Απόσπασμα από το καινούργιο βιβλίο, που κυκλοφορεί του Νικολάου Γ. Μιχαλολιάκου, “ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ”:
“…Τι είναι ασήμαντο, όμως, και τι σημαντικό για κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό. Από που ερχόντουσαν όλα αυτά, που μοιάζανε απολίθωμα του χρόνου; Τα τριμμένα σακάκια και οι σελίδες οι γκρίζες με τα φθαρμένα εξώφυλλα, τα πιο πολλά χαρτόδετα και λίγα από αυτά με δέρμα; Κορνίζες φτηνές με φωτογραφίες θαμπές ασπρόμαυρες προσώπων στημένων, φαινόταν καθαρά, σε κάποιοι φωτογράφο περασμένων χρόνων;
Ποιοι λεηλάτησαν τις μνήμες αυτών που έφυγαν για πάντα και τις έβγαλαν στο σφυρί σε πάγκους ξύλινους και καροτσάκια εκεί ανάμεσα Θησείο-Κεραμεικό σε δρόμους, που την ημέρα εκείνη, ημέρα γεμάτη φως, ημέρα Κυριακή, όλα ήταν ήσυχα, αλλά το βράδυ θύμιζαν κόλαση και γέμιζαν πόρνες, παράνομους, πρεζάκια; Ποιων “κεκοιμημένων” σκύλευσαν την μνήμη και ποιοι; Ποιοι πούλησαν για λίγα ευρώ, για να ξεφορτωθούνε την “σαβούρα”, βιβλία, που κάποιοι είχαν μελετήσει και είχαν καταθέσει στις σελίδες τους κομμάτια από την ψυχή τους; Και ακόμη οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες “εις μνήμην”, που ήταν καρφωμένες στο τοίχο ενός σπιτιού και είχαν ποτιστεί από γέλια και από κλάματα γοερά και λαμπατέρ από πράσινο γυαλί και δίπλα σερβίτσιο πορσελάνινο τσαγιού. Άσπλαχνοι επίγονοι, που ζούσαν για το τώρα, που ζούσαν για το σήμερα και μεταπράτες χυδαίοι, που για το διάφορο λεηλατούσαν τον χρόνο, τις μικρές ιστορίες ανθρώπων καθημερινών, αθώων ή κολασμένων κανένας δεν το ξέρει. Και κάθε Κυριακή πρωί ανάμεσα Θησείο-Κεραμεικό ένα μονότονο βουητό από ένα ανθρώπινο μελίσσι, από κερδοσκόπους, των μεταπρατών μεταπράτες, αυτοί ήταν λίγοι δεν ήτανε πολλοί, οι περισσότεροι ήτανε κυνηγοί του ονείρου, των πεθαμένων των στιγμών συλλέκτες. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Άρης, που έψαχνε βιβλία παλιά και γέμιζαν τα χέρια του σκόνη κάθε Κυριακή, αυτά κυρίως και παράσημα παλιά. Και τι δεν είχε βρει… Έναν τόμο με λιθογραφία έγχρωμη στο εξώφυλλο από την Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου και ακόμη μία συλλογή ποιητική του Καρυωτάκη και εφημερίδες παλαιές με διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που έγραφε σε καπηλειά λαϊκά τα κείμενά του για το ψωμί και την ρετσίνα του και Χρονογραφήματα του Νιρβάνα και του Μελά…”