Στις 16 Αυγούστου 1960 ο Άγγλος Κυβερνήτης Σέρ Χιού Φούτ, στην παρουσία του εκλεγέντος Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακάριου και του αναδειχθέντος Τούρκου Αντιπροέδου Φ. Κιουτσούκ προέβη στην επίσημη ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη δημοκρατία και μεταβίβασε την εξουσία στις Αρχές της Δημοκρατίας.
Η ανακήρυξη έγινε με βάση τις επαίσχυντες συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου βάση των οποίων οι Τούρκοι είχαν δικαίωμα μονομερούς επεμβάσεως στην Κύπρο, πράγμα το οποίο επικαλέστηκε ο Μακάριος για να τους καλέσει να εισβάλουν στην Κύπρο το 1974.
Οι συμφωνίες αυτές υπεγράφησαν στις 19 Φεβρουαρίου 1959 από τις Κυβερνήσεις της Ελλάδος-Τουρκίας-Αγγλίας-Κύπρου. Την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο «εθνάρχης» Κ. Καραμανλής και την Κύπρο ο «εθνάρχης» του Κυπριακού Ελληνισμού Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Η επίσημη ανακήρυξη δεν έγινε αμέσως καθώς πραγματοποιούνταν συνομιλίες στα εμπλεκόμενα μέρη για τον καθορισμό του Συντάγματος, την έκταση των βρετανικών βάσεων και την ομαλή μετάβαση της εξουσίας από τους Άγγλους στη Κυβέρνηση της Κύπρου.
Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και την πολιτική του «εφικτού», την οποία ακολουθούσε ευλαβικά, η ανεξαρτησία ήταν η καλύτερη δυνατή λύση με την οποία έβαζε ταφόπλακα στα όνειρα του Κυπριακού Ελληνισμού για την πολυπόθητη Ένωση, για την οποία χύθηκε άφθονο Ελληνικό αίμα και ο θρυλικός Αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. Γ. Γρίβας Διγενής μαζί με τα παλικάρια του έκαναν τόσες θυσίες. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όμως ήξερε μέσα του ότι η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ήταν αυτό που ήθελε ο Κυπριακός Ελληνισμός, αλλά αυτό που ήθελε ο ίδιος διότι η εμμονή του για εξουσία, αξιώματα και δόξα δεν του επέτρεπαν να σκεφτεί ότι θα ήταν απλά Αρχιεπίσκοπος Κύπρου σε περίπτωση της Ένωσης με την μητέρα Ελλάδα.
Δεν ήταν όμως μόνο ο Μακάριος αυτός που πίστευε ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη λύση για την Κύπρο μας. Ο «εθνάρχης» (για κάποιους) Κ. Καραμανλής ήθελε το πρόβλημα της Κύπρου, αυτός ο «πονοκέφαλος»,(διότι έτσι έβλεπαν οι προδοτικές ηγεσίες του τόπου αυτό το μείζων εθνικό ζήτημα) να λυθεί το συντομότερο δυνατό με οποιονδήποτε τρόπο.
Εάν δούμε προσεκτικά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το Ελληνικό Έθνος ντροπιάστηκε για ακόμη μια φορά από τις προδοτικές κυβερνήσεις του καθώς α) Η Κύπρος εγκατέλειπε μια για πάντα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της και αυτό το οποίο επιβάλει η ιστορία της, την Ένωση με την μητροπολιτική Ελλάδα, β) Οι Τούρκοι έποικοι επιβάλλεται να συμπεριλαμβάνονται στην δημόσια ζωή του τόπου ως ισάξια κοινότητα και να απολαμβάνουν τα ιδία δικαιώματα με τους γηγενείς κατοίκους, γ) η Τουρκία έχει και επίσημα στρατιωτικά τμήματα στο νησί, δ) οι βρετανικές βάσεις εγγυώνται την ασφάλεια των Τούρκων κατοίκων του νησιού, ε) η Τουρκία αποκτά δικαιώματα στην Κύπρο 80 χρόνια μετά την παράδοσή της στους Άγγλους, στ) και έχει το δικαίωμα της μονομερούς στρατιωτικής επεμβάσεως.
Οι δύο αυτοί άνδρες που εκπροσώπησαν τον Ελληνισμό σε αυτή την σημαντικότατη στιγμή της ιστορίας του υπέγραψαν τον ενταφιασμό μιας Ιδέας και τον ακρωτηριασμό της Πατρίδος για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Είχαν όμως ένα κοινό, ήταν και οι δύο αρχομανείς, δειλοί και ευθυνόφοβοι, καθώς ο ένας έκανε τα πάντα για να μην βρεθεί εθνική αποδεκτή λύση και στις 20 Ιουλίου το 1974 από το βήμα του Ο.Η.Ε. καλούσε τον Τουρκικό στρατό να επέμβει να αποκαταστήσει την «εισβολή» των Ελλήνων και ο άλλος όταν αναλάμβανε την διακυβέρνηση της Ελλάδος στις 24 Ιουλίου 1974 γιόρταζε την αποκατάσταση της δημοκρατίας και έλεγε ότι «Η Κύπρος κείται μακράν» και δεν μπορούσε ο Ελληνικός στρατός να βοηθήσει με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα το 38% του εδάφους υπό Τουρκική κατοχή.
Εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές δεν γιορτάζουμε τίποτε σήμερα αντιθέτως πενθούμε διότι θεμελιώθηκε μία ακόμη εθνική προδοσία. Ως μόνη λύση αποδεχόμαστε την απελευθέρωση και την Ένωση της κόρης με την μητέρα Ελλάδα.