Απόσπασμα από το καινούργιο βιβλίο, που κυκλοφορεί του Νικολάου Γ. Μιχαλολιάκου, “ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ”:
“Τον δρόμο πήραν προς την θάλασσα επάνω στα ίχνη της Ιεράς Οδού, που άρχιζε κάτω από την Ακρόπολη και έφτανε στην Ελευσίνα. Έφυγαν με το βλέμμα τους να λάμπει για την νέα ζωή, που τους περίμενε και το βλέμμα τους αυτό σκοτείνιασε, φτάνοντας στην Ελευσίνα. Πρόβατα βόσκαγαν επάνω στα Ιερά, χορταριασμένα κομμάτια μαρμαρένια οι βωμοί, όλα ρημάδια και αμίλητοι όσοι είχαν απομείνει κάτοικοι στην πόλη, ούτε που τους μίλησαν. Λεροί, με μάτια αγριεμένα, το πιο πολύ από φόβο, και επάνω στα ρημαγμένα μάρμαρα ενός παλιού ναού, ποιος ξέρει ποιου θεού ή θεάς, του Διόνυσου, της Ήρας, της Δήμητρας, της Περσεφόνης, επάνω στον αρχαίο ναό με θεμέλια το κάτω μέρος από τους κίονες είχε κτιστεί μια άτεχνη λιθοδομή από πέτρες τραχειές και γκρίζες και στην κορφή ένας Σταυρός. Έξω απ’ αυτόν ένας καλοβαλμένος με γενειάδα μακριά, που θα ήτανε ο Ιερέας, ο φύλακας, πιστός, δεν ξέρανε.
Φύγανε από την Ελευσίνα γεμάτοι θλίψη χωρίς να κοιτάξουνε να βρούνε τους χώρους τους ιερούς, εκεί όπου κατέληγε ο Ανθός της πόλης της Παλλάδας στα Παναθήναια. Είχε αρχίσει να τελειώνει η ημέρα όταν περάσανε λίγο έξω από τα Μέγαρα, των Δωριέων μια πόλη φημισμένη. Από την θάλασσα αυτή είχε κινήσει πλέοντας για νέα πατρίδα ο Βύζαντας στα αρχαία χρόνια και έφτασε στον Ελλήσποντο και έκτισε άστυ Δωρικό και ναό του Απόλλωνα, το Βυζάντιο, που έμελε να γίνει η Κωνσταντίνου Πόλη η κοσμοκράτειρα. Λίγα τα φώτα στην πόλη των Μεγάρων, που έμοιαζε κερί που τρεμοσβήνει. Το Δωρικό το κλέος είχε εγκαταλείψει για πάντα αυτό τον τόπο. Είχε βραδιάσει για καλά όταν φτάσανε κάποτε στην Κόρινθο, άλλη πόλη μεγάλη και εκείνη των Ηρακλειδών, πόλη ονομαστή για τα πλούτη της, κέντρο εμπόρων με το λιμάνι της πάντοτε γεμάτο πλοία από κάθε γωνιά της θάλασσας, που αρχίζει από τις ακτές της Τροίας και φτάνει μέχρι την Ιβηρία.
Στην Κόρινθο δεν ήταν ερημιά, φώτα γεμάτη και πραγματευτάδες η αγορά της. Ξαποστάσανε έξω από ένα καπηλειό χυδαίο, όλα χυδαία ήταν, και αναζητήσανε στέγη και τροφή. Πολλοί οι βάρβαροι μέσα στην πόλη αυτή και οι Έλληνες, Έλληνες ήταν το καταλάβανε από την λαλιά τους, και αυτοί βαρβαρικούς είχανε τρόπους. Λογομαχούσαν συνεχώς, λέγοντας αριθμούς για σόλδια, τιμές για εμπορεύματα, μόνο για αυτά μιλούσαν. Το κέρδος, η δίψα τους για χρυσάφι είχε σαπίσει την πολιτεία ως το μεδούλι. Στο ύψωμα επάνω από το λιμάνι ναός του Απόλλωνα με ακέραιους τους κίονές του λες και ατένιζε την πολύβουη αγορά, του ξεπεσμένου στον κερδώο Ερμή όχλου. Αν είχε πρόσωπο θα ήταν αυστηρό και εάν ήτανε στην δύναμή του ο Φοίβος θα τους έκαιγε με τα βέλη του τα θεϊκά, όπως είχε κάψει ρίχνοντας συμφορά στους Αχαιούς, όταν της Τροίας το κάστρο πολιορκούσαν χωρίς σέβας στους θεϊκούς τους νόμους και στις ιέρειές του.”