Κατά τον γραμματικό Αριστοφάνη, ο Σοφοκλής συνέγραψε 123 δράματα, από τα οποία γνωστά κατ’ όνομα είναι τα 114, ενώ ταυτόχρονα μας παραδίδει ελεγείες και παιάνες. Ωστόσο, από το έργο του διασώθηκαν ολόκληρες μονάχα οι ακόλουθες επτά τραγωδίες: η «Αντιγόνη», ο «Οιδίπους Τύραννος», ο«Οιδίπους επί Κολωνώ», η «Ηλέκτρα», ο «Φιλοκτήτης», ο «Αίας» και οι «Τραχίνιαι». Επιπλέον, από τα διασωθέντα αποσπάσματα, θεωρείται σημαντικός ένας πάπυρος στον οποίο διασώζεται μεγάλο τμήμα από το σατυρικό δράμα «Ιχνευταί», το οποίο αναφέρεται στην ιστορία της κλοπής των βοδιών του Απόλλωνα από τον Ερμή. Άλλα διασωθέντα αποσπάσματα από τραγωδίες που συνέγραψε ο ποιητής είναι ο «Ευρύπυλος», η «Νιόβη», οι «Σκύριοι», η «Πολυξένη», ο «Θησέας», η «Φαίδρα», οι «Λήμνιαι» και ο «Τηρεύς». Αξιοσημείωτο δε είναι ότι στους δραματικούς αγώνες κατάφερε να κερδίσει περισσότερες νίκες από τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Ως ποιητής ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της κλασσικής Αθηναϊκής Σχολής, δηλαδή του λεγόμενου «Αττικισμού» του 5ου αιώνα π.Χ. Η ποίηση του φέρεται ως η τελειότερη μορφή του ιδεώδους και της «Αττικής Ψυχής», τόσο σε επίπεδο σύλληψης, όσο και εκφραστικό. Ήταν εκείνος που συνέχισε και τελειοποίησε την τραγωδία, όπως την αντιλήφθηκε και την διαμόρφωσε νωρίτερα ο Αισχύλος, ενώ πήρε δεκαοχτώ φορές το πρώτο βραβείο στους θεατρικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων.
Η πρώτη θεατρική εμφάνιση του Σοφοκλή πραγματοποιήθηκε το 468 π.Χ. σε δραματικό αγώνα, όπου αντιμετώπισε τον κατά τριάντα έτη μεγαλύτερο του Αισχύλο, τον οποίο σεβόταν και εκτιμούσε ιδιαιτέρως, κατακτώντας και την πρώτη του νίκη. Εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια διαγωνισμών παρουσίασε περί τις τριάντα τετραλογίες, με είκοσι εξ αυτών να του δίνουν την πρώτη νίκη. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» επαινεί τον τραγικό ποιητή, ενώ ο Φρύνιχος του αφιέρωσε το έργο του «Μούσες». Είναι γεγονός ότι η απαράμιλλη πλάση ηρώων με πανίσχυρα πάθη, η αρμονία και η ανυπέρβλητη πλοκή έδωσαν στα έργα του τη θέση των προτύπων, της μετέπειτα παγκόσμιας δραματουργίας.
Με το έργο του κατόρθωσε να ανυψώσει καθοριστικά την δραματική τέχνη, οδηγώντας την στο αποκορύφωμα της. Ήταν ο εισηγητής νέων καινοτομιών, με τις οποίες συνέβαλε στην πρόοδο της, όπως ήταν ο τρίτος ηθοποιός επί σκηνής και η αύξηση του αριθμού των ηθοποιών και του χορού από δώδεκα σε δεκαπέντε μέλη (δυο ημιχόρια των επτά και ο κορυφαίος), πετυχαίνονταςμε αυτό τον τρόπο να περιορίσει τα λυρικά μέρη και να δώσει μεγαλύτερη άνεση στην ανέλιξη του μύθου. Κατά την παράδοση, επίσης, υπήρξε ο εφευρέτης της σκηνογραφίας και άλλων μικρότερων καινοτομιών, ενώ ήταν ο πρώτος Αθηναίος που ανέμειξε τη φρυγική μελωδία με τον διθυραμβικό τόνο. Η πλοκή των έργων του ήταν τεχνικότατη και οι χαρακτήρες των ηρώων του διαγράφονταν με ενέργεια και ζωηρότητα. Χαρακτηριστικές, επίσης, ήταν οι έντεχνες λύσεις των δραμάτων του και η χρησιμοποίηση της λεγομένης «τραγικής ειρωνείας». Στο επίκεντρο του περιεχομένου του κλασικού ποιητή βρίσκεται το άτομο, το οποίο έρχεται σε αναπόφευκτη, τραγική και ένοχη σύγκρουση με την τάξη που εκπροσωπούν οι θεοί. Αν και ήταν ιδιαίτερα ευσεβής, γεγονός που αναδεικνύεται από διάφορες επιρροές στα έργα του, έδινε μεγαλύτερο βάρος στην ανθρώπινη στάση έναντι αυτής των θεών, παρόλο που το πεπρωμένο των ανθρώπων είναι αναπόδραστα προδιαγεγραμμένο από τις βουλές των τελευταίων, οι οποίες δεν είναι όμως πια αυθαίρετες και τυχαίες όπως σε παλαιότερους τρταγικούς, αλλά σκόπιμες και μελετημένες. Με αυτό τον τρόπο ο Σοφοκλής διαπραγματευόταν κάποιες βασικές αντιλήψεις, όπως ήταν το χάσμα ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη φύση, στη θεία και πανανθρώπινη γνώση, αλλά και ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα.
