Η μάχη διεξήχθη στην πεδιάδα νότια της πόλης του Ματζικέρτ όπου αναμετρήθηκαν ο Βυζαντινός στρατός με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη, με τους Σελτζούκους Τούρκους του σουλτάνου Αλπ Ασλάν ( λιοντάρι του βουνού), οι οποίοι τα τελευταία χρόνια παρενοχλούσαν με επιδρομές τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο στρατηγός Ρωμανός Διογένης είχε επιλεγεί ως σύζυγος της Ευδοκίας, χήρας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα. Η αυτοκράτειρα επέλεξε ως σύζυγο έναν ευγενή απόγονο στρατιωτικής οικογένειας από την Καππαδοκία, γενναίο και ικανό στρατιωτικό αλλά ταυτόχρονα ισχυρογνώμονα και βίαιο. Φαίνεται ότι βασικό κριτήριο στην επιλογή του Ρωμανού από την Ευδοκία ήταν όχι μόνο η προσωπικότητα του Ρωμανού, αλλά και η συναίσθηση από πλευράς της, του κινδύνου που αντιμετώπιζε το κράτος υπό την απειλή των εξωτερικών εχθρών του και τη διάλυση του στρατού.
Η μάχη κατέληξε σε σημαντική ήττα των Βυζαντινών, την πρώτη από τους Τούρκους και ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για την εγκατάστασή τους στην περιοχή. Ο αυτοκράτορας μαζί με πολλούς στρατηγούς, πιάστηκε αιχμάλωτος και υποχρεώθηκε να συνάψει ταπεινωτική συμφωνία με τον Αλπ Ασλάν, αποδεχόμενος τη δημιουργία τουρκικού κράτους στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας.
Ο στρατός των Βυζαντινών, περί τους 40.000 άνδρες αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους Νορμανδούς, Βούλγαρους, Φράγκους, Πετσενέγγους, Γότθους, Σλάβους, Τουρκομάνους Ούζους, Χαζάρους, Κουμάνους και Ιβηρες από την Αρμενία. Ο εμπειροπόλεμος στρατός των Θεμάτων της αυτοκρατορίας είχε παραμεληθεί από τους προηγούμενους αυτοκράτορες και είχε οδηγηθεί σε παρακμάζουσα κατάσταση και διάλυση. Ο στρατός των Σελτζούκων ήταν ομοιογενής αποτελούμενος από Σελτζούκους και Τουρκομάνους νομάδες, που επιδίωκαν νέα εδάφη για εγκατάσταση και αριθμητικά ήταν ισάξιος με τον αντίστοιχο των Βυζαντινών.
Οι αιτίες της στρατιωτικής ήττας οφείλονται αφ’ ενός στην υπεροψία των Βυζαντινών για την εύκολη επικράτησή τους απέναντι στους άτακτους Σελτζούκους και αφ΄ ετέρου σε στρατηγικά λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια της μάχης. Το μεγαλύτερο λάθος του Ρωμανού Διογένη, ήταν η διαίρεση του στρατού και η αποστολή των καλύτερων μονάδων του, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών, να καταλάβουν πόλη 50 χλμ νότια του Ματζικέρτ. Ο επικεφαλής της δύναμης αυτής, Ιωσήφ Ταρχανειώτης, παρέκλινε της πορείας του και κατευθύνθηκε ακόμα μακρύτερα, πρός την πόλη Μελιτηνή, 150 χλμ νοτιοδυτικά του πεδίου της μάχης, πιθανότατα επειδή ισχυρή δύναμη των Σελτζούκων του έκοψε τον δρόμο. Η υπόλοιπη δύναμη του στρατού, υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, αφού είχε για 2-3 ημέρες, αρκετές απώλειες από τη συνήθη στους Τούρκους τακτική της ψευδούς υποχώρησης με στόχο την ενέδρα, παρατάχθηκε στις 26/8/1071 για μάχη, απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις Σελτζούκων, αποτελούμενες κυρίως από ελαφρό ιππικό, εφοδιασμένο με τόξα και σπαθιά, χωρίς να περιμένει την επιστροφή του Ταρχανειώτη, στηριζόμενος στο χαμηλό αξιόμαχο των αντιπάλων. Κατά τη διάρκεια της μάχης, και ενώ η έκβασή της ήταν θετική για τους Βυζαντινούς, η αδυναμία συντονισμού του ετερογενούς στρατεύματος σε συνδυασμό με διαταγές που παρεξηγήθηκαν δημιούργησαν χάος, το οποίο εκμεταλλεύθηκαν οι οπισθοχωρούντες Σελτζούκοι. Η αδυναμία αυτή δημιούργησε πανικό και βοήθησε στην προσχώρηση των Ούζων στους ομόγλωσσους τους Σελτζούκους και στην αδράνεια του επικεφαλής της οπισθοφυλακής Ανδρόνικου Δούκα (πολιτικού αντίπαλου του Ρωμανού).
Το τίμημα της ήττας ήταν βαρύ αφού οι Βυζαντινοί άφησαν στο πεδίο της μάχης 8.000 νεκρούς έναντι 1.000 των Σελτζούκων Τούρκων.
Η αιχμαλωσία του Ρωμανού Διογένη είχε έντονη απήχηση εκείνη την εποχή, καθώς ήταν η πρώτη φορά που Βυζαντινός αυτοκράτορας, έπεφτε αιχμάλωτος στο πεδίο της μάχης και μάλιστα από τους μουσουλμάνους. Η υπόψη συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του Σουλτανάτου του Ικονίου. Ο αυτοκράτορας απελευθερώθηκε μετά την υπογραφή της συμφωνίας και την καταβολή λύτρων και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τυφλώθηκε από το μανιασμένο πλήθος, υποκινούμενο από τον επόμενο αυτοκράτορα Μιχαήλ Δούκα, πολιτικό αντίπαλο του Ρωμανού. Στην συνέχεια εξορίσθηκε στην νήσο Πρώτη της Προποντίδας, όπου και πέθανε το 1072 μ.Χ., από τα τραύματά του, σε ηλικία 49 ετών.
Η ήττα των Βυζαντινών οφείλεται σε μια σειρά γεγονότων που εξελίχθηκαν τόσο προ όσο και κατά τη διάρκεια της μάχης στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στο πεδίο της πολεμικής αναμέτρησης. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ήττας, όπως η προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα, η λιποταξία των Ούζων μισθοφόρων, αλλά και αυτά που ακολούθησαν, αποδεικνύουν πως η μακρά διαμάχη μεταξύ της Πολιτικής Διοικήσεως και των Στρατιωτικών είχε ολέθρια αποτελέσματα, τα οποία φάνηκαν όχι μόνο στο Μαντζικέρτ αλλά και στην επόμενη δεκαετία. Η κρατούσα τάξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελούμενη κυρίως από φεουδαρχικές οικογένειες της Μ.Ασίας αντιδρούσε στην προσπάθεια του Ρωμανού Διογένη για επιβολή δικαιότερου φορολογικού συστήματος, για κατάργηση των δουλοπάροικων και ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, που θα επέτρεπε την αποκατάσταση της ισχύος των Βυζαντινών θεματικών στρατευμάτων. Οι φεουδάρχες υποστήριζαν τη μη φορολόγησή τους, τη δυνατότητα διατήρησης ιδιωτικών στρατών και την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα. Η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε σε φεουδαρχικούς πολέμους για την απόκτηση του θρόνου, την αλλαγή 5 αυτοκρατόρων σε διάστημα 30 χρόνων και την εξασθένηση του κράτους και της εξωτερικής πολιτικής θέσης του. Η πολιτική αυτή αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στους κόλπους του στρατού, όπου οι φεουδαρχικής καταγωγής ανώτεροι αξιωματικοί, εφάρμοζαν προσωπικές πολιτικές ακόμα και στις μάχες. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με το ετερογενές και αμφιβόλου πίστης μισθοφορικό στράτευμα, οδηγούσε συχνά σε δυσπιστία μεταξύ των επικεφαλής των μονάδων, αδυναμία συντονισμού και πλήρη αναποτελεσματικότητα του στρατού.
