Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Απόστολος της Εθνικής Παλιγγενεσίας
Έχουν περάσει δύο και πλέον αιώνες από τον μαρτυρικό θάνατο του Κοσμά του Αιτωλού, την 24η Αυγούστου 1779 στο Κολλικόντασι της Βορείου Ηπείρου. Ο Ιεραπόστολος των Βαλκανίων, θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και ανήκει στις φωτισμένες εκείνες προσωπικότητες των χρόνων της δουλείας που προετοίμασαν το Γένος για την παλιγγενεσία του.
Ο βίος και η πολιτεία του Κοσμά του Αιτωλού, κατά πολλούς αποτελούν εθνικό κεφάλαιο, καθώς η συμβολή του υπήρξε μέγιστη στην προετοιμασία της Επανάστασης του 1821, στη διάδοση των γραμμάτων, στη διατήρηση και την διάσωση της Ορθόδοξης πίστης, στην προστασία του παιδιού και στην εξύψωση της θέσης της γυναίκας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η γνωριμία του με τον περιβόητο Αλή Πασά, ο οποίος προς έκπληξη όλων τον τίμησε ιδιαίτερα. Ο Κοσμάς γεννήθηκε το 1714 στο χωριό Μεγαδένδρο της ορεινής Τριχωνίδας, στην Αιτωλία, απ΄όπου έλαβε και την προσωνυμία Αιτωλός. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κώστας Δημητρίου.
Στην ευρύτερη περιοχή κατοικίας του Κοσμά, από τη Ναύπακτο ως την Άρτα και από το Μεσολόγγι ως το Καρπενήσι κατοικούσαν μόλις 10.000 κάτοικοι οι οποίοι είχαν αγριέψει. Οι περισσότεροι ζούσαν στα βουνά ως ληστές. Ο Κοσμάς αντιλαμβανόταν ότι αντιμετώπιζαν διπλό κίνδυνο, από τη ληστεία και από τους Τούρκους. Γνώριζε όμως, ότι αν δεν μορφωνόταν, δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να σπουδάσει.
Τα πρώτα του γράμματα τα είχε διδαχτεί σε σχολεία της περιοχής των Αγράφων όπου και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του διδασκόμενος και διδάσκοντας. Μελέτησε το Ευαγγέλιο, το οποίο του εμφύσησε μια δημιουργική ανησυχία, και του δημιούργησε την ανάγκη να είναι χρήσιμος και ωφέλιμος στους άλλους. Διάβαζε μόνος και μελετούσε αδιάκοπα. Στα μέσα περίπου του 18ου αι. ο Κοσμάς φεύγει για το Άγιο Όρος για να φοιτήσει στη φημισμένη Αθωνιάδα Σχολή. Παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας, φυσικών επιστημών, φιλοσοφίας και θεολογίας και καταρτίσθηκε άριστα. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε μια διδαχή του: «Εγώ, αδερφοί μου, εκπαιδεύτηκα εις την σπουδήν σαράντα – πενήντα χρόνους, εδιάβασα πολλά και διάφορα βιβλία και περί Εβραίων και περί Ελλήνων και περί άλλων ασεβών κα αιρετικών, ερεύνησα τα βάθη της σοφίας και ηύρα ότι οι άλλες πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον η ιδική μας η Χριστιανική είναι ορθόδοξος, αληθινή και Αγία». Παρέμεινε στο Άγιο Όρος 17 χρόνια και ασπάσθηκε τον μοναχισμό. Έμαθε ξένες γλώσσες (εβραϊκά, τουρκικά κ.α.) και απέκτησε άνεση στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Την εποχή του Κοσμά του Αιτωλού το θρησκευτικό συναίσθημα είχε καταρρακωθεί, μέχρι του σημείου οι Χριστιανοί να παραμένουν αβάπτιστοι, γιατί δεν υπήρχαν ιερείς. Έτσι καθίσταντο εύκολη λεία για το Ισλάμ. Το 1730 ο προσηλυτισμός στο Ισλάμ γινόταν κατά χιλιάδες και οι 350.000 Χριστιανοί στην Αλβανία περιορίστηκαν σε 50.000 με τάσεις ακόμη μεγαλύτερης μείωσης. Ο Πατροκοσμάς αφουγκραζόταν τον κίνδυνο. Σε ηλικία 45 ετών χειροτονήθηκε ιερέας και αποφάσισε να δράσει δυναμικά περιοδεύοντας σε ολόκληρη την Ελλάδα, προκειμένου να αναχαιτίσει τον χείμαρρο των εξισλαμισμών. Το 1760 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο της Ορθοδοξίας, για να λάβει επίσημη άδεια από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να περιέρχεται παντού και να κηρύττει, ώστε να μη συναντήσει εμπόδια από εκκλησιαστικές και τουρκικές αρχές – καθώς η άδεια από τον Πατριάρχη ήταν σεβαστή απ΄όλους- αλλά και για να λάβει την ευλογία της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Σεραφείμ Β΄, βλέποντας τον ζήλο του, έδωσε πρόθυμα την συγκατάθεσή του. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός ως κύριο τρόπο επικοινωνίας ανάμεσα στους υπόδουλους Έλληνες είχε τη διδαχή. Οι διδαχές του μας δείχνουν πως δεν υπήρξε μόνο ένας υπέροχος ερμηνευτής του Ευαγγελίου, αλλά και ένας εκκλησιαστικός ρήτορας, ψυχολόγος, παιδαγωγός και κοινωνιολόγος.
Πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες. Η πρώτη ξεκίνησε από τα προάστια της Κωνσταντινούπολης και συνεχίστηκε στη Θράκη και στη Μακεδονία. Ο κόσμος τον άκουγε «διψασμένα» και αυτό τον ικανοποιούσε πολύ. Στη συνέχεια έφτασε μέσω Θεσσαλίας στην Ιερά Μονή Προυσού της Ευρυτανίας, όπου ίδρυσε ένα σχολείο και τέλος κατευθύνθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην ορεινή Τριχωνίδα. Ο Κοσμάς επέλεγε κυρίως περιοχές στις οποίες ήταν άφθονο το τουρκικό στοιχείο και είχαν παρατηρηθεί αρκετά κρούσματα αλλαξοπιστίας. Η δεύτερη περιοδεία του ξεκίνησε το 1763 και διήρκεσε 11χρόνια. Ο Κοσμάς περιόδευσε στη Θράκη, τη Μακεδονία και το Άγιο Όρος. Στη συνέχεια ταξίδεψε μέσω θαλάσσης στη Σκιάθο και τη Σκόπελο και κατόπιν μετέβη στη Θεσσαλία.
Στη Λάρισα συνάντησε μεγάλη αντίδραση από τους Εβραίους και τους πλούσιους οι οποίοι δεν τον δέχτηκαν. Λέγεται μάλιστα, ότι ούτε νερό δεν του προσέφεραν από κάποιο πηγάδι της πόλης και ότι ο Κοσμάς δυσφόρησε τόσο πολύ που τους καταράστηκε. Ο θρύλος, που διατηρείται στη Λάρισα μέχρι και σήμερα,λέει ότι οι κάτοικοι δεν πίνουν νερό από τα πηγάδια, γιατί είναι γλυφό, αλλά από τα ποτάμια. Κάποια στιγμή κατέφθασε και στο Βελεστίνο, όπου εργάσθηκε σκληρά. Η διδασκαλία του διέγειρε τις καρδιές των υποδούλων και απέφερε πρόσφορους καρπούς, όπως στην περίπτωση του Ρήγα Βελεστινλή. Χωρίς την προπαρασκευή του Κοσμά ίσως οι Έλληνες να μην είχαν δεχθεί το κήρυγμα του Ρήγα και το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων οι οποίοι δεν χρησιμοποίησαν το καριοφίλι, αλλά την πένα και τον λόγο, όπως έκανε ο Ρήγας.
Σκαρφάλωνε ακόμη και στα απρόσιτα λημέρια των κλεφτών και των αρματολών, τους ενθάρρυνε και τους μυούσε στη Μεγάλη Ιδέα. Στην τρίτη του περιοδεία, ο Πατροκοσμάς ταξίδεψε στα Δωδεκάνησα και κατόπιν στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια πήγε στο Άγιο Όρος, όπου και παρέμεινε για προσωπική μελέτη και περισυλλογή. Δίδαξε τις μονές, περιόδευσε στα χωριά της Χαλκιδικής, τη Θεσσαλονίκη και τις γύρω περιοχές. Βρέθηκε στη Βέροια και τη Σιάτιστα. Πήγε στην Κορυτσά, όπου ήρθε σε προστριβή με την αριστοκρατία και ιδίως με την ματαιοδοξία των πλούσιων γυναικών τις οποίες και καυτηρίασε. Κατόπιν επισκέφθηκε τη Βόρειο Ήπειρο, για να αναχαιτίσει τους ομαδικούς εξισλαμισμούς. Με τα Επτάνησα ολοκληρώθηκε η Τρίτη του περιοδεία.
Η τέταρτη περιοδεία ξεκίνησε από τους Αγίους Σαράντα. Σ΄αυτήν την περιοδεία όργωσε ολόκληρη την Βόρειο Ήπειρο. Εργάστηκε περισσότερο στη Χιμάρα, όπου μετά από πολύ αγώνα κατάφερε να συμφιλιώσει τους Χιμαριώτες που βρίσκονταν συνεχώς σε προστριβές και για τον λόγο αυτόν δεν εκκλησιάζονταν για να μη βρίσκονται όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, αλλά είχαν ιδιωτικά παρεκκλήσια στα σπίτια τους. Ο Κοσμάς κατέστειλε αυτήν την εκδικητική τους μανία και θεμελίωσε έναν κοινό ναό για όλους, το ναό των Αγ. Πάντων. Μετά τον μαρτυρικό θάνατό του, οι κάτοικοι από ευγνωμοσύνη έχτισαν προς τιμήν του ένα παρεκκλήσι στην κεντρική πλατεία της Χιμάρας, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κοσμάς όπου κι αν πήγαινε, κύριο μέλημά του ήταν η ίδρυση σχολείων. Μέσω της παιδείας απέβλεπε στην αναγέννηση του έθνους. Από όποιο μέρος κι αν περνούσε ρωτούσε: «Έχετε σχολείο για να διαβάζετε τα παιδιά;». Η απάντηση που συνήθως ελάμβανε ήταν αρνητική, και έτσι ξεκινούσε αμέσως το έργο. Είχε συνειδητοποιήσει ότι το ελληνικό σχολείο θα συντελούσε στη διαφύλαξη της πίστης και στην ελευθερία της πατρίδος.
«Δεν βλέπετε πώς αγρίεψε το Γένος μας από την αμάθειαν και εγινήκαμεν ωσάν τα θηρία;». «Τα γράμματα είναι το στολίδι του ανθρώπου. Και μόνον με τη βοήθειαν των γραμμάτων θα καλλιτερεύσετε την τύχην σας» υποστήριζε. Έπειτα κατευθύνθηκε προς τα Τίρανα κι ακόμη βορειότερα. Στο τέλος του 1778 επισκέφθηκε πάλι τα Γιάννενα όπου ήρθε σε ρήξη με τους Εβραίους, οι οποίοι τον συκοφάντησαν στον πασά των Ιωαννίνων ως όργανο της ρώσικης προπαγάνδας. Οι τουρκικές αρχές δεν του επέτρεψαν να μιλήσει μέσα στην πόλη. Έτσι ο Κοσμάς έφυγε, πήγε στο Ζάλογγο και κατόπιν στην Τσαμουριά. Ενετοί πράκτορες τον κατασκόπευαν παντού.
Το έργο του ενόχλησε πολλούς και δημιούργησε εχθρούς. Ο ίδιος έγραψε σε μια επιστολή: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσο. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι». Όπως φαίνεται, κυριότερος εχθρός του ήταν οι Εβραίοι. Η Άρτα, η Πρέβεζα, η Κεφαλλονιά και τα Ιωάννινα είχαν πολλούς Εβραίους, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τους Χριστιανούς. Ο Κοσμάς με το κήρυγμά του νουθετούσε τους Χριστιανούς να μη συναναστρέφονται τους Εβραίους ούτε να συναλλάσσονται μαζί τους. Τους καυτηρίαζε και τους κατέκρινε. Όταν, μάλιστα, είδε ορισμένους Χριστιανούς να αφήνουν τον εκκλησιασμό για να πάνε στο παζάρι, συρρέοντας από κάθε χωριό, τους έπεισε να το μεταθέσουν από Κυριακή σε Σάββατο, γεγονός το οποίο προκάλεσε αγανάκτηση στους Εβραίους γιατί ζημιώθηκαν οικονομικά και προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδρασή τους. Μετά από όλα αυτά ο Κοσμάς γνώριζε ότι σύντομα θα ερχόταν το τέλος του. Συνέχισε παρόλα αυτά την περιοδεία του με περισσότερη θέρμη.
Οι Εβραίοι όμως καιροφυλακτούσαν και επιδίωκαν να τον σκοτώσουν. Τον κατηγορούσαν ότι ήταν δήθεν όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση. Γι αυτόν τον σκοπό προσέφεραν στον Κουρτ Πασά του Βερατίου 25.000 γρόσια, τεράστιο ποσό για την εποχή, για να τον σκοτώσει. Εκείνος έστειλε τον χότζα του με τους έμπιστούς του και τον συνέλαβαν, ενώ κήρυττε στο Κολλικόντασι. Τον κρέμασαν από ένα δέντρο και στη συνέχεια τον έγδυσαν και τον πέταξαν στον Άψο ποταμό το 1779. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να βρουν το σώμα του, αλλά δεν τα κατάφεραν. Μετά από τρεις ημέρες το ανέσυρε ο εφημέριος του χωριού και το έθαψε στον ναό του.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός εργάσθηκε ακαταπόνητα για την προετοιμασία της Επανάστασης και μυούσε τους ραγιάδες στη Μεγάλη Ιδέα. Παρότι αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς, Εβραίους, Λατίνους, Ενετούς και Τούρκους, εργαζόταν συνεχώς και με πλήρη μυστικότητα. Ο ρόλος που διαδραμάτισε την εποχή εκείνη, ήταν τεράστιος, αν αναλογιστούμε την αιμορραγία του Γένους από τους εξισλαμισμούς και τις εξωμοσίες. Λαϊκός απόστολος και εθνομάρτυρας, επιδρούσε στις μάζες με τρόπο εκπληκτικό. Ο Άγιος Κοσμάς είχε μοχθήσει, για να αξιωθεί της εν Χριστώ ζωής. Τα λεγόμενά του ήταν απαύγασμα της δικής του προσωπικής μελέτης και γνώσεως και καρπός της δεκτικότητάς του στις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.
Ο Κοσμάς ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος, μια εμπνευσμένη προσωπικότητα, με εξίσου δυναμική και εμπνευσμένη παραγωγή. Με λίγα λόγια, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη χρονική στιγμή για το χειμαζόμενο έθνος μας. Αποτέλεσε έναν φωτεινό φάρο και οδηγό σε χρόνους χαλεπούς για την πατρίδα και το ελληνορθόδοξο φρόνημα και στάθηκε στυλοβάτης σε περιστάσεις που η ανθρώπινη δύναμη λυγίζει και δεν είναι αρκετή μπροστά στις αντιξοότητες και τις δυσκολίες. Εύλογα θα μπορούσε κανείς να στραφεί στη Θεία μέριμνα και να τον χαρακτηρίσει θεόσταλτο, που ήρθε για να μετριάσει και να επουλώσει τις πληγές και τα τραύματα του υπόδουλου, ταλαίπωρου ελληνισμού.
Η πορεία, η δράση καθώς και η ίδια η ύπαρξη του Πατροκοσμά ήταν καταλυτική για το έθνος και την πολιτιστική και θρησκευτική μας κληρονομιά. Η δράση του ήταν ευχής έργο και βάλσαμο, και η προσωπικότητά του αποτελούσε ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο ραγιάς της εποχής για να πιστέψει, να ορθοποδήσει και να προχωρήσει. Άλλωστε η ιστορία μας έδειξε ότι με το κήρυγμά του και με το μαρτύριό του έβαλε το φυτίλι που έμελλε να ανάψει λίγο αργότερα με τον ελληνικό διαφωτισμό και τους Ρήγα Φεραίο και Αδαμάντιο Κοραή. Μπορεί λοιπόν κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως προπομπός του ελληνικού διαφωτισμού που οδήγησε στην εθνεγερσία του 1821 και την αποτίναξη του επί τέσσερις αιώνες οθωμανικού ζυγού.