Η ηρωική αντίληψις της ζωής αναχωρεί από την αρχήν, ότ’ η Ζωή είν’ ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος, χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας. Επομένως και ο άνθρωπος, κάθε γενεάς ο άνθρωπος, αποτελεί μία συνεχήν μετάβασιν προς κάτι άλλο, προς κάτι ανώτερον. Όχι προς ένα διαφορετικό είδος οργανικού ανθρώπου, αλλά προς το να γίνη φορεύς μιας ανωτέρας, δηλαδή εντονωτέρας και πλουσιωτέρας μορφής της Ζωής. Έτσι κάθε άνθρωπος αξιόλογος είν’ ένας πρόδρομος, που αντλεί το νόημα της υπάρξεώς του όχι από το παρελθόν ούτ’ από το παρόν, αλλ’ από το μέλλον και μόνον. Το παρελθόν ως παρελθόν το αγνοεί, προς το απρόν ευρίσκεται εις πόλεμον συνεχή. Όχι μόνον προς εκείνο το παρόν, το οποίον δεν είν’ εις την ουσίαν του παρά επιβίωσις του παρελθόντος, ή μάλλον διατήρησις του σώματος αυτού οφειλομέν’ εις την δειλίαν ή την νωθρότητα των συγχρόνων ανθρώπων. Ο ηρωικός άνθρωπος μάχεται και προς το γνήσιον παρόν, το παρόν που ζη γύρω του και ζη μέσα του.
Και εδώ ακριβώς κείται η τραγικότης του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, του οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα, μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν- και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ’ εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του, που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ’ αυτόν τον τρόπον χρησιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί. Έτσι τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτόν του, εκλέγων ούτως ειπείν το επικινδυνότερον σημείον, μέσα εις την ορμήν και την οργήν παντοδαπών συγκρούσεων. Συγκρούσεων προς τους συγχρόνους του, οι οποίοι τον μισούν, διότι μισούν το μέλλον εις το πρόσωπόν του. Συγκρούσεων προς τον ίδιον τον εαυτόν του, μιας πάλης μεταξύ της πραγματικότητός του, που ανήκει εις το παρόν, και των δυνατοτήτων του, που ανήκουν εις το μέλλον, που είναι το μέλλον, που θα τας πολεμήση και πάλιν εν ονόματι άλλων δυνατοτήτων από την στιγμήν που θα γίνουν πραγματικότης.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον ζη ταυτοχρόνως ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισσότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ’ εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.
Αισθάνεται πως είναι διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς- περισσότερον ως μάρτυς, αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματ’ άμεσα, με αριθμούς και μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου. Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθελουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ’ αστροπελέκια, δια να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Αλλά θα το κάνη όχι από πνεύμ’ αλτρουϊσμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις την ετοιμότηταν του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η αισθητική, θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ’ είναι προνόμιον των εκλεκτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται υπέρ των άλλων, υπό των άλλων- το πολυτιμότερον προνόμιον! Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν’ ο καρπός- αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση, δια ν’ αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν’ εκείνος που θάπτεται δια να εορτασθή η ανάστασις, και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.
Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδεμή, η ηρωική αντίληψις θα ήτον ιδεώδες θανάτου μόνον, όχι μορφή ζωής- και τι ζωής! Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνον αυτός, ζη έντονα και πλούσια ολόκληρον την Ζωήν. Αλλά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοούμεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.
Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος, αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βάθος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας του χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμονής. Έπειτα τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση- και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης, αλλά το να δίδης.
Η έντονος αυτή ζωή είναι κατ’ ανάγκην πολυμερής, τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν’ αναγνωρίσουν εις έναν σύγχρονόν των τον όλβο των αγαθών, που δεν έχουν εκείνοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς μορφάς ζωής συγχρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή δια να ικανοποιήσει την περιέργειάν του. Μέσα του ζη όλας αυτάς τας μορφάς της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του, και τας αποδίδει με τον προσωπικόν του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ’ ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον κάθε σπόρος άνετα θ’ ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής, ο μεγαλοφυής, που ζη μέσα εις όλα του τα πρόσωπα, και τα περισσότερον αντίθετα, ζη μέσ’ απ’ όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνο πολλάς μορφάς Ζωής. Συγκλονισμούς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβεται πολλούς, μυρίους θανάτους αποθνήσκει.
