Το 498 π.Χ. έφτασαν στις ιωνικές ακτές είκοσι αθηναϊκές και πέντε ερετριακές τριήρεις (Ερέτρια πόλη της Εύβοιας), όπως έκαναν οι πρόγονοί τους 600-700 χρόνια πριν ιδρύοντας εκατοντάδες Ελληνικές πόλεις. Μόνο που τώρα δεν ήρθαν σαν άποικοι, αλλά σαν πολεμιστές για να υπερασπίσουν τα δίκαια των ομοφύλων τους Ιώνων που τους ζήτησαν βοήθεια έναντι των Περσών που τους καταδυνάστευαν.
Στρατηγός των Ερετριέων οπλιτών ήταν ο Ευαλκίδης, ο οποίος είχε νικήσει σε πολλούς στεφανηφόρους αγώνες (αγώνες με έπαθλο στέφανο) και υμνήθηκε από τον περίφημο ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο.
Αθηναίοι και Ερετριείς οπλίτες αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Κορησσού, μιας μικρής πόλης κοντά στην μητρόπολη της Ιωνίας, την Έφεσο. Μαζί με τους Ίωνες των μικρασιατικών παραλίων βάδισαν παράλληλα με τον ποταμό Καΰστριον και περνώντας πάνω από το όρος Τμώλος έφτασαν στις Σάρδεις που ήταν η πρωτεύουσα της σατραπείας της Λυδίας (περσική περιφέρεια). Στην πόλη αυτή ήταν συγκεντρωμένοι οι Πέρσες και οι Λύδοι στρατιώτες. Εκεί βρισκόταν επίσης και ο Αρταφέρνης, ο αδελφός του Δαρείου του βασιλέα των Περσών που ήταν ύπαρχος τον Σάρδεων. Ο Αρταφέρνης με μέρος του στρατού του είχε κλειστεί πίσω από τα τείχη της ακρόπολης των Σάρδεων.
Ο Ευαλκίδης μαζί με τους υπόλοιπους οπλίτες επιτέθηκαν στους Πέρσες και Λύδους που ήταν συγκεντρωμένοι στην αγορά της πόλης. Η οπλιτική φάλαγγα επιτέθηκε ψάλλοντας τον πολεμικό παιάνα. Οι ορειχάλκινες ασπίδες των Ελλήνων συγκρούστηκαν με τις ξύλινες-δερμάτινες ασπίδες των Περσών. Το δόρυ του Ευαλκίδη που ήταν στην πρώτη γραμμή διαπέρασε το σώμα του αντιπάλου του. Κάποιο χέρι πέταξε έναν αναμμένο δαυλό στην καλαμένια στέγη μιας οικίας,η οποία λαμπάδιασε διαδίδοντας την φωτιά σε όλη την πόλη που ήταν ως επί το πλείστον χτισμένη με καλαμένιες στέγες και πλίνθους. Οι Σάρδεις γίνονταν παρανάλωμα του πυρός, καθώς έφθαναν και άλλες περσικές ενισχύσεις. Οι Ίωνες βλέποντας την πληθώρα των βαρβάρων που συνέρρεαν υποχώρησαν προς το όρος Τμώλο και από εκεί κατευθύνθηκαν προς τις ιωνικές ακτές.
Αθηναίοι και Ερετριείς μαζί με τους άλλους Έλληνες οπλίτες έφτασαν στην Έφεσο. Οι Πέρσες με μεγάλο στράτευμα έφτασαν έξω από την Έφεσο. Οι δυο στρατοί παράταχθηκαν, οι Ίωνες από την μια πλευρά και οι Πέρσες από την άλλη. Η ελληνική φάλαγγα αν και ήταν μικρή αριθμητικά αντιτάχθηκε σθεναρά. Στην πεδιάδα ο Ευαλκίδης ήταν πάλι στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας σφίγγοντας στο δεξί του χέρι το δόρυ και το όπλον (ασπίδα) στο αριστερό. Μαζί με την υπόλοιπη φάλαγγα ήταν σαν μια γροθιά μαζί και συγκρούστηκε με τους Πέρσες. Φωνές, κρότοι και βουητό κάλυπταν το πεδίο της μάχης. Το δόρυ του Ευαλκίδη διαπερνούσε πλήθος περσικών σωμάτων, καθώς η μάχη είχε ανάψει για τα καλά. Στην συνέχεια και η ασπίδα του Ευαλκίδη βάγυηκε με το αίμα των βαρβάρων. Η μάχη ήταν λυσσώδης, Έλληνες και Πέρσες είχαν γίνει μια αδιαχώριστη μάζα. Ένα περσικό δόρυ τρύπησε την ακάλυπτη πλευρά του Ευαλκίδη σωριάζοντάς τον κάτω.
Έτσι τελείωσε ο βίος ενός μεγάλου Έλληνα πολεμιστή που πολέμησε για την ελευθερία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Αυτή η μικρή βοήθεια των Ερετριέων προς τους Ίωνες αδελφούς, ήταν η πρόφαση των Περσών όταν το 490 π.Χ. έκαψαν και λεηλάτησαν την περίφημη πόλη της Ερέτριας και πήραν αιχμάλωτους πολλούς Ερετριείς οδηγώντας τους στα βάθη της Ασίας.
Reblogged this on Macedonian Ancestry.