Σαν σήμερα 7 Ιουνίου 1822 τις πρώτες πρωινές ώρες ο Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπολεί την τουρκική ναυαρχίδα στην Χίο. Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος, στον οποίο συμμετείχε δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από τις τρομερές τουρκικές σφαγές, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στην τουρκική ναυαρχίδα του Καπετάν Πασά Καρά Αλή, την επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί.
Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Πιπίνου. Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας κάπου δύο χιλιάδες τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι.
Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ΄ αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, οι καλύτεροι αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα, αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές.
Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα και έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη.
Ρώτησαν κάποτε τον πυρπολητή Κανάρη: Πώς τον έκανες τον άθλο Ναύαρχε;
Κι αυτός απάντησε: Να, ξύπνησα εκείνο το πρωί και είπα: «Απόψε Κωσταντή θα πεθάνεις για την Ελλάδα«!
Κανάρης – Ποίημα του Αλέξανδρου Πάλλη
Όλη η βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση
«Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά, μονάχα το καράβι».
Σα μ’ άκουσε ένα απ’ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει
«Ποιος είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;»
Έτσι εχαθήκαν τα Ψαρά. Κι εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρ’ αρμένισα κατά της Χιος τα μέρη,
κι είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα
«Να, πώς με λεν εμένα!»
Αλέξανδρος Πάλλης