Η αυτοκρατορική θητεία μιας από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του Βυζαντίου, όπως ήταν ο Ιουστινιανός, ξεκίνησε με τη χειρότερη περίοδο βίας και αναρχίας που γνώρισε η Βασιλεύουσα.
Οι δήμοι, αρχικά αθλητικά σωματεία, που από τα μέσα του 5ου αιώνα διέθεταν κάποια επιρροή και πολιτική δύναμη , εξελίσσονταν τον 6ο αιώνα σε ανασχετικό φραγμό της αυτοκρατορικής απολυταρχίας. Οι δήμοι της Κωνσταντινούπολης και κυρίως οι δύο ισχυρότεροι εξ αυτών, οι Βένετοι και οι Πράσινοι, έρχονταν σε αντίθεση με το πολιτικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού Α΄ , ο οποίος επιθυμούσε τον περιορισμό της δράσης και της επιρροής τους και την ενίσχυση του συγκεντρωτισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η πολιτική αυτή προκάλεσε τη μεγαλύτερη εσωτερική κρίση στο Βυζάντιο τον 6ο αιώνα.
Ο Ιουστινιανός ενώ στην αρχή εφάρμοζε προς τους δήμους ευμετάβλητη πολιτική, στην αρχή της βασιλείας του άλλαξε στάση απέναντί τους. Οι Βένετοι όπως και οι Πράσινοι έγιναν στόχος κατασταλτικών μέτρων. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια του δήμου των Πρασίνων, που θεωρούσαν ότι αδικούνταν συστηματικά σε σχέση με τους Βένετους, και η αντίδραση από τους Βένετους για την απώλεια της αυτοκρατορικής εύνοιας συνένωσε τις δύο αντίπαλες παρατάξεις εναντίον του αυτοκράτορα. Ας προσθέσουμε και την λαϊκή δυσφορία για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και την εισπρακτική πολιτική του Ιωάννη Καππαδόκη, η οποία αυτή δυσφορία εκφραζόταν μέσα από τις εκδηλώσεις των δήμων, δίνοντάς τους σαφώς πολιτική χροιά.
Γιατί όμως υπήρχε αυτή η εισπρακτική πολιτική; Βασική επιδίωξη του Ιουστινιανού, ήταν η διατήρηση στην εξουσία της συγκλητικής αριστοκρατίας της πόλης, η ευστάθεια της οποίας, σε έναν κόσμο που προσέγγιζε σταδιακά τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, απειλούνταν. Βλέποντας ότι το αστικό σύστημα παρακμάζει και οι πόλεις ερημώνουν, ο Ιουστινιανός παίρνει πολύ σκληρά φορολογικά μέτρα προκειμένου να καταφέρει να τις ανοικοδομήσει.Το είδος όμως της ανοικοδόμησης που κάνει δεν φέρνει της πόλεις στην μορφή που είχαν κατά την περίοδο της ακμής τους, αντίθετα τις οχυρώνει και ασχολείται κυρίως με στρατιωτικά έργα μετατρέποντας τες σε φρούρια. Παρά την προσπάθεια του οι πόλεις αυτές δεν ξαναγίνονται εμπορικά ή παραγωγικά κέντρα. Οι μόνες πόλεις που συνεχίζουν να διατηρούν τον αστικό τρόπο ζωής είναι η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη και η Αλεξάνδρεια οι οποίες δέχονται τους πληθυσμούς των πόλεων που παρήκμαζαν, τουλάχιστον εκείνους που δεν εγκαθίστανται στην ύπαιθρο. Η διόγκωση του πληθυσμού σε αυτά τα 4 αστικά κέντρα δημιουργεί ακόμα χειρότερες συνθήκες για τους κατοίκους και αρχίζει να εντείνεται o κοινωνικός αναβρασμός.
Η εξέγερση των δήμων, που ονομάστηκε Στάση του Νίκα και διήρκεσε οκτώ ημέρες, ξεσπά στις 11 Ιανουαρίου του 532.
Μια ημέρα γιορτής οργανώθηκαν ιπποδρομίες στις οποίες παρευρισκόταν ο ίδιος ο Ιουστινιανός με τη συνοδεία του. Στο τμήμα του Ιπποδρόμου στο οποίο βρίσκονταν οι Πράσινοι επικρατούσε ανησυχία και αναταραχή. Οι Πράσινοι παραπονέθηκαν στον αυτοκράτορα για τις πιέσεις που τους ασκούνταν και για την κακή μεταχείριση που υφίσταντο. Οι Βένετοι, απάντησαν στους Πράσινους προκλητικά. Οι τελευταίοι υπενθύμισαν στον αυτοκράτορα ότι κάποιοι δολοφόνοι από τις τάξεις των Βενέτων έμεναν ατιμώρητοι.
