O Σοφοκλής θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων, αρχαίων Ελλήνων τραγικών ποιητών, ανήκοντας στη γενιά των μεγάλων δημιουργών του χρυσού αιώνα. Γεννήθηκε στον αττικό δήμο του Ίππιου Κολωνού περί το 496 π.Χ. και καταγόταν από την Αιγηίδα φυλή. Ήταν γιος του Σόφιλου, ενός εύπορου Αθηναίου χαλκουργού, που είχε εργοστάσιο μαχαιροποιίας. Διαπαιδαγωγήθηκε ανάλογα με την οικονομική του θέση, με αποτέλεσμα να λάβει άρτια μόρφωση και παιδεία. Από την παιδική του ηλικία, ήδη, θριάμβευε στου αγώνες μουσικής και γυμναστικής. Η μουσική διδασκαλία που είχε λάβει από τον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο Λάμπρο ήταν τόσο υψηλή, ώστε τα χορικά των τραγωδών του τα συνέθετε ο ίδιος. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι δεκαπενταετής ήταν ο κορυφαίος του χορού των εφήβων που πήρε μέρος στον εορτασμό της νίκης για την ναυμαχία της Σαλαμίνας, καθώς κρατούσε τη λύρα και παιάνιζε μπροστά στην πομπή. Ακόμη, λέγεται ότι ανέπτυξε αρμονικά τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις. Την τέχνη της δραματουργίας τη διδάχθηκε από τον Αισχύλο. Κατόρθωσε να νικήσει τον δάσκαλο του με την πρώτη του εμφάνιση σαν δραματικός ποιητής στον αγώνα του 468 π.Χ, με την τετραλογία του «Τριπτόλεμος», και με κριτές τον Κίμωνα και τους συστράτηγους του. Τιμήθηκεαπό τους συμπολίτες του, όσο ελάχιστοι άλλοι, για το φυσικό του κάλλος, τον προσηνή του χαρακτήρα, το φρόνιμο ήθος του και την απαράβλητη ποιητική του δύναμή.
Όσον αφορά στον ιδιωτικό του βίο, φέρεται ως φιλόφρων και χαριτωμένος, με έναν χαρακτήρα που γοήτευε. Νυμφεύθηκε την Νικοστράτη και απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ιόφωντα που έγινε ποιητής, ενώ πηγές τον θέλουν να είχε καταφύγει στο δικαστήριο για να ζητήσει να τεθεί ο πατέρας του υπό απαγόρευση, «ως μη έχων σώας τας φρένας». O ποιητής παρουσιάστηκε τότε στο δικαστήριο και για να καταδείξει στους δικαστές την καλή κατάσταση της πνευματικής του υγείας, όπου ανέγνωσε ένα από τα χορικά της τραγωδίας του «Oιδίπους επί Kολωνώ». Ακόμη, φέρεται να είχε και ένα γιο εκτός γάμου, ο οποίος ονομάστηκε Αρίστωνας και αποδείχθηκε σημαντικότερος συγγραφέας από τον έτερο γιο του. Επίσης, ο γιος του τελευταίου ονόματι Σοφοκλής, δίδαξε την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Οιδίπους επί Κολωνώ». Ωστόσο, όπως μας παραδίδουν άλλες πηγές, λέγεται ότι συνολικά είχε αποκτήσει τέσσερις γιους. Ο ποιητής απεβίωσε σε ηλικία ενενήντα ετών, επί άρχοντος Καλλίου, το φθινόπωρο του 406 π.Χ. Λίγο νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, τον οποίο ο Σοφοκλής είχε πενθήσει φορώντας ιμάτιο φαιό, ενώ λέγεται ότι είχε αφήσει τους ηθοποιούς και το χορό αστεφάνωτους κατά τη διάρκεια των παραστάσεων του. Ετάφη στον πατρικό του τάφο, που βρισκόταν στην διαδρομή προς την Δεκέλεια. Πάνω στο μνήμα του τοποθετήθηκε μια σειρήνα και χαράχτηκε το εξής επίγραμμα: «Κρυπτώ τώδε τάφω Σοφοκλή πρωτεία λαβόντα τη τραγική τέχνη, σχήμα το σεμνότατον», που σημαίνει «Μέσα στο σεμνότατο αυτό τάφο κρύβω τον Σοφοκλή, που έλαβε την πρώτη θέση στην τέχνη του τραγικού». Ακολούθως, ο δήμος όρισε μέσω ψηφίσματος να προσφέρεται κάθε χρόνο θυσία προς την αρετή του μεγάλου άνδρα, αποδίδοντας με αυτό τον τρόπο έναν ελάχιστο φόρο τιμής. Επίσης, στο θέατρο του Διονύσου στήθηκε με πρόταση του Λυκούργου μέγας ανδριάντας του τραγικού ποιητή, μαρμάρινο αντίγραφο του οποίου υπάρχει σήμερα στο Μουσείο του Λατερανού στη Ρώμη.
Ο Σοφοκλής συνδέθηκε στενά με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ήταν ο Περικλής, ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, ενώ κατέλαβε διάφορα υψηλά αξιώματα στην πολιτική, στις θρησκευτικές λατρείες και στις τέχνες. Η κοσμοθεωρία του διακρινόταν από την ανάδειξη των ηθικών αρχών του ανθρώπου σε κοινωνικό πρότυπο, ενώ το ενδιαφέρον του στράφηκε και στα πολιτικά ζητήματα. Τιμήθηκε από τους Αθηναίους, καθώς έτρεφε μεγάλη αγάπη για την πόλη, ενώ διαμέσου των αξιωμάτων που του παραχωρούσε κατά καιρούς ο Περικλής, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια ώστε να διατηρήσει την ενότητα των κατοίκων της. Δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα, παρά μόνο όταν αυτό επιβαλλόταν από τα αξιώματά του, στοιχείο που δείχνει την αγάπη του για τη γενέτειρά του, αποποιούμενος την όποια πρόσκληση σε βασιλικές αυλές. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «φιλαθηναιότατος» και «φιλαθήναιος».
Συγκεκριμένα, τα έτη 443 – 442 π.Χ. διετέλεσε ταμίας της αττικής ναυτικής συμμαχίας, τροποποιώντας το εισπρακτικό φορολογικό σύστημα, και έπειτα από την παρουσίαση της«Αντιγόνης» εξελέγη στρατηγός στον πόλεμο κατά των Σαμίων (441 – 439 π.Χ), περιορίζοντας τη δράση του σε διπλωματικό επίπεδο. Διοικούσε μαζί με τον Περικλή το στόλο στην επίθεση κατά της Σάμου και το 428π.Χ ήταν στρατηγός με τον Θουκυδίδη.Επίσης, ανάμεσα στα πολιτικά του αξιώματά μπορούν προσμετρηθούν οι πολυάριθμες «πρεσβείες», στις οποίες έλαβε μέρος ως λαοπρόβλητος εκπρόσωπος της πατρίδας του προς άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και η αμφιλεγόμενη, καθ’ ότι όχι πλήρως αποδεδειγμένη, συμμετοχή του ως Προβούλου στο ολιγαρχικό κίνημα των Τετρακοσίων, μετά την σικελική καταστροφή, το οποίο οδήγησε στην προσωρινή ανατροπή της Αθηναϊκής δημοκρατίας (411 π.Χ.), με στόχο τη λήψη αποφάσεων για μια περισσότερη αυστηρή διοίκηση της πολιτείας. Ωστόσο, με την επάνοδο των δημοκρατικών δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε. Στο σημείο αυτό, ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι πιθανότατα να υπήρξε κάποια στιγμή και συστράτηγος του Μελησία και του Νικία, του μοιραίου στρατηγού της σικελικής εκστρατείας, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και πολυαίμακτης πολιορκίας της Σάμου από τον αθηναϊκό στόλο (440-439 π.Χ.).Ακόμη, λέγεται ότι όταν ο Περικλής τον απέστειλε στη Λέσβο και στη Χίο, γνώρισε τον ποιητή Ίωνα. Την ίδια εποχή, φιλικοί δεσμοί τον συνέδεσαν με τον Ηρόδοτο, του οποίου φαίνεται να είχε μελετήσει το έργο. Λίγο αργότερα τιμήθηκε και με άλλα αξιώματα, ακόμα και ιερατικά, καθώς διακρινόταν για την ευσέβεια του προς τους θεούς. Έτσι, όταν το 420 π.Χ. οι Αθηναίοι εισήγαγαν τη λατρεία του Ασκληπιού, ο ποιητής συνέθεσε και μελοποίησε τον υμνητικό παιάνα προς τιμήν του θεού και ίδρυσε το ιερό του Μυνητού Ηρακλέους. Kατείχε, επίσης, το αξίωμα του ιερέα του ήρωα Άλωνος, τον οποίο τιμούσαν, όπως και τον Aσκληπιό, ως μαθητή του Kενταύρου Xείρωνος.