Αλλ’ η πολυμέρεια αυτή δεν σημαίνει και διάσπασιν, απώλειαν έρματος ατομικού, διάχυσιν και θόλωμα του πυρήνος της προσωπικότητος. Αυτό συμβαίν’ εις τους πολλούς, όταν ποτέ θελήσουν να είναι πολυμερείς. Δια τον ηρωικόν άνθρωπον η πολυμέρεια δεν αίρει την συγκέντρωσιν, την καθιστά ισχυροτέραν, την αποδεικνύει ισχυροτέραν. Δεν θα ήτον ηρωικός άνθρωπος, αν δεν ήτο μία δυνατή προσωπικότης, και δυνατή προσωπικότης σημαίνει ισχυρόν κεντρικόν εγώ, που να συγκρατή τας ψυχικάς περιπετείας και τα εξωτερικά περιστατικά, τα πετάγματα και τα ενδιαφέροντα εις μίαν σφικτοδεμένην ενότητα όχι μόνο χρονικής διαδοχής, αλλά συνοχής λογικής, αναγκαιότητος ηθικής.
Η πολυμέρεια του ηρωικού ανθρώπου παρέχει πολλάκις την εντύπωσιν αντιφατικότητος. Είναι τόσον πλουσία η προσωπικότης του, ώστε το καθένα της μέρος, η καθεμία της πλευρά, θα ημπορούσε να αποτελή (και αποτελεί δια τους πολλούς) έναν αυτόνομον κόσμον, διαφορετικόν από τον κόσμον που θα ημπορούσε ν’ αποδώση μία άλλη πλευρά του. Είναι λοιπόν ν’ απορής πώς οι πολλοί τας ευρίσκουν ασυμβιβάστους; Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι οδηγούν το αμαξάκι των “βραδέως αλλ’ ασφαλώς” από τους δρόμους τους στρωτούς και τους ησύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει, που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα- και το καθένα των σπεύδει ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την επαναστατικότητα και την ορμητικότητα. Ειδεμή, τι θέλγητρον θα είχε δι’ αυτόν η ηνιοχεία; Το “βραδέως αλλ’ ασφαλώς” δεν το ξέρει, λογαριάζει και τας πτώσεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις δίδετ’ ευκαιρία και ανυψώσεων.
Πράγματι ο πόλεμος και ο κίνδυνος είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ’ η επιτυχία. Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε νίκη. Είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη- να, σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και υφεκατοστόμετρα. Αλλ’ ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη, την νίκην ως ευκαιρίαν μόνο να ζήση εντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των 300 εις τας Θερμοπύλας…
Άλλωστε γενικώς η επιτυχία είναι δια τον ηρωικόν άνθρωπον μια λέξις, μία πραγματικότης ίσως- όχι αξία. Δεν την ξέρει, ούτε τον ξέρει εκείνη. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις τον εαυτόν του, θα ήτο δι’ αυτό απογοητευμένος. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτον απαισιόδοξος. Αλλ’ επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοπού, που ευρίσκετ’ έξω μας, και εκείνος έχει μέσα του τον σκοπόν και το νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ’ η ζωή του, ούτ’ η ευτυχία του. Και τι μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να του προσφέρη;
Έπειτα η επιτυχία σημαίνει φρόνησιν, και η φρόνησις είναι προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα, καταβιβασμός δηλαδή και ολιγάρκειά της, δια να συμμορφωθή προς την καθημερινότητα του εξωτερικού κόσμου. Ενώ η σοφία και η αποστολή του ηρωικού είναι ν’ αναβιβάση τα πράγματα προς την ψυχήν του, να τα γεμίση με νόημα τόσον, ώστε να γίνουν αντάξιά του. Δι’ αυτό παρέχει την εντύπωσιν άφρονος, και είναι άφρων. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητος, η οποία είναι κατά βάθος όκνος και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ’ ημπορεί ακόμη να πιστεύη ανεπιφύλακτα. Ο ηρωικός άνθρωπος είν’ ο αιώνια νέος- τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι δια τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που βαδίζουν ήσυχα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βαδίζει. Χορεύει.
