Ο Στρατής Μυριβήλης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ΄30, πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση της ελληνικότητας, γεννήθηκε στην υπόδουλη ακόμη Συκαμιά της Λέσβου το 1890. Ανήκει στη γενιά εκείνη που πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που παρακολούθησε με πόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τελικά στράφηκε σε έναν ενδοσκοπικό εθνικισμό, αναζητώντας με πάθος τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση.
Ο Μυριβήλης λοιπόν (του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Σικαμνιά της Λέσβου το 1892. Ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια προσχώρησε στο δημοτικισμό και πρωτοστάτησε σε μαθητικές κινητοποιήσεις υπέρ της δημοτικής. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης διορίστηκε δάσκαλος στο Μανταμάδο της Λέσβου το 1910-11 και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά του νησιού του. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε για πρώτη φορά σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Νεότης της Σμύρνης. Η κήρυξη του πολέμου του 1912 βρήκε τον Μυριβήλη φοιτητή της Νομικής και της Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα. Μαζί με άλλους Λέσβιους νέους και κατόπιν διαβήματος στον Ελ. Βενιζέλο κατατάχθηκε εθελοντής και έφυγε για το μέτωπο. Έτσι ξεκίνησε η μακρά θητεία του σε όλους τους πολέμους της γενιάς του, τους Βαλκανικούς και τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επέστρεψε στο νησί του, όπου άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Καμπάνα (1923-24) και αργότερα την ημερήσια εφημερίδα Ταχυδρόμος (1924-30). Το 1932 εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα, όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Δημοκρατία (1930-33), ενώ το 1938 διορίστηκε υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Εργάστηκε ως χρονογράφος και λογοτεχνικός συνεργάτης σε διάφορες εφημερίδες (π.χ. βλ. τη μόνιμη στήλη του Πτερόεντα στην εφημερίδα Η Εθνική, 1933-1957), ενώ σημαντική ήταν και η θητεία του στο ραδιόφωνο με εβδομαδιαίες εκπομπές (“Το χρονικόν της εβδομάδος”, “Μιλάμε για την Τέχνη”, “Το Λογοτεχνικό Τέταρτο”). Εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας το 1958, υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος, ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, καθώς και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου.
Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το Γαλάζιο βιβλίο) και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959).
Είχε ακόμα προταθεί από την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963).
Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα.
Κατά τον Ηλία Βενέζη ο Στρατής Μυριβήλης υπήρξε ο “γενάρχης” της Αιολικής Λογοτεχνίας και σημαντικός πεζογράφος της Γενιάς του ΄30. Καθιερώθηκε κυρίως ως συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων, αν και το έργο του ως χρονογράφου είναι ιδιαίτερα ογκώδες. Από τα μυθιστορήματά του Η Ζωή εν Τάφω (1924/1930) που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Καμπάνα το 1923-24, Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια (1933) και Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) θεωρείται ότι αποτελούν μια τριλογία βασισμένη στις εμπειρίες του Σ.Μ. στο μέτωπο και τα χαρακώματα. Από τα πιο γνωστά έργα του είναι ακόμα οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (αρχικά σε συνέχειες, 1943) και Ο Παν (1944) και οι συλλογές διηγημάτων Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1939), Το Κόκκινο Βιβλίο (1952), Το Βυσσινί Βιβλίο (1959). Έχει επίσης γράψει συλλογές ποιημάτων, ένα παιδικό μυθιστόρημα (Ο Αργοναύτης) και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Ο Στρατής Μυριβήλης όμως εκτός από σπουδαίος λογοτέχνης ήταν και φανατικός αντικομμουνιστής. Ο άνθρωπος αυτός που προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ έκανε μια ομιλία στην Καλαμάτα, το Νοέμβριο του 1948, με θέμα τον κομμουνισμό και το παιδομάζωμα. Παραθέτουμε ένα μεγάλο του απόσπασμα :
«Κάθε φορά που μια μεγάλη χαρά, ή μια θλίψη έρχεται να συνταράξει ως τις εθνικές του ρίζες έναν λαό, τα άτομα που τον αποτελούν αισθάνονται τη βιολογική ανάγκη να συμπλησιαστούν και να συνειδητοποιήσουν όσο περισσότερο μπορούν την ομαδική τους αλληλεγγύη. Το ίδιο γίνεται όταν ένας μεγάλος κίνδυνος σταθεί πάνω από το εθνικό σύνολο.