Ταυτόχρονα οι Βένετοι διέψευδαν ότι ήταν αναμεμειγμένοι στις δολοφονίες για τις οποίες τους κατηγορούσαν οι Πράσινοι και προσπαθούσαν τη στιγμή εκείνη να κατευνάσουν τα πνεύματα. Οργισμένος ο Ιουστινιανός απείλησε τους Πράσινους ότι θα τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Αυτοί όμως με υβριστικά επιφωνήματα εγκατέλειψαν τον Ιππόδρομο. Ο Ιουστινιανός επίσης αποσύρθηκε στο Παλάτι, δίνοντας όμως εντολή στον έπαρχο της Πόλεως να συλλάβει τους ταραξίες. Ο έπαρχος Ευδαίμων έπραξε όπως διατάχθηκε: Συνέλαβε ορισμένους από τους αρχηγούς των Πρασίνων αλλά και κάποιους Βένετους, συνολικά επτά άτομα. Με τον τρόπο αυτό ο Ιουστινιανός ήθελε να θέσει υπόψη όλων ότι είναι υπεράνω παρατάξεων και ότι είναι εξίσου αυστηρός και δίκαιος και προς τους μεν και προς τους δε. Οι ομαδικές συλλήψεις όμως, στην πραγματικότητα ένωσαν τους δήμους.
Για τέσσερις από τους συλληφθέντες η καταδίκη ήταν αποκεφαλισμός, ενώ οι άλλοι τρεις καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Στην αρχή ωστόσο τούς περιέφεραν στην πόλη, προκειμένου το θέαμα αυτό να προκαλέσει φόβο στους υπόλοιπους, και μετά τους μετέφεραν στην άλλη πλευρά του κόλπου του Χρυσού Κέρατος. Όμως, στη διάρκεια της εκτέλεσης των καταδικασμένων με απαγχονισμό, συνέβη κάτι το ασυνήθιστο: Η αγχόνη έσπασε και οι δύο καταδικασμένοι σε θάνατο –ένας από τους Πράσινους και ένας από τους Βένετους– έπεσαν στο χώμα. Το ίδιο συνέβη όταν τους ανέβασαν δεύτερη φορά στην αγχόνη. Το συγκεντρωμένο πλήθος, ταραγμένο και αισθητά αναστατωμένο λόγω της ωμότητας του επάρχου, θεώρησε το ασυνήθιστο αυτό γεγονός σημάδι της Θείας Πρόνοιας. Οι παρόντες, σε κλίμα πλήρους σύγχυσης, φώναζαν «τούτους τῇ ἐκκλησίᾳ», ελπίζοντας να σώσουν τη ζωή των δύο θανατοποινιτών μεταφέροντάς τους σε άσυλο.
Ακούγοντας από το δρόμο τις φωνές, οι μοναχοί της μονής του Αγίου Κόνωνος βοήθησαν τους δύο παραλίγο απαγχονισμένους να απομακρυνθούν από το ικρίωμα και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου, στη συνοικία των Πουλχεριανών. Όμως, δεν τελείωσαν όλα εδώ. Ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης Ευδαίμων έστειλε στρατιώτες με εντολή να κάνουν το παν ώστε να οδηγηθούν οι παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης. Οι μοναχοί και ο συγκεντρωμένος λαός αντιστάθηκαν στους στρατιώτες. Ο έπαρχος δεν ήθελε να απονείμει χάρη στους δύο κατάδικους και αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα που προκάλεσε ένα από πλέον θυελλώδη επεισόδια στη μακραίωνη ιστορία της βασανισμένης Κωνσταντινούπολης.
Οι Βένετοι και οι Πράσινοι, οι οποίοι επέμεναν στην απονομή χάριτος στα δύο καταδικασθέντα μέλη τους, συμμάχησαν· τότε δόθηκε το σύνθημα «Νίκα». Είναι το σύνθημα που φώναζαν στον Ιππόδρομο για να εμψυχώσουν τους αρματοδρόμους.
