Ο Γρηγόρης Αυξεντίου το 1949 όταν και τελείωσε το Γυμνάσιο, ήρθε στην Ελλάδα με σκοπό να φοιτήσει στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, χωρίς ωστόσο να πετύχει στις εξετάσεις, γι’ αυτό και κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και φοίτησε στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.).
Ύστερα υπηρέτησε την θητεία του στον 1° λόχο του 613ου τάγματος πεζικού στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα εώς το 1952 όταν και απολύθηκε ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός.
Επιστρέφοντας στη Μεγαλόνησο εργάστηκε ως οδηγός ταξί. Αργότερα γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή που τον μύησε στην Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.). Λόγο των ικανοτήτων του δεν άργησε να γίνει υπαρχηγός της οργάνωσης, ενώ οι Άγγλοι τον επικήρυξαν με 5000 λίρες, χωρίς να καταφέρουν ποτέ να τον συλλάβουν. Κάποτε μάλιστα μεταμφιεσμένος σε καλόγερο κέρασε καφέ τους διώκτες του χωρίς να τον αναγνωρίσουν.
Όπου υπάρχουν Ήρωες όμως, υπάρχουν και προδότες, έτσι στις 3 Μαρτίου του 1957 οι Βρετανοί κατακτητές βρήκαν το κρησφύγετο του και το πολιόρκησαν. Ύστερα από 10 ώρες μάχης και αφού 47 Βρετανοί κείτονταν νεκροί από τα πυρά του Ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, πυρπόλησαν με πετρέλαιο και άλλες εύφλεκτες ύλες στο κρησφύγετο του.
Ούτε τότε παραδόθηκε, δίνοντας έτσι το τελευταίο μάθημα εθνικισμού προς τους Συναγωνιστές του, στους οποίους ανέφερε:
«Μέχρι σήμερα μαθαίνατε πώς πολεμούν οι Έλληνες. Σήμερα θα μάθετε και πως πεθαίνουν.»
Το άψυχο κορμί του τάφηκε στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως:
«Τα Φυλακισμένα Μνήματα»..