Αυτός ειν’ ο λόγος που θεωρείται και είναι άνθρωπος αβοήθητος εις την συνήθη πρακτικήν ζωήν. Και ένας άλλος λόγος: δεν έχει την φρόνησιν να δυσπιστή προς τους γύρω του. Να δυσπιστή προς τι; Δια ν’ αποφύγη κινδύνους; Μα αυτούς είναι ακριβώς, που αναζητεί η ψυχή του. Τους αναλαμβάνει όχι από επαγγελματικήν συνήθειαν ή από βιοποριστικόν καταναγκασμόν- οι ακροβάται και οι θηριοδαμασταί θα ήσαν τότε οι ηρωικότεροι των ανθρώπων- αλλ’ ως εσωτερική προσταγήν της μοίρας του, ως το ιερώτερον δικαίωμα που του δημιουργεί η υπεροχή του. Οι πολλοί καμαρώνουν δι’ όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι’ όσους υπεβλήθησαν. Περιγράφουν τας επιτυχίας που επραγματοποίησαν , και υπερηφανεύονται δια την εξυπνάδα των. Αλλά δια τον ηρωικόν άνθρωπον, το είδαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον ούτε ιδεώδες. Ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι γενναιότερον και ωραιότερον ν’ αδικηθής παρά ν’ αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να εξαπατήσης.
Άλλωστε προς τι να εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεντρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τους άλλους, δια να τους αντιγράφουν ή να τους φθονούν, ή και τα δύο μαζί. Απασχολούνται κατ’ ανάγκην, αφού δεν είναι τόσον πλούσιον το εγώ των, ώστε να τους απασχολεί εκείνο έντονα και ικανοποιητικά. Ο ηρωικός όμως αποτελεί ο ίδιος κέντρον του εαυτού του, ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τους άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μοναξιάς του. Δι’ αυτό δεν καταδέχεται να φθονή, μήτε να παραβγαίνη με τους άλλους. Δεν χρειάζεται να βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ’ αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του.
Αν φαίνεται κάποτε να προχωρή από την απομόνωσίν του προς τους άλλους, το κάνει από πλησμονήν εσωτερικήν, από εντροπή να κρατή μόνος του τον πλούτον που αναβλύζει μέσα του, από την σκληράν, αυτοβασανιστικήν επιθυμίαν να ξεφύγη από τον υποκειμενισμόν του, τον μόνον κίνδυνον που φοβείται σοβαρά, να προχωρήση από το εγώ του προς την μοίραν του. Και είν’ η μοίρα κάθε ανθρώπου κάτι που υπάρχει και δρα πριν από το εγώ του και ύστερ’ απ’ αυτό. Είν’ η μοίρα μας που διαπλάσσει το εγώ μας, όχι τανάπαλιν. Έτσι ο ήρως είναι πάντα μοναχικός- ειδεμή, δεν θα ήτον ήρως- αλλά ποτέ υποκειμενικός.
Πουθενά δεν φαίνεται περισσότερον η υπερηφάνεια του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον που διεξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση. Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι του εστοίχισεν ως που να καταλήξη εις αυτάς, τι τόλμη εχρειάσθη- sapere aude, λέγει ο αρχαίος ποιητής-, τι εσωτερικήν ωρίμανσιν προϋποθέτει. Έτσι ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ’ επιταγήν ή ως προϊόν μιας συντόμου συζητήσεως.
Δια ν’ αποκτήση μήπως οπαδούς; Είν’ αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν προπαγάνδαν δια τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ’ εκείνος γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμενον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ’ η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει, όχι το τι πιστεύεις αλλά το πώς πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας ζωτικάς πεποιθήσεις σου ρυθμίζει κατάβάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπικόν. Δεν ημπορείς μήτε να το δανεισθής, μήτε να το δανείσης. Έπειτα, τι σημαίνει δια τον ηρωικόν άνθρωπον ο αριθμός; Εκείνος θέλει, και ως πνευματικός άνθρωπος ακόμη, να εργάζεται, όχι να συνεργάζεται- είναι ανδρικώτερον…
Έτσι, και όταν υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει δια να τας επιβάλη αλλά δια να μείνη οποίος είναι. Και ακριβώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των άλλων πολλάκις αυτό και μόνον πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος. Αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν- τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι. Οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.