Τότε, κάθε άτομο υπακούει σε μια μυστική, κεντρομόλο δύναμη, που το σπρώχνει να συσπειρωθεί γύρω στην κοινή, την παλιά και αγαπημένη εθνική εστία. Το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό. Το απομονωμένο άτομο αισθάνεται τότε μέσα του τη δύναμη της ομογένειας του συνόλου, ο καθένας γίνεται η συνισταμένη όλων των συγκλινουσών θελήσεων. Μπορεί τώρα πια να δεχτεί κατάστηθα όλη τη χαρά και όλη τη θλίψη της ομάδας. Μπορεί ο καθένας να αντικρίσει τη φοβέρα του κινδύνου με όλη την τρομερή δύναμη των ενωμένων συνειδήσεων…
Κάθε φορά που το Γένος σύσσωμο αισθάνεται αυτό το θαύμα, νοιώθει συγχρόνως πως καμιά υλική δύναμη δεν μπορεί να το καταπονέσει και να το βάλει κάτω. Αυτό το ξέρουν καλά -καλύτερα από μας- όλοι οι εχθροί που κατά καιρούς επιχείρησαν να εξαφανίσουν την ελληνική φυλή που στέκεται πεισματικά ριζωμένη πάνω σε τούτον τον βράχο σαν τα δυνατά πουρνάρια επί τριάντα αιώνες. Οι παλιοί κατακτητές το ήξεραν από διαίσθηση. Οι σημερινοί το ξέρουν επιστημονικά. Γι’ αυτό και εφαρμόζουν για την υποταγή των λαών ολόκληρο σύστημα μιας ψυχοτεχνικής, μελετημένης και πειραματισμένης επί χρόνια μέσα στα μυστικά εργαστήρια της ψυχολογίας των λαϊκών μαζών. Και γι’ αυτό οι επιθέσεις τους εκδηλώνονται με λύσσα και μανία ενάντια σε όλους εκείνους τους παράγοντες που αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους για την εθνική μας ενότητα…
Γνήσιος κομμουνιστής, είναι εκείνος που θα μπορέσει, κάτω από μια σοφή, βαθιά ψυχολογημένη και επίμονη κατηχητική καθοδήγηση, να σκοτώσει μέσα του, όλα αυτά τα λογικά και συναισθηματικά στοιχεία, που αποτελούν την ιδιομορφία του εθνικού πολιτισμού μας… Όταν αυτό κατορθωθεί, όταν η εθνική σημαία από σύμβολο ενότητας φτάσει να μεταβληθεί σε παλιοκούρελο μέσα στη συνείδηση του κατηχουμένου, τότε ο κατηχούμενος είναι ώριμος πια για να χτυπήσει το μαχαίρι στην καρδιά της πατρίδας του…
Όταν ένας κατηχούμενος πάθει την κομμουνιστική διαφοροποίηση, είναι πια ώριμος να προδώσει τον τόπο του, τους δικούς του, τους φίλους του, τους γονείς του, κάθε τι που είναι δεμένο με την καρδιά και με το αίσθημα του ανθρώπου. Τότε πια, δεν έχει βούληση για να θέλει. Άλλος, θέλει για λογαριασμό του. Αυτός, απλώς εκτελεί. Δεν έχει δικαίωμα να σκέφτεται και να αποφασίζει. Η σκέψη και ο στοχασμός είναι δικαιώματα του κόμματος. Το κόμμα είναι ο εγκέφαλος και η καρδιά της νέας φυλής των ανθρώπων του Κομμουνισμού.
Δεν υπάρχουν Έλληνες κομμουνιστές. Όταν κανείς γίνει συνειδητός κομμουνιστής παύει να είναι ‘Έλληνας. Γι’ αυτό και το κόμμα λέγεται Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και όχι Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. ‘Όταν κάποτε καταλάβουν αυτό το απλό και αδιαφιλονίκητο πράγμα τα κράτη, θα αφαιρέσουν αμέσως την εθνική υπηκοότητα από όλα τα άτομα που ανήκουν στη νέα κομμουνιστική φυλή.»
Αυτοί ήταν οι κομμουνιστές, … Ίδιοι τότε, ίδιοι και τώρα…
Αμετανόητοι, ανάλγητοι και αιωνίως ψεύτες.
Το μόνο που κάνουν σήμερα είναι να διαστρεβλώνουν πλήρως την Ιστορία και τα γεγονότα.
Μια ζωή προδότες, μια ζωή ψεύτες, μια ζωή δολοφόνοι, μια ζωή κομμουνιστές.
Εμείς οι Χρυσαυγίτες μόνο αηδία νιώθουμε για όλους αυτούς… Αηδία και περιφρόνηση. Και η υπόσχεση που δίνουμε είναι ίδια πάντα: Όταν έρθει η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ στα πράγματα, θα ξεβρομίσει ο τόπος!