Με αφορμή τη σημερινή ημέρα, κατά την οποία το 1914 ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, δύο λόγια για τις πρωταγωνίστριες δυνάμεις της εποχής, Αγγλία και Γερμανία.
Με μία πρώτη ματιά, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πραγματοποιήθηκε ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικές ιδεολογικές «παρατάξεις», ότι μάχονταν οι δυνάμεις της δημοκρατίας εναντίον του μιλιταρισμού, σύμφωνα και με διαφόρους συγγραφείς της εποχής (H.G. Wells, Gilbert Murray), ότι, εν τέλει, επρόκειτο για τις δυνάμεις του καλού και του κακού. Με μία βαθύτερη ματιά, όμως, κατανοούμε ότι μία τέτοια προσέγγιση είναι αρκετά απλοϊκή και θα πρέπει να μελετήσουμε εις βάθος τον τρόπο συγκρότησης των αντιπάλων συμμαχιών του Μεγάλου Πολέμου.
Αρχικώς, παρότι τυπικώς η έναρξη του πολέμου σηματοδοτείται με την επιστράτευση της Αυστροουγγαρίας ενάντια στη Σερβία, ύστερα από τη δολοφονία του πρίγκιπος Φραγκίσκου Φερδινάνδου από τον Σέρβο εθνικιστή Γαβριήλ Πρίντσιπ, οι βασικοί εκπρόσωποι των Δυνάμεων της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία αντίστοιχα. Γενικότερα, κατά την περίοδο 1870-1914 διαγράφεται ένας οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, γύρω από τον οποίο πλάθεται η ιστορία της Ευρώπης κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα .
Όσον αφορά τη Μ. Βρετανία, κατά την περίοδο εκείνη, βρισκόταν σε σχετική οικονομική παρακμή, ένεκα της υπερβολικής ιμπερεαλιστικής της εξάπλωσης. Ενδεχομένως, η εξασθένιση αυτή να ήταν μία από τις αιτίες που η Βρετανία επιθυμούσε να μειώσει τις πιθανότητες μίας δαπανηρής υπερπόντιας σύρραξης. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε εάν συνεργαζόταν με τις ήδη υπάρχουσες μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις και όχι με την αναδυόμενη Γερμανία, η οποία επιθυμούσε να αυξήσει τις αποικιοκρατικές κτήσεις της. Ένας άλλος λόγος της απομάκρυνσης μεταξύ των δύο δυνάμεων ήταν ότι παρότι η Βρετανία είχε προτείνει στη Γερμανία αμυντική συμμαχία, ως προς την πολιτική που θα ασκούσαν στην Κίνα οι δύο δυνάμεις , η δεύτερη απέρριψε την πρόταση διότι φοβήθηκε τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία.
Τέλος, η Βρετανία, παρά την οικονομική παρακμή της, διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία στην διεθνή πολιτική σκηνή, λόγω της τεράστιας έκτασης που είχε λάβει η χρηματοοικονομική της δύναμη. Γι’ αυτόν τον λόγο, επιθυμούσε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη και συγχρόνως να επεκτείνει τις υπερπόντιες κτήσεις της.
Όσον αφορά τη Γερμανία, το 1914, σύμφωνα με τον Michael Howard, ήταν η ισχυρότερη δύναμη της Ευρώπης. Ήδη από τα τέλη του 19ου αι., επρόκειτο για μία ανερχόμενη δύναμη, πρώτον, λόγω της εντυπωσιακής αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής της (κυρίως παραγωγής χάλυβα) και δεύτερον, λόγω της ενοποίησής της το 1870-71. Το 1882 με την «Τριπλή Συμμαχία» ανάμεσα σε Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία, η πρώτη θα έθετε γερά θεμέλια ως προς τον έλεγχο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και θα ξεκινούσε να έχει αποικιακές απαιτήσεις. Επιπλέον, αυξανόταν συνεχώς η εξαγωγική της δύναμη, κάτι το οποίο τρόμαζε τους Βρετανούς. Παρ’ ολ’ αυτά, ο τρόμος ήταν αμοιβαίος, διότι όσο μεγάλωναν οι γερμανικές εξαγωγές, τόσο έμπαιναν σε ένα επικίνδυνο καθεστώς προστατευτικής-βρετανικής πολιτικής (π.χ. δασμολόγιο), η οποία πολιτική, όσον αφορά το διεθνές εμπόριο, ήταν περισσότερο οργανωμένη και ισχυρή. Επομένως, οι πιο επικίνδυνοι εθνικοί στόχοι ήταν της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο συνέβαινε γιατί ήταν μία αναδυόμενη παγκόσμια οικονομική δύναμη και όχι απλά ένα μιλιταριστικό κράτος.