Και όμως σπείρει άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά, όπως το δέντρον που τινάζει τους καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ’ ευρίσκονται από κάτω είτε όχι αυτοί που θα τους είναι χρήσιμοι. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του, ομιλεί περί αυτής υποκύπτων στην εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση- όχι ν’ ανακοινώση, να τραγουδήση μάλλον- την χαράν του και τους θησαυρούς του, να έτσι, όπως ο ερωτευμένος που θα ήθελεν εις όλον τον κόσμον να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ’ αγαπά, όχι δια να το πείση, ούτε διότι φαντάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και γνώστης του εαυτού του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, δια ν’ ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.
Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι να δαπανά, ακριβέστερον ακόμη: να δαπανάται. Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ’ αναπληρώση εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν. Προς τι λοιπόν να την υπολογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός, ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά… Όσα και να σκορπίση, πάντοτ’ εκ του περισσεύματος θα είναι.
Εκ του περισσεύματος αντλεί και η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του. Και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ’ αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κίβδηλα να είναι. Ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι’ αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Και ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός, έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.
Και είν’ η χαρά του να σκορπά: όλα τ’ αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως κτήματα, αλλ’ ως χρήματα (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι, γίνονται αγαθά αφ’ ης στιγμής και εφ’ όσον δαπανώνται.
Εις την εργασίαν καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προθυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά, αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι’ αυτόν δράσις και κάματος. Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνάμεις του σώματος και της ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ’ αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.
Το ίδιον και εις την πνευματικήν του εργασίαν: δεν μελετά δια να γράψη ένα βιβλίον- η σκέψις είναι δι’ αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει- ή δια να επιτύχη εν αξίωμα. Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δίδει ένα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών (προσωπικών και όταν έχη απ’ άλλος λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας άλλος θα προεφύλασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυπίαν.
Και είναι φυσικόν, αφού διατηρεί ζωντανά και καθαρά τα χαρίσματα του γνησίου αριστοκράτου: την μοναξιά του, το αίσθημα της ανεπιμειξίας, το θάρρος και την ικανότητα προς την περιφρόνησιν, τας μακροχρονίους αφοσιώσεις, την αρχοντικήν μεγαλοδωρίαν. Προ παντός το αίσθημα της προσωπικής τιμής, ενώπιον της οποίας όλα τ’ άλλα, πλούτος και μόρφωσις, εξουσία και υγεία, είν’ ένα μηδέν.
Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι σύντομος. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν, ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρόνια, αλλά πάντα θα είν’ ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλωστ’ η ηλικία είναι κάτι σχετικόν, δεν μετριέται. Είν’ έννοια ηθική, όχι αστρονομική.
Συνήθως όμως είναι σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου. Σύντομος, διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ερασιθάνατος.
Βαδίζει προς τον θάνατον όχι δια ν’ αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκεν την ζωήν, όχι διότι εδειλίασε ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν υφίσταται τον θάνατον. Δι’ αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν είναι πάσχειν, αλλά πράττειν. Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τους δίδει αυτή το νόημα. Διότι και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το τέλος, του οποίου είναι αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η τελείωσις.
Αλλ’ ο πληθωρισμός της ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν’ εκμηδένισις πλέον. Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης- παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος, κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορφυράν του μεγαλοπρέπειαν.
Αν θα είν’ εκούσιος ο θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημασίαν. Δια τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος είναι πάντοτ’ εκούσιος, αφού ο δρόμος που συνειδητά εδιάλεξε και βαδίζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε διαλέγει συνήθως ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά του απόλυτον είναι: αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλης να γεννηθής, δεν εξαρτάτ’ από την συγκατάθεσίν σου- το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό αφήκε ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη- δια τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.
Αλλ’ εκούσιος ή ακούσιος, ο θάνατος του ήρωος είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι ξαφνικά σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει- και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου…