Κτυπήσατε τὴν ξενομανίαν, ἄνθρωποι τῆς ἰδέας. Κρατήσατε ὅ,τι ἔχετε ἑλληνικόν, ἄνθρωποι τῆς λαϊκῆς καὶ τῆς μεσαίας καὶ τῆς ἀνωτέρας τάξεως.
Κουβαληθῆτε ὅλοι εἰς τὴν ὁδὸν Πανεπιστημίου, ἀπέναντι τοῦ ζαχαροπλαστείου Γιανάκη, πλησίον τῆς πολυφήμου Lizie ἡ ὁποία σᾶς ἄδειασε τὴν τσέπην. Εἶνε τὸ μαγαζὶ τῆς λαίδης Ἔτζερτων τῆς ἀγγλίδος ἀριστοκράτιδος καὶ κυρίας τοῦ πρέσβεως τῆς Ἀγγλίας. Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε ἄνθρωποι θεόκουτοι καὶ ἀκαλαίσθητοι. Ἐκεῖ τὰ ὑφάσματα εἶνε τὰ κεντήματα τὰ ὁποῖα κάθε κόρη τοῦ λαοῦ γνωρίζει νὰ κεντᾷ ἄδουσα. Κυττάξετε τὰς τιμάς. Εἶνε ἀκριβώτερα ἀπὸ κάθε εὐρωπαϊκά. Διότι εἶνε ὡραιότερα ἀπο κάθε εὐρωπαϊκά. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα σεῖς εἴχατε, ἡ….. κόρη δύναται νὰ τὰ κάμῃ, σεῖς ἔχετε αὐτὰ τὰ ὁποῖα κρύβετε πετᾶτε ἀπὸ τό φόρεμά σας ἀπὸ τήν σάλα σας διότι τὰ θεωρεῖτε πρόστυχα, αὐτὰ πωλοῦνται εἰς τὸ Λονδῖνον ὡς εὐγενέστατα καὶ ὡραιότατα. Ἐντροπή, ἄνθρωποι ἕλληνες νὰ ἐπιδεικνύετε τοιαύτην ἀκαλαισθησίαν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἰταλογαλλλικά καὶ γερμανοεβραϊκὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐγεμίσατε τὰ σπήτια σας καταξοδευόμενοι, κλέπτοντες, ἀτιμαζόμενοι διὰ νὰ εὔρετε τὰ χρήματα, νομίζοντες ὅτι κάτι κάνετε, ὅτι θὰ φανεῖτε πολιτισμένοι, ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς εἶνε προστυχότατα, βαναυσότατα καὶ σᾶς ἀποδεικνύουν φρικαλέαν ἀκαλαισθησίαν καὶ βαθὺ χωριατισμόν.
Ἀρχίσετε ἀπὸ τὸ σπῆτι. Πετάξετε τὰ ταπέτα τὰ ψεύτικα ποὺ πληρώνετε τόσον ἀκριβὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα χρόνον δὲν ἔχετε τίποτε. Βάλετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀνδρομίδας τὰς αἰωνίους. Ὅλη ἡ Θεσσαλία, ὅλη ἡ Πελοπόννησος καλλιτεχνεῖ θαυμάσια εἴδη. Μὲ ἐλάχιστα χρήματα, ἔχετε ὡραιότατα πράγματα καὶ στερεότατα καὶ ἀσυγκρίτως εὐγενεστέρων χρωματισμῶν. Μὲ τίποτε ὡραιότερα καὶ πλουσιότερα δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ στρώσῃ κανεὶς μίαν αἴθουσαν παρὰ μὲ τὰ ὁλόλευκα μαλλιαρὰ χαλιὰ ποὺ ἔχουν μόνον ἕνα μαῦρον περιθώριον. Εἰκοσιπέντε καὶ τριανταπέντε καὶ σαρανταπέντε δραχμὰς στοιχίζει μόνον ἡ μία εἰς τὰ μαγαζειὰ τοῦ Δημοπρατηρίου. Βάλετε τοὺς σοφάδες σας μὲ τὰ ὡραῖα ἐγχώρια ὑφάσματα εἰς τὴν θέσιν των. Καλλιτεχνήσατε μὲ τὰ χέρια σας τὰ ὡραῖα σκεπάσματα. Εἶνε πρόστυχοι καὶ γελοῖοι οἱ καναπέδες σας μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ παληόπανα τὰ ὁποῖα κάμνει ἡ Εὐρώπη διὰ τοὺς κουτοὺς καὶ βαρβάρους λαοὺς ποὺ φέρουν ὅλα τὰ μάρκα «διὰ τὴν Ἀνατολήν». Καὶ παρουσιάζετε κωμικώτατον θέαμα μὲ τοὺς καναπέδες σας ποὺ δὲν ξεύρετε νὰ καθήσετε ἐπάνω, καὶ εἶνε θεόκουτον καὶ ἀξιολύπητον πρᾶγμα νὰ μὴν ἔχετε ἕναν καναπὲ νὰ ἀναπαύσετε τὸ κόκκαλόν σας. Πετάξετε τὰ βάζα καὶ τὰ χρυσόχορτα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παληοπράγματα τὰ μαζευμένα ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ χωριά. Ἕνα κανάτι ξύλινον τῆς Κορίνθου ἀπὸ τὸ ἀρωματῶδες κυππαρίσι μὲ τὰ ὡραῖα του στεφάνια καὶ μὲ ὁλίγα ἄνθη τοῦ ἀγροῦ μέσα, εἶνε κομψοτέχνημα ποὺ θὰ τὸ ἐζήλευεν ὁ κάθε Εὐρωπαῖος καλλιτέχνης. Κάνετε τὰ ἔπιπλά σας ἀπὸ ξύλα τοῦ τόπου σας, ἀπὸ τὴν ἐληά σας, ἁπλᾶ, ἥσυχα, ἥμερα, ἀναπαυτικά. Μὴν τὰ μαυρίζετε σὰν νὰ σᾶς ἀπέθαναν δώδεκα παιδιὰ εἰς τὸν τόπον ποὺ δὲν μαυρίζει οὔτε τὸ μάρμαρον εἰς χιλιάδες χρόνια. Μία εἰκὼν συγχρόνου ζωγράφου ἰδικοῦ σας καὶ ἡ ἀτελεστάτη ὅλων ὡς χιλιάκις προτιμοτέρα καὶ εὐγενεστέρα, στολίζει ἑκατομμυριάκις περισσότερον τὴν σάλα σας, καὶ σᾶς ἀποδεικνύει ἑκατομμυριάκις πλέον πολιτισμένους παρὰ οἱ πεντακοσιόδραχμοι χρυσοκαθρέπται οἱ βαναυσότατοι ποὺ σᾶς ἀποδεικνύουν ἀκαλαισθήτους καὶ χρησιμεύουν μόνον διὰ νὰ κατακλίνωνται ἡ μῦγες εἰς χρυσὰ κρεβάτια.
Ἕνας ἁπλοῦς σοφᾶς, μὲ ἕνα ὕφασμα χειροτεχνημένον, μὲ ἕνα ράφι ἀπὸ ἁπλοῦν ξῦλο, μὲ ὁλίγα ἁπλούστατα πράγματα ἑλληνικὰ καὶ γίνεσθε καὶ φαίνεσθε περισσότερον πολιτισμένος παρὰ ἐὰν ἐξοδεύσετε ὅλην σας τὴν περιουσίαν διὰ νὰ πάρετε πολυτελῆ Εὐρωπαϊκά πράγματα. Καὶ ἐπὶ τέλους διατί αὐτὴ ἡ κουταμάρα; Τί τοῦ χρεωστᾶτε τοῦ Ἰταλοῦ, τοῦ Γάλλου, τοῦ Γερμανοῦ διὰ νὰ δουλεύετε δι᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ δίδετε ὅλον σας τὸ χρῆμα ποὺ κερδίζετε μὲ ἀγῶνας; Διατί νὰ σᾶς διευθύνῃ καὶ σᾶς ἐπιβάλλῃ τὸ γοῦστό του ὁ κάθε ἐργοστασιάρχης καὶ ἔμπορος τοῦ Μονάχου καὶ τῆς Μασσαλίας; Σεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωπος; δὲν ἔχετε γοῦστο; δὲν ἔχετε καὶ σεῖς δικαίωμα νὰ κάμετε μόδα οὔτε εἰς τὸν τόπον σας, οὔτε μέσα εἰς τὸ σπῆτι σας; Διατί νὰ εἶσθε Σκλάβοι;
Ἀρχίσατε ἀπὸ τὸ σπῆτι σας νὰ πετᾶτε τὰ παληοπράγματα ποὺ ἐμαζεύσατε, πετᾶτε ἕνα ἕνα ἀντικαθιστῶντες αὐτὰ μὲ ἑλληνικά, ἕως ὅτου σιγὰ σιγὰ κατορθώσωμεν νὰ πετάξωμεν τὰ πάντα καὶ δημιουργήσωμεν ὅλοι μας τὸν κόσμον ὡραῖον ὅπως εἶναι ἡ γῆ μας, τὰ βουνά μας, ὅλα τὰ καλλιτεχνήματα τοῦ λαοῦ μας καὶ ἐνδύσωμεν τὰ πάντα ἀπὸ τὸ λίκνον ἕως τοῦ τάφου μὲ τὸ ὡραῖον ὁλόχαρο φῶς καὶ χρῶμα καὶ γραμμὰς τῆς Ἑλλάδος.
(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ ξενομανία», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 5, 16-1-1903)