Οι Βυζαντινοί με την ήττα στο Ματζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσαν στις ανατολικές τους επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής. Ακόμα, ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα αυτοκράτορες. Χάθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες έδιναν οι αυτοκράτορες ως επιβράβευση στα στρατεύματα, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλλάγματα, μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό.
Οι επιπτώσεις από τη μάχη του Μάτζικερτ το 1071 δεν ήταν κυρίως στρατιωτικές αλλά πολιτικές. Η μάχη στο Μαντζικέρτ ήταν περιττή και η ήττα των Βυζαντινών χαρακτηρίζεται ως αποτυχία που αποκάλυψε όλες τις διασπαστικές τάσεις που υπήρχαν στο βυζαντινό κράτος και τις οποίες οι προηγούμενοι αυτοκράτορες είχαν κατορθώσει λίγο ή πολύ να αναχαιτίσουν. Εντούτοις οι πολιτικές εξελίξεις που παρουσιάστηκαν ήταν καταλυτικές όχι μόνο για το εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και για τη σχέση της με τους γείτονες και τη θέση της ως πολιτικού μορφώματος στο διεθνή χώρο. Αν και ουσιαστικά δεν υπήρξε απώλεια εδαφών τα γεγονότα που ακολούθησαν τη συγκεκριμένη ήττα, επιτάχυναν τη συρρίκνωση και τελικά την πτώση του Βυζαντίου. Δημιουργήθηκε μια νέα και μη αναστρέψιμη κατάσταση στην ανατολική Μικρά Ασία η οποία είχε επιπτώσεις και στη βυζαντινή οικονομία, καθώς αποκλείστηκε από αγαθά που προμηθεύονταν από τα ανατολικά υψίπεδα της Μ.Ασίας.
Η προώθηση και η εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία είχε και άλλες προεκτάσεις. Η μάχη στο Μαντζικέρτ το 1071 θεωρείται σημαντικό ορόσημο της ιστορίας, επειδή οδήγησε σε δύο μεγάλης σημασίας διαδικασίες:
α. Τη βαθμιαία εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τον εξισλαμισμό των πληθυσμών των περιοχών αυτών
β. Την ‘’υποχρεωτική’’ πλέον ανοχή της βυζαντινής αρχής στην εμπλοκή των δυτικο-ευρωπαϊκών δυνάμεων στην απελευθέρωση των περιοχών αυτών από τους μουσουλμάνους. Έτσι διανοίγεται είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο δρόμος για τους Σταυροφόρους.
Η ήττα αυτή δε σήμανε την εθνική καταστροφή για το Βυζάντιο. Οι τραγικές της επιπτώσεις μεγεθύνθηκαν και επιταχύνθηκαν λόγω του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε αμέσως μετά και όχι μόνο δυναμίτισε την ομαλότητα, αλλά και μεθόδευσε απερίσκεπτα την στρατιωτική αποδυνάμωση του Βυζαντίου. Μπορεί η τουρκική παρουσία στην Ανατολή να συνιστούσε ένα διαρκή κίνδυνο για το κράτος, αλλά το χειρότερο ήταν, η εκμετάλλευση της τουρκικής παρουσίας στην Ανατολή από τις αντιμαχόμενες πλευρές των στρατηγών και των γραφειοκρατών στον αγώνα τους για την κατάληψη της εξουσίας. Αυτοί οι διχασμοί κλυδώνισαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία και μεγέθυναν ακόμα περισσότερο την έκταση της καταστροφής από την ήττα οδηγώντας σε καταστροφικές συνέπειες οι οποίες την οδήγησαν στο διαμελισμό και στην οριστική κατάρρευση.
Ανχης ε.α. ΔΒ – ΚΔ
Πολύβιος Ζησιμόπουλος