Παράλληλα, το έργο του διαπνέεται από τις εμπειρίες της ζωής ενός περίπου αιώνα, και μάλιστα ενός αιώνα γεμάτου από αντιφάσεις και αντιθέσεις. Η πόλη, ως πολιτική μονάδα, έχει πλέον εδραιωθεί. Ο Σοφοκλής, σε αντίθεση με τον Αισχύλο, ασχολήθηκε κυρίως με τα προβλήματα που είχαν προκύψει από τη σχέση του πολίτη ως ατόμου με την πόλη. Δεν περιορίστηκε στην απλή παράθεση τέτοιων προβλημάτων, αλλά πρότεινε και λύσεις. Συγκεκριμένα, στα πρώτα έργα του κυριαρχεί η διαπίστωση ότι η άνευ όρων δράση του ατόμου έχει μεν πλεονεκτήματα, όμως η συμβίωση είναι δυνατή μόνον όταν η δράση περιορίζεται. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω των νόμων της πολιτείας. Στα τελευταία έργα του κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα προβλήματα λύνονται μόνο όταν υπάρχει διάθεση διαλόγου και συμβιβασμού. Ωστόσο, φαίνεται να αρνείται την τάση του αναχωρητισμού από τη δημόσια ζωή, μια τάση που άρχισε να παρουσιάζεται στην αθηναϊκή κοινωνία κυρίως μέσα από την εμπειρία του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία απασχόλησε τον Ευριπίδη. Η τραγωδία, στην προκειμένη περίπτωση, λειτουργεί σαν ένα είδος παραμορφωτικού κατόπτρου, μέσα στο οποίο ανακλάται με τρόπο πολύμορφο και πολυδύναμο η αθηναϊκή πολιτική και κοινωνική ζωή του 5ου αι. π.Χ.
Επιπλέον,είχε μελετήσει πολύ τα έργα του Ομήρου και τα γνωμικά του φέρονται να έχουν προέλευση από τα Ομηρικά Έπη, εξ ου και ο χαρακτηρισμός του ως ο κατ’ εξοχήν ομηρικός ποιητής. Αντλώντας έμπνευση από τη μυθολογία και τον επικό κύκλο, δημιούργησε εξαίσιους χαρακτήρες, τους οποίους και αντιπαραθέτει στα έργα του.Μοναδική ήταν, ακόμη, η ικανότητά του να ηθογραφεί τους ήρωες του με ένα ημιστίχιο ή με μια λέξη μόνο και να απεικονίζει παραστατικά τις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις. Τα έργα του μιμήθηκαν οι Ρωμαίοι τραγικοί και πολλοί από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους θεατρικούς συγγραφείς από την Αναγέννηση και μετά. Όσον αφορά στην πλοκή των τραγωδιών του είναι περιπαθέστερη, καθώς δεν έχουν την πομπώδη φρασεολογία του Αισχύλου, αλλά είναι γεμάτες αδρά και συχνά τραχέα διανοήματα, τα οποία εκφράζονταν από γυναίκες όπως η Ηλέκτρα και η Αντιγόνη. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο φιλόσοφος Πολέμων, που έζησε και έδρασε κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ., απέδωσε στον Σοφοκλή τον εύστοχο χαρακτηρισμό «τραγικός Όμηρος».
Εν κατακλείδι, στην δραματουργική σοφόκλεια διαδικασία προείχε ο υπαρξιακός, κοινωνικός και ηθικός ρόλος του ανθρώπου. Κάθε τραγωδία του εξαίρετου κλασικού ποιητή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια εκπαιδευτική διαδικασία μύησης του κοινωνικού συνόλου, στις ιδέες της αρετής, του διαλόγου, της αρμονίας, του μέτρου της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Ο Σοφοκλής λειτούργησε ως πολίτης – ποιητής μέσα στους θεσμούς της πόλης, δίνοντας με τις τραγωδίες του ένα δημόσιο μάθημα παιδείας, στο πλαίσιο ενός ανοιχτού διαλόγου με τον δήμο. Απευθυνόταν στους συμπολίτες του με ελευθερία και τόλμη, συζητώντας μέσα από τις αριστουργηματικές τραγωδίες του τα κοινωνικά, ηθικά, υπαρξιακά, αλλά και τα υπέρτατα θεολογικά ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο.