Το ΠΑΣΟΚ, οι κομμουνιστές και η κόκκινη τρομοκρατία
Σήμερα συμπληρώνονται 48 χρόνια από την ημέρα εκείνη (3 Σεπτεμβρίου του 1974) που ο εθνικός ολετήρας Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), του κόμματος της λωποδυσίας και της διαφθοράς που φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη για την χρεοκοπία της χώρας και την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας στους διεθνείς τοκογλύφους.
Ο λαοπλάνος ιδρυτής και ηγέτης του ΠΑΣΟΚ ήταν ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια για όλες τις αρνητικές εξελίξεις της πολιτικής, της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής της χώρας και απαξίωσε τις αξίες εκείνες που είναι απαραίτητες για να λειτουργήσει μια υγιής κοινωνία.
Επειδή είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν ότι το σημερινό σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ είναι το ίδιο με το ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών ’70 και ’80, θα κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση, αναφερόμενοι στο πρώιμο μαρξιστικό ΠΑΣΟΚ, στις δύο πρώτες τετραετίες διακυβέρνησης της χώρας, στις σχέσεις του με τους κομμουνιστές, την ευρύτερη αριστερά και την εγχώρια κόκκινη τρομοκρατία.
Η ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτεμβρίου του 1974 παρουσιάστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο ξενοδοχείο King George της Αθήνας. Οι θέσεις της διακήρυξης τοποθετούνταν στις παρυφές της άκρας αριστεράς και στόχευαν στο παραπλανητικό τετράπτυχο: λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική απελευθέρωση και δημοκρατική διαδικασία, θέσεις που μέσα σε λιγότερο από 40 χρόνια, αποδείχτηκαν φούμαρα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, διατυμπάνιζε διαρκώς ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν το κίνημα-χωνευτήρι των τεσσάρων γενιών της αριστεράς που έδρασαν στην μεταπολεμική Ελλάδα: η γενιά του ΕΑΜ, η γενιά του 114 της ΕΚ και της ΕΔΑ, η γενιά του ΠΑΚ [1] και η γενιά της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου. Η πλέον αριστερή ομάδα μέσα στο ΠΑΣΟΚ αποκαλούνταν «η Αριστερά της Αριστεράς», και είχε ως στόχο τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» της ελληνικής κοινωνίας.
To ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου υπήρξε το πιο «αριστερό» και «ριζοσπαστικό» κόμμα της Ευρώπης, έχοντας ως βασικό πρόσταγμα την «Σοσιαλιστική Αλλαγή». Αυτοπροσδιοριζόταν ως μαρξιστικό και ταξικό κίνημα, διακηρύσσοντας ότι βάση της πολιτικής του ιδεολογίας είναι ο Μαρξισμός.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τα εκατοντάδες έντυπα που κυκλοφορούσαν, από την ίδρυσή του ΠΑΚ μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (δεκαετία του ’70):
«Το ΠΑΣΟΚ είναι το σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας μας και σαν τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι μαρξιστικό» («Σοσιαλιστικός Μετασχηματισμός», Εκδ. ΠΑΣΟΚ, 1975, σελ. 15).
«Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε και είναι πράγματι ο φορέας ενός γνήσιου ταξικού κινήματος στην Ελλάδα» (Απόφαση της 5ης Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, 23 Φεβ. 1979).
«Το ΠΑΣΟΚ ενσαρκώνει ιδεολογία αριστερού κινήματος» (Απόφαση της 5ης Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, 23 Φεβ. 1979).
Το ΠΑΣΟΚ διαχώριζε τη θέση του από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν έχει σχέση με την σοσιαλδημοκρατία ή τον σοσιαλισμό που εκφράζει την κεντροαριστερή τάση στην Ευρώπη: «Δεν είμαστε σοασιαλδημοκράτες» έλεγε ο λαοπλάνος Ανδρέας Παπανδρέου ,«η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο» (Α. Παπανδρέου στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 3 Νοεμβρίου 1975).
Το πρώιμο μαρξιστικό ΠΑΣΟΚ παραδέχονταν την ένταξή του στην ευρύτερη μαρξιστική αριστερά. «Η έννοια αριστερός σαν πρακτική είναι επίπονη προσπάθεια και σημαίνει διαφοροποίηση και ρήξη με τις αστικές συνήθειες πρακτικής» (Απόφαση της 5ης Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, 23 Φεβ. 1979).
Η καταδίκη της Σοσιαλδημοκρατίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου προκαλούσε την αντίδραση όλων των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης και ιδιαίτερα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD). Για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, το ΠΑΚ και το πρώιμο ΠΑΣΟΚ ανήκαν στην άκρα αριστερά που είχε επαφές με όλα τα κομμουνιστικά διδακτορικά καθεστώτα και τη διεθνή τρομοκρατία.
Το πρώιμο μαρξιστογενές ΠΑΣΟΚ, που στελεχωνόταν κυρίως από μέλη του ΠΑΚ και ΕΑΜίτες/ΕΛΑΣίτες, είχε ιδεολογικές θέσεις άκρως αριστερές. Πολλά στελέχη και οπαδοί της άκρας αριστεράς (μαοϊκοί, παλαιοκομμουνιστές, κομμουνιστές από τις χώρες του παραπετάσματος κ.λπ.) εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και συμμετείχαν στην κομματική διαχείριση και στην καταλήστευση των δημόσιων πόρων.
Λίγο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε σε διαγραφές όλων εκείνων που θεωρούσε εμπόδιο στις επιδιώξεις του για την εδραίωση της ηγεμονίας του στο ΠΑΣΟΚ και την μετατροπή του σε αρχηγικό κόμμα. Αρχικά, τον Ιούνιο του 1975, διαγράφτηκαν τα παλιά στελέχη των κεντρώων («Δημοκρατική Άμυνα» κτλ.) που ήταν αντίθετοι με την μαρξιστική ιδεολογία κινήματος. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1976, ακολούθησαν και άλλοι «διαφωνούντες» και «αντάρτες».
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό 48%. Σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 173 βουλευτές και ο Ανδρέας Παπανδρέου γίνεται πρωθυπουργός.
Σύντομα όλες οι υπηρεσίες του δημοσίου κατακλίστηκαν από στρατιές πραιτωριανών-πρασινοφρουρών, οι οποίοι είχαν γίνει κράτος εν κράτει, διανέμοντας προνόμια και παροχές στους ημετέρους, κατακλέβοντας το Δημόσιο, απειλώντας και τιμωρώντας (με απολύσεις, δυσμενείς μεταθέσεις κ.λπ.) όσους θεωρούσαν «δεξιούς» ή «χουντικούς» .
Γράφει στο βιβλίο του «Το φριχτό φιάσκο της Αλλαγής» το πρώην μέλος του Π.Α.Κ. και του ΠΑΣΟΚ, Γιάννης Τσαγκούδης: «Μόλις το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, πρέπει να ήταν αρκετοί εκείνοι, που πίστευαν – σ’ όλα τα κλιμάκια, από τις Τ.Ο. ως την κορυφή, δηλαδή την Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε.) και το Εκτελεστικό Γραφείο (Ε.Γ.) -, ότι οι Τοπικές Οργανώσεις θα μπορούσαν να παίξουν ένα ρόλο Σοβιέτ, δηλ. να συγκυβερνούν ή να κυβερνούν. Στα πρώτα χρόνια είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος….Κατά την αντίληψη όλων αυτών δεν είχε νικήσει ο τριτοδρομικός σοσιαλισμός του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά ο κομμουνισμός του σταλινικού μοντέλου…. Αρκετοί θα έπρεπε να ήταν εκείνοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ – με λίγες ή πολλές γραμματικές γνώσεις – , που ζήλευαν τις πολιτικές σταδιοδρομίες του Τσαουσέσκου, του Ζίφκωφ και του Στάλιν, και που ονειρεύονταν κι αυτοί να αναρριχηθούν στην εξουσία με παρόμοιο τρόπο…».
Κατήργησαν τη Χωροφυλακή, αποδιοργάνωσαν την Ασφάλεια και σκόπιμα έδωσαν το όνομα ΕΛΑΣ στην Αστυνομία. Κατήργησαν την αγροφυλακή με συνέπεια να υπάρξουν χιλιάδες καταπατήσεις και διαφορές μεταξύ των κατοίκων της υπαίθρου. Κατήργησαν εορτές που μνημόνευαν μάχες του Έθνους κατά των κομμουνιστών, γκρέμισαν αγάλματα ιστορικών προσώπων και ηρώων, καθώς και μνημεία θυμάτων των κομμουνιστοσυμμοριτισμού. Αφαίρεσαν ονομασίες σε οδούς και πλατείες και τις αντικατέστησαν με ονόματα αριστερών προσώπων και ιστορικών συμβάντων που αγιοποιούν την Αριστερά κ.λπ.
Στο στόχαστρο του ΠΑΣΟΚ και των πάσης φύσεως «δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων» μπήκαν όλα τα αντικομμουνιστικά βιβλία που είχαν εκδοθεί από το ΓΕΣ, την Αστυνομία, τη Χωροφυλακή και άλλους φορείς και αναφέρονταν με αδιάσειστα στοιχεία και λεπτομέρειες στον αγώνα του Έθνους κατά των κομμουνιστοσυμμοριτών. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες και δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν τέτοια βιβλία έλαβαν διαταγή να τα παραδώσουν ώστε να πολτοποιηθούν. Ήταν τέτοιο το μένος των πασοκόσκυλων, ώστε κατέστρεψαν και τις μήτρες παραγωγής των βιβλίων για να μη ξανατυπωθούν μελλοντικά.
Εκατοντάδες πολύτιμες εκδόσεις, ιστορικά ντοκουμέντα, χάρτες, γραπτές μαρτυρίες κ.λπ. καταστράφηκαν κατόπιν εντολών των πράσινων και κόκκινων κομισάριων [2].
Να υπενθυμίσουμε και τους εμπρησμούς βιβλιοπωλείων που εξέδιδαν και πωλούσαν εθνικιστικά βιβλία, όπως η «Ελεύθερη Σκέψις» και η «Νέα Θέσις» στην οδό Ιπποκράτους, τα οποία έχουν πυρποληθεί αμέτρητες φορές από ομάδες αναρχοκομμουνιστών με την ανοχή των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Αντικομμουνιστικές κινηματογραφικές ταινίες απαγορεύτηκαν, δίσκοι με εμβατήρια και τραγούδια που θεωρήθηκαν ότι υμνούσαν τον Ι. Μεταξά και την «επάρατη χούντα» καταστράφηκαν, καθώς και δίσκοι με συνθέσεις και τραγούδια δημιουργών που είχαν στιγματιστεί ως «δεξιοί».
Αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
i) Τα βίαια επεισόδια που είχαν προκληθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 κατά τη διάρκεια των προβολών της ταινίας «Ελένη» [2] σε όλους τους κινηματογράφους της χώρας, τα οποία έγιναν από οργανωμένους τραμπούκους του ΚΚΕ και άλλα αριστερά αποβράσματα, ανάμεσα στα οποία συμμετείχαν και πολλά αφηνιασμένα πασοκόσκυλα. Οι τραμπούκοι εμπόδιζαν τους θεατές να εισέλθουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, πολλές φορές με χρήση βίας και προπηλακισμούς, με την ανοχή της αστυνομίας, η οποία αν και παρούσα, είχε λάβει εντολές να μην αντιδράσει.
Η ταινία προβλήθηκε μόνο για λίγες μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ πολλοί κινηματογράφοι αρνήθηκαν να την προβάλλουν λόγω φόβου επεισοδίων, καθώς και λόγω απειλητικών τηλεφωνημάτων που είχαν δεχτεί για τοποθετήσεις βομβών.
ii) Πριν μερικά χρόνια, ο πρόσφατα αποβιώσας τραγουδιστής Ρόμπερτ Γουίλιαμς, ο οποίος το 1982 είχε γράψει τον ύμνο της νουδούλας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Freddo, ανέφερε τα εξής: «Εγώ ήμουν μέλος της ΕΡΕ από το 1963, στη συνέχεια ήρθε η Χούντα καταργήθηκαν τα κόμματα, και από το 1974 είμαι μέλος της Νέας Δημοκρατίας. Δεν είχα ενοχλήσει πολιτικά κανένα χώρο, όμως με την έλευση του ΠΑΣΟΚ το 1981 σταμάτησε κάθε τρόπος επικοινωνίας μου προς το κοινό και ταυτόχρονα όλοι οι δίσκοι μου, που βρίσκονταν στις δισκοθήκες της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ καταστράφηκαν. Μου έκαναν πόλεμο και δεν κατάλαβα ποτέ το γιατί. Δεν έχω μετανιώσει που έγραψα τον ύμνο και θα το ξαναέκανα. Ουσιαστικά η καλλιτεχνική μου καριέρα, από το 1983 και μετά τελείωσε διότι δεν είχα βήμα επειδή με θεωρούσαν δεξιό…»!
Στα σχολεία, τα πανεπιστήμια και σε άλλους μαζικούς χώρους οργίαζε η αριστερή προπαγάνδα και αλλοίμονο σε εκείνους που προσπαθούσαν να αντισταθούν στο «κόκκινο» κατεστημένο.
Αριστεροί ινστρούχτορες και προφέσορες ανέλαβαν να ξαναγράψουν την ιστορία του συμμοριτοπολέμου (και όχι εμφυλίου όπως εσφαλμένα αποκαλείται) παραποιώντας ιστορικές αλήθειες, αποκρύπτοντας σημαντικά ιστορικά γεγονότα και παρουσιάζοντας το άσπρο, μαύρο. Οι στυγνοί εγκληματίες κομμουνιστοσυμμορίτες εμφανίζονται ως ήρωες και τα θύματα ως «δοσίλογοι» και «φασίστες» που έπρεπε να εξοντωθούν. Να θυμίσουμε και το σλόγκαν «Στο Μελιγαλά έγινε μισή δουλειά» που εκστομίζεται και γράφεται από πολλά αριστερά αποβράσματα [2].
Με τους υπέρογκους δανεισμούς, τις ξέφρενες σπατάλες, τη λεηλασία των κρατικών πόρων από την «πράσινη ακρίδα», χτίστηκε το πασοκικό πελατειακό κράτος της φαυλοκρατίας, της αναξιοκρατίας, της κλεπτοκρατίας, ενώ κατεδαφίστηκαν η ιεραρχία, η αξιοκρατία, η αξιολόγηση.
Γιγαντώθηκε η αποβιομηχάνιση της χώρας και η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Έργα υποδομής μηδέν. Αεροδρόμια, σταθμοί λεωφορείων, σιδηροδρομικοί σταθμοί, οδικά δίκτυα, λιμάνια κ.λπ. παρέμεναν τριτοκοσμικά.
Η διαφθορά, η διαπλοκή και η ατιμωρησία είχαν λάβει τεράστιες διαστάσεις και είχαν απλωθεί σ’ ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Η πασοκρατία αποδόμησε την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς και συνέβαλε μαζί με τη ΝΔ στην καθιέρωση της ηγεμονίας της αριστεράς.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το μαρξιστογενές ΠΑΣΟΚ έφεραν από το Παραπέτασμα δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστοσυμμορίτες που αιματοκύλισαν τη χώρα και τους συγγενείς τους, δίνοντάς τους παχυλές συντάξεις και εφάπαξ, και διορίζοντάς τους σε περίοπτες θέσεις του δημόσιου τομέα. Υπολογίζεται ότι δόθηκαν περίπου 200.000 συντάξεις χωρίς ανταποδοτικότητα σε «πολιτικούς πρόσφυγες» από την πρώην Σοβιετική Ένωση και άλλα κράτη του ανατολικού μπλοκ.
Επίσης, χιλιάδες ήταν εκείνοι οι οποίοι πήραν συντάξεις, δηλώνοντας αντιστασιακοί (χωρίς να υποστούν κανένα έλεγχο), ενώ κατά την περίοδο του συμμοριτοπόλεμου είτε δεν είχαν γεννηθεί είτε ήταν βρέφη, γεγονός που εξόργισε ακόμη και τον τότε γενικό γραμματέα του Κ.Κ.Ε., Χαρίλαο Φλωράκη («Καπετάν Γιώτη») ο οποίος είχε πει ειρωνικά στη Βουλή «Δεν ήξερα ότι υπήρχαν τόσοι πολλοί αντιστασιακοί στην Ελλάδα».
Πολλοί από αυτούς, ενώ παρέμειναν κομμουνιστές, στήριζαν και ψήφιζαν το κλεφτοΠΑΣΟΚ, καθώς συμμετείχαν στο «μεγάλο φαγοπότι» που ακολούθησε.
Να θυμίσουμε ότι στις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και σχεδόν καθ΄όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, συμμετείχαν αρκετοί κουκουέδες και λοιποί ακροαριστεροί και τανάπαλιν. Κάποια από τα συνθήματα που κυριαρχούσαν την περίοδο εκείνη: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Έξω οι βάσεις του ΝΑΤΟ από την Ελλάδα», «Απόψε πεθαίνει η Δεξιά» κ.λπ. ακούγονταν τόσο από τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ όσο και από τους κουκουέδες που διαδήλωναν πλάι-πλάι.
Ανάμεσα σε εκείνους που επέστρεψαν από το Παραπέτασμα ήταν και ο μπολσεβίκος μακελάρης του συμμοριτοπόλεμου «Καπετάν Μάρκος» (Μάρκος Βαφειάδης).
Ο Βαφειάδης έγινε ένθερμος υποστηρικτής του Ανδρέα Παπανδρέου, συνεργάστηκε μαζί του και εξελέγη βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Παρέμεινε όμως πιστός κομμουνιστής και προσπάθησε να συμβάλλει στην πολιτική ένωση όλων των κομμουνιστικών δυνάμεων της χώρας. Τον Μάιο του 1984 ο αμετανόητος Βαφειάδης συμμετείχε ως τιμητικός προσκεκλημένος στο πρώτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όπου το χειροκρότημα που έλαβε από τους συνέδρους ήταν τόσο ενθουσιώδες όσο και εκείνο για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σε επίσημη εκδήλωση στο Πεντάγωνο του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού!
Στην τελευταία του συνέντευξη, λίγο πριν το θάνατό του, στον τότε δημοσιογράφο της ΕΡΤ και αργότερα βουλευτή της ΝΔ, Αργύρη Ντινόπουλο, ερωτώμενος πως αισθάνεται μετά την πτώση του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», ο αμετανόητος Βαφειάδης απάντησε πως «ο κομμουνισμός δεν είναι χίμαιρα» και ο ίδιος, παρά τη συνεργασία του με το ΠΑΣΟΚ, συνέχιζε να αυτοπροσδιορίζεται κομμουνιστής.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι μαρξιστές πρασινοφρουροί ανέδειξαν σε εθνικό ήρωα τον αιμοσταγή μπολσεβίκο του συμμοριτοπολέμου Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα). Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το πορτρέτο του Κλάρα ήταν αναρτημένο σε όλα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, δίπλα στα πορτρέτα του Ανδρέα Παπανδρέου και του Καρλ Μαρξ.
Αν κάποιοι θεωρούν υπερβολές τα παραπάνω, παραθέτω τι γράφει ο αρχιεκτελεστής της «17ης Νοέμβρη», και πρώην στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» (2019): «Σε αυτό τον πολιτικό χώρο (ΠΑΣΟΚ) προσχώρησαν πολλοί ριζοσπαστικοποιημένοι νέοι, σεβαστοί αντιδικτατορικοί αγωνιστές, παλιοί αντάρτες και καπεταναίοι του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Πέρα από παγιωμένο κόμμα ήταν ένας πολιτικός χώρος στον οποίο συνυπήρχαν όλες οι τάσεις της Αριστεράς. Τα γραφεία των τοπικών οργανώσεων στολίζονταν με αφίσες του Μαρξ και του Άρη. Λίγο αργότερα άνοιξαν τα τότε κεντρικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ, Πανεπιστημίου και Μπενάκη, κάτω από τα γραφεία της Ελευθεροτυπίας. Βρισκόμουν εκεί καθημερινά.…».
Αξιοσημείωτη ήταν η ανοχή (αν όχι συγκάλυψη) που έδειξε το ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίες του ’70 και ’80 απέναντι στην αριστερή τρομοκρατία, η οποία υπήρξε η μακροβιότερη σε όλη την Ευρώπη. Να αναφέρουμε, επίσης, τη στήριξη του πασοκικού καθεστώτος προς τη διεθνή τρομοκρατία, όπως π.χ. στο ηγετικό στέλεχος της γερμανικής τρομοκρατικής οργάνωσης «Μπάαντερ-Μάινχοφ», Ρολφ Πόλε, στον οποίο παρείχε άσυλο και συμπαράσταση.
Η δράση των ελληνικών τρομοκρατικών οργανώσεων της αριστεράς ξεκίνησε το 1974, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Οι σημαντικότερες εξ’ αυτών είναι η «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη» (1974-2002), ο «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας» (1975-1995), ο «Επαναστατικός Αγώνας» (2003-2017), η «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» (2008- σήμερα) και η «Σέχτα Επαναστατών» (2009-σήμερα). Να σημειωθεί ότι όλες τους σχεδόν λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Το 1983, το ΠΑΣΟΚ κατήργησε τον αντιτρομοκρατικό νόμο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» ως αντιδημοκρατικό και αντίθετο στις ατομικές ελευθερίες.
Αργότερα, ο νόμος 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» που ακολούθησε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη – με τον οποίο μεταξύ άλλων, ενισχύονταν οι δικαιοδοσίες της αστυνομίας και απαγορευόταν οι δημοσιοποιήσεις των προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων- καταψηφίστηκε τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς.
Όταν συλλαμβάνονταν κάποιος ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες, βλέπαμε πασόκους και άλλους αριστερούς βουλευτές-δικηγόρους, αριστερούς δημοσιογράφους, ψευδομάρτυρες, πρασινοφρουρούς και κομμουνιστές συνδικαλιστές να υπερασπίζονται τους κατηγορουμένους, με τον αριστερό όχλο να κατακλύζει τις δικαστικές αίθουσες και τους χώρους εκτός δικαστηρίων, διαδηλώνοντας υπέρ των κατηγορουμένων για τρομοκρατία. Υπήρξαν περιπτώσεις που αυτοκίνητα εισαγγελέων, δικαστών, ενόρκων πυρπολήθηκαν πριν τις δίκες. Αν κάποιος δικαστής ή εισαγγελέας τολμούσε να προτείνει την καταδίκη ενός κατηγορουμένου για τρομοκρατία, δεχόταν υβριστικές επιθέσεις από τους δικηγόρους-βουλευτές υπερασπιστές. Αποτέλεσμα ήταν, σχεδόν πάντα, οι κατηγορούμενοι να αθωώνονται.
Ο τέως εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευστάθιος Μπλέτσας στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη ώρα μηδέν» (1988) κατήγγειλε την άλωση της Δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και την επέμβαση στη διοίκηση της Δικαιοσύνης. Γράφει συγκεκριμένα: «