…Ανανταριάστηκε η θάλασσα και τα κύματα ήτανε πλιο βουνά ολόκληρα. Πλησίαζε το καράβι στον Κάβο – Μαλιά, τον φοβερό και ανθρωποφάγο Κάβο, που είχε στα βράχια του συντρίψει σαν σαρίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια τόσα και τόσα πλοία από τον καιρό των Μυκηναίων θαλασσοπόρων μέχρι τα χρόνια του καιρού τους. Περνώντας, όμως, τον Κάβο, το στοιχειό το τρομερό, και μπαίνοντας στην αγκάλη του κόλπου του Λακωνικού η θάλασσα σιγά, σιγά γαλήνευε. Δεξιά τους στο βάθος είχασι φανεί τα Βάτικα και στα αριστερά μακριά το Τσιρίγο. Ξανοίγασι Βατικιώτες και Τσιριγώτες προς τα πατρικά τους και ράγιζε η καρδιά τους. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει. Το ατσάλινο το χέρι της Μάνης με τον Ταΰγετο να απλώνεται ως την θάλασσα αχνόφεγγε μπροστά τους. Το καράβι έστριψε για να ξανοιχτεί και να περάσει το Ταίναρο, τον Κάβο Ματαπά, που οι παλιοί οι ναυτικοί λέγανε ότι πρέπει να περνάς από αυτόν μίλια πολλά μακριά, “Από τον κάβο Ματαπά σαράντα μίλια μακριά”…
Βασίλευε ο Ήλιος πίσω τους, αλλά όπως έπλεε προς τον Κάβο για να στραφεί μετά Βόρεια προς Ρούμελη και Ήπειρο, φαινόντουσαν τα προσηλιακά χωρία, που ήτανε σε ακτές και κορυφές ο Κότρωνας πίσω τους αλάργα και μετά τα μικρά τα ψαροχώρια, το Προσήλιο, ο Άη Σωτήρας, το Σταυροπύργι. Είχε ακουστεί στα χωρία ότι θα περάσει το καράβι με το 8ο Σύνταγμα και είχασι βγει στις κορφές μάνες, γυναίκες και αγαπητικές και αμορόζες και κουνούσασι μαντήλια. Και τα παλληκάρια από τα χωρία τα προσηλιακά είχασι ο ένας πάνω στον άλλον στριμωχτεί στην δεξιά κουπαστή του πλοίου και προσπαθούσασι να ξεχωρίσουσι τους πύργους τους τιμημένους από τα χωρία τους, τις κορυφές και τις πλαγιές, που είχασι τον κόσμο γνωρίσει, τον κόσμο τον δικό τους, τον κόσμο της Μάνης, που τίποτε δεν χαρίζει και όλα με την αξία σου και πολλές φορές με το αίμα σου το κερδίζεις. Πολλοί από αυτούς βλέπανε για τελευταία φορά την πατρική τους γη, αφού έμελε να πεθάνουσι στην Ήπειρο, στα υψώματα της Μανωλιάσας, λογχίζοντας σαν άλλος Άη Γιώργης, σαν άλλος Απόλλωνας τον δράκο, το Μπιζάνι, το θεριό, που έφαγε τόσα κορμιά. Φτάνοντας στο ύψος του κόλπου του Ψωμαθιά, στο Πόρτο Κάγιο, ο καπετάνιος του πλοίου έβαλε την μπουρού να σφυρίζει χαιρετώντας την Πατρίδα των παλληκαριών, που πήγαιναν προς την Δόξα και τον θάνατο.
Λίγους μήνες μετά όταν ήρθασι τα μαντάτα τα πικρά στα μέσα τα χωρία μία κοπέλα από αρχοντογενιά είχε πει το μοιρολόι για εκείνο το καράβι, που επάνω του είχε μελλοθάνατους, που αποχαιρετίσασι όλη τους την ζωή με την μπουρού του μεταγωγικού.
Ένα καράβι που περνά
κάτου στον Κάβο Ματαπά
σούριξε, ξανασούριξε
και σούριξε διπλοσουριά
το 8ο Σύνταγμα περνά
να πάρει πάει τα Γιάννενα
μα θα πέσουσι πολλά κορμιά
στης Μανωλιάσας τα βουνά.
Ξανοίχτηκε το καράβι για να περάσει τον Κάβο Ματαπά. Ο Ήλιος βασίλευε και μέσα στο τελευταίο φως προσπαθούσασι οι αποσκιεροί να δούσι και αυτοί τα δικά τους τα χωρία. Ξεκρίνανε μόνο το φανάρι στον κάβο του Γερολιμένα σαν καντήλι σε μνημούρι να τρεμοσβήνει και ήταν για πολλούς το καντήλι της ίδιας τους της ζωής που τέλειωνε το λάδι του…
—– —– ——
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΙΤΕ ΣΤΟ 6942416220