλιαρισμού, κομμουνισμού, δημοκρατισμού. Παρακαλούμεν όπως μας δεχθήτε υπό την αμίαντον σημαίαν σας.
Η φασιστική ομάς
Σωκ. Λαγουδάκης, Βασ. Αθανασόπουλος, Κ. Καβάφης, Γ. Πετρίδης, Σ. Γιαννακάκης, Ν. Καρδάρης, Μ. Ανταίος, Γιάγκος Περίδης. (Έπονται και άλλαι υπογραφαί).
Μπορεί λοιπόν οι ιδιαιτερότητες της αυστηρά προσωπικής ζωής του Κωνσταντίνου Καβάφη να είναι απολύτως απορριπτέες από τον Εθνικισμό, όμως η Ελλάς δεν χαρίζει κάποιον Έλληνα στο νοσηρό ανθελληνικό κατεστημένο και πολύ περισσότερο όταν αυτός τις κρατά για τον εαυτό του με συστολή και σεμνότητα. Ο Κ. Καβάφης τέλος, δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο· προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά, ημερολόγια ή να τα τυπώνει ιδιωτικά και να τα μοιράζει στους ενδιαφερόμενους και η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού «Κανόνα» κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του στην Αλεξάνδρεια, ενώ στην Ελλάδα βιβλία με ποιήματα του κυκλοφόρησαν το 1948 και το 1963 από τις εκδόσεις «Ίκαρος».