Λίγες μέρες μετά οργανώθηκαν και πάλι αγώνες στον Ιππόδρομο. Και τα δύο μέρη ζητούσαν από τον Ιουστινιανό, ο οποίος καθόταν στο αυτοκρατορικό θεωρείο, αμνηστία για τα δύο μέλη τους. Όμως ο αυτοκράτορας δεν εισάκουσε τις παρακλήσεις τους. Οργισμένες ακόμα περισσότερο με την άρνηση του αυτοκράτορα, οι παρατάξεις ανακοίνωσαν ανοιχτά τη συμμαχία τους.
Τις βραδινές ώρες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης επικράτησε απόλυτο χάος. Πλήθη ξεχύθηκαν από τον Ιππόδρομο στους δρόμους της πόλης και άρχισαν να πυρπολούν σπίτια. Οι οργισμένοι στασιαστές εισέβαλαν στις φυλακές και απελευθέρωσαν κρατούμενους. Όσους στρατιώτες βρέθηκαν στο δρόμο τους και τους αντιστάθηκαν τους ξυλοκόπησαν επιτόπου. Η στάση είχε σε σημαντικό βαθμό ξεφύγει από τον έλεγχο, όπως μαρτυρεί η πυρπόληση των περιουσιών και ορισμένων επιφανών και πλούσιων μελών των Βενέτων και των Πρασίνων. Σύντομα στην πύρινη λαίλαπα χάθηκαν το κτήριο της Συγκλήτου, η μπρούντζινη πύλη του αυτοκρατορικού παλατιού, ο ναός της Αγίας Σοφίας και η κοντινή εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Οι ριπές του αέρα βοήθησαν ακόμη περισσότερο στην εξάπλωση της πυρκαγιάς. Η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων πάνω από τα οποία απλωνόταν η οσμή του καμένου.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, προκειμένου να μην χαθεί τελείως ο έλεγχος των πραγμάτων, προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους αρχηγούς των Βένετων και των Πράσινων. Οι αρχηγοί των παρατάξεων προέβαλαν ιδιαίτερα ριζοσπαστικά αιτήματα. Ζητούσαν ρητά την απομάκρυνση ορισμένων υψηλόβαθμων αξιωματούχων από τις μέχρι τότε θέσεις τους. Ο Ιουστινιανός, για να αποφύγει τα χειρότερα, ικανοποίησε τα αιτήματα και αντικατέστησε τους προαναφερόμενους αξιωματούχους. Τα οργισμένα πλήθη όμως δεν ησύχασαν ούτε και με αυτές τις αλλαγές. Τον αυτοκράτορα τον περίμεναν κι άλλες δύσκολες στιγμές.
Τα πλήθη ήθελαν νέο αυτοκράτορα. Ήθελαν να δουν στο βυζαντινό θρόνο τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄ και ευνοούμενο των Βενέτων, ο οποίος όμως, μαζί με τον αδελφό του Πομπήιο, καθώς και με πολλούς συγκλητικούς, είχε κλειστεί στο αυτοκρατορικό παλάτι. Τότε, το κύριο μέρος των στασιαστών στράφηκε στον τρίτο αδελφό, τον αξιωματούχο Πρόβο, και φωνάζοντας το όνομά του κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Φοβούμενος μια τέτοια εξέλιξη και όλες τις πιθανές της συνέπειες, ο Πρόβος κρύφτηκε. Ακολούθησαν αμέσως αντίποινα – τα αγανακτισμένα πλήθη πυρπόλησαν το σπίτι του. Οι ταραχές στους δρόμους συνεχίστηκαν και οι πυρκαγιές εξαπλώθηκαν προς το βόρειο τμήμα της Κωνσταντινούπολης, καταλαμβάνοντας νέες συνοικίες της πρωτεύουσας και καταστρέφοντας και άλλα κτήρια. Οπαδοί του Ιουστινιανού δολοφονούνταν μαζικά.
Οι στασιαστές όμως ήθελαν με κάθε τρόπο να στέψουν τον Υπάτιο. Αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες και τα δάκρυα της συζύγου του Μαρίας, του πρότειναν το στέμμα.
Έτσι, στέφθηκε αυτοκράτορας, ο οποίος, όπως το επέβαλλε το έθιμο, ντύθηκε στην πορφύρα. Το συνεπαρμένο πλήθος οδήγησε το νέο αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο και με ενθουσιώδεις κραυγές τον τοποθέτησε στο αυτοκρατορικό θεωρείο, στο ίδιο θεωρείο στο οποίο μέχρι την προηγουμένη καθόταν ο Ιουστινιανός. Στη συνέχεια οι στασιαστές γιόρτασαν τη μεγάλη τους επιτυχία.
Έπειτα από αυτό, μια ομάδα Πρασίνων, περίπου διακόσιοι πολεμοχαρείς και οπλισμένοι νεαροί, άρχισε επίθεση κατά του παλατιού, πράγμα που οδήγησε στο αποκορύφωμα της κρίσης. Για μια στιγμή ο Ιουστινιανός, επηρεασμένος από την λαϊκή οργή, σκέφθηκε να τραπεί σε φυγή. Εξοπλισμένα πλοία περίμεναν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης έτοιμα να αποπλεύσουν ανά πάσα στιγμή. Όμως, στην επιφάνεια βγήκε η απίστευτη ψυχραιμία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Σε συμβούλιο στο οποίο έλαβαν μέρος οι πιο έμπιστοι αξιωματούχοι του αυτοκράτορα, φανερά φοβισμένοι και ανήσυχοι λόγω του οργισμένου και επικίνδυνα απειλητικού πλήθους που βρισκόταν κοντά, εμφανίστηκε με τόλμη η σύζυγος του Ιουστινιανού. Σε ατμόσφαιρα ολιγοψυχίας, πλήρους απελπισίας και φόβου που δύσκολα μπορούσε να κρυφτεί, η Θεοδώρα αποφασιστικά τόνισε ότι «Δεν σωζόμεθα δια της φυγής, παρά να αποθάνωμεν αδόξως, προτιμότερον να αποθάνωμεν ενδόξως αγωνιζόμενοι…». Ο Ιουστινιανός άκουσε τη συμβουλή της συζύγου του και έδωσε εντολή στο Βελισάριο να καταπνίξει την εξέγερση. Ο μεγάλος στρατηγός με τάγμα μισθοφόρων εισέβαλε στον Ιππόδρομο και σκότωσε μερικές χιλιάδες ανθρώπους. Στην αρχή οι στρατιώτες του Βελισαρίου με βέλη προκάλεσαν πραγματικό πανικό μεταξύ των πολυάριθμων στασιαστών, οι οποίοι ήταν στριμωγμένοι σε σχετικά μικρό χώρο. Σκοτώθηκαν αρκετές χιλιάδες άτομα. Ο Υπάτιος και ο αδελφός του Πομπήιος οδηγήθηκαν ενώπιον του Ιουστινιανού. Παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι στέφθηκε παρά τη θέληση του, ενώ αυτός έμεινε πιστός στον αυτοκράτορα, ο Ιουστινιανός δεν τον πίστεψε. Την αυγή ο Υπάτιος και ο Πομπήιος εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη θάλασσα. Ακολούθησαν σκληρά αντίποινα για τους στασιαστές: συλλήψεις, διωγμοί και τιμωρίες. Η Κωνσταντινούπολη πέρασε δύσκολες μέρες. Απαγορεύτηκαν στο εξής και για μερικά χρόνια οι αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο.
Μετά τη μεγάλη αυτή αναταραχή, ο Ιουστινιανός θέλησε να ξεχαστούν τα δυσάρεστα γεγονότα το ταχύτερο δυνατόν. Μια από τις πρώτες ενέργειες ήταν η ανακαίνιση της ξακουστής εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, η οποία είχε καταστραφεί από πυρκαγιά στη διάρκεια της στάσης. Ο Ιουστινιανός διέταξε να οικοδομηθεί νέος ναός και για το λόγο αυτό προσέλαβε δύο επιφανείς αρχιτέκτονες, τον Ισίδωρο από τη Μίλητο και τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις.
Στις 27 Δεκεμβρίου 537 έγιναν τα εγκαίνια του ναού. Ο Ιουστινιανός Α΄ οργάνωσε μια μεγαλοπρεπή τελετή, η οποία προσέλαβε χαρακτηριστικά παλλαϊκής γιορτής· για το λαό της πόλης αναφέρεται ότι ψήθηκαν 1.000 βόδια, 6.000 αρνιά, 600 ελάφια, 1.000 γουρούνια και περίπου 10.000 ήμερα και άγρια πτηνά. Ο Ιουστινιανός, υπερήφανος για το επίτευγμά του, λέγεται ότι αναφώνησε τότε την περίφημη φράση: «Δόξα τῷ Θεῷ, τῷ καταξιώσαντί με τοιοῦτον ἔργον ἐπιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!»