Σε γενικά πλαίσια, η κουρασμένη από τις μακροχρόνιες υπερπόντιες κτήσεις, καθώς και τη συντήρησή τους, Βρετανία δικαιολογημένα βρισκόταν σε φόβο, καθότι η ευημερία της και η διατροφή των κατοίκων του νησιού της εξαρτώταν από το παγκόσμιο εμπόριο. Από την άλλη, η Γερμανία ήταν μία αναδυόμενη δύναμη και διψασμένη για αποικίες. Επομένως, ο φόβος της Αγγλίας για τη Γερμανία ότι θα απειλούνταν οι κτήσεις της, ο έλεγχός της Αγγλίας επάνω στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο φόβος της Γερμανίας για την Αγγλία ότι θα την εμπόδιζε με την ισχυρή διεθνή παρουσία της στην εξαγωγή γερμανικών προϊόντων και στην αναζήτηση νέων γερμανικών αποκιών στην Αφρική και η απόφαση της Γερμανίας να οργανώσει ισχυρό στόλο ήταν τα βασικά εμπόδια μίας «Αγγλογερμανικής Συνεννόησης».
Όμως, το σχέδιο «Αγγλογερμανικής Συνεννόησης» είχε βαθύ παρελθόν και αποδεικνύει ότι η Βρετανία και η Γερμανία σε αρκετές περιπτώσεις είχαν κοινά συμφέροντα. Ένα από αυτά ήταν η αντιπαλότητα ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία το 1880. Η πλησιέστερη συνεργασία, όμως, ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν μία μορφή οικονομικής συνεργασίας, αναφορικά στο κράτος της Κίνας, η οποία οδήγησε το 1898 τη διαίρεση της ασιατικής χώρας σε σφαίρες επιρροής. Το 1900 θα ξαναυπέγραφαν οι δύο χώρες νέα συμφωνία, η οποία εγγυόταν την ακεραιότητα της Κίνας. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την Πορτογαλία, στην οποία οι δύο μεγάλες δυνάμεις προχώρησαν σε οικονομικό δανεισμό από κοινού.
Παρ’ ολ’ αυτά, δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες το 1899, όταν η Γερμανία πήρε το μέρος των Μπόερς κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Δημοκρατία του Τράνσβααλ. Στα 1904 πραγματοποιήθηκε Αγγλογαλλική εγκάρδια συνεννόηση, η οποία υποβάθμισε ακόμα περισσότερο της αγγλογερμανικές σχέσεις. Κάτι τέτοιο σήμαινε και καλύτερες αγγλορωσικές σχέσεις, διότι η Ρωσία ήταν στενή οικονομική σύμμαχος της Γαλλίας, λόγω μεγάλων δανείων που είχαν χορηγηθεί από την πρώτη στη δεύτερη το 1888 και το 1894 . Επομένως, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, διαφαίνεται ότι η Αγγλία με τις συμμαχίες της προσπαθούσε να εκτοπίσει τη Γερμανία από το παγκόσμιο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Η Weltpolitik της Γερμανίας απειλούσε τα βρετανικά συμφέροντα σε Αφρική, Ασία και Εγγύς Ανατολή . Όπως είχε δηλώσει και ο Χαλντέιν η Αγγλία δεν θα επέτρεπε στη Γερμανία να γίνει η κυρίαρχη δύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Νίκος Λυμπερόπουλος