Σαν σήμερα το 1942 έφυγε ο μεγάλος ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης σε ηλικία 72 ετών.
Ήταν εκείνος που στα κατάλοιπά του βρέθηκε ανέκδοτη δική του “μετάφραση” της Πολιτείας του Πλάτωνος σε δημοτικό λόγο. Ήταν εκείνος που αναζήτησε το θείο θάμα, την παλιά μας δόξα και ικέτευσε να ξανανάψει η πρωτινή φωτιά μας. με κεραυνό τ’ Ουρανού!
Το ποίημά του “Εστιάδες” ενέπνευσε πολλούς και τον Αρχηγό μας, όπως διαβάζουμε στο παρακάτω απόσπασμα του γραμμένου στις φυλακές Δομοκού βιβλίου του: “Βαθειά, άκραχτα μεσάνυχτα πάνω απ’ την πολιτεία την κολασμένη, κι άξαφνα του κακού το πνεύμα βάζει μια φωνή κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι. Έσβυσε η άσβεστη φωτιά…” γράφει ο ποιητής για την φλόγα την ιερή, που έσβησε για πάντα απο τον βωμό της Εστίας. Και έχει σβήσει στην Ελλάδα μας η φλόγα η ιερή των Εστιάδων και όπως στο ποίημα περιμένουν να ρίξει ο Θεός έναν κεραυνό για να επιστρέψει και πάλι το ιερό πυρ, που θα προστατεύει και πάλι την πολιτεία έτσι και ο λαός μας περιμένει εκείνους, που θα φέρουν και πάλι την Ελπίδα και την Αξιοπρέπεια σε μια Πατρίδα προσκηνυμένη, βουτηγμένη στην ντροπή και αλίμονο τον φόβο. Και ήταν κεραυνός και γλυκοχάραμα, η Χρυσή Αυγή, το Κίνημά μας και γι’ αυτό οι άρχοντες του σκότους φρόντισαν να σβήσουν(;) το φως, που φανερώθηκε στην γη μας με τις ατέλειωτες φάλαγγες των Πιστών με τις δάδες και τα Λάβαρα, που έμοιαζαν Επιτάφειος δοξαστικός ή και πομπή ιερή των Παναθηναίων. Και έπρεπε η φλόγα να σβήσει, όμως κανένας δεν ξέρει εάν ακόμη χωνεμένες μέσα στην στάχτη της φυλακής και των διώξεων υπάρχουν σπίθες, που όταν φυσήξει αγέρας ορμητικός, που θα σαρώνει τα πάντα στο διάβα του, θα ζωντανέψει τις σπίθες, που θα γίνουνε φλόγες, φλόγες για τον ξαναγεννημένο Βωμό της Εστίας ή πυρά εξαγνιστική που στο διάβα της θα κάψει, θα κάνει στάχτη κάθε τι διεφθαρμένο και αρρωστημένο στον τόπο αυτό; Κριτής ο χρόνος, αυτός θα μας πει τι αξίζει να ζήσει στις μνήμες ή θα ξεχαστεί σαν μια ασήμαντη λεπτομέρεια ενός καιρού χωρίς αξία, προορισμένου να λησμονηθεί”. Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ – ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΟΜΟΚΟΥ “Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη…”, σελίς 66
Θα αποτελούσε παράλειψη να μην θυμηθούμε σήμερα τους τελευταίους στίχους του ποιήματος:
Τάχα το θάμα κ’ έγεινε; – πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιάς νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται – με το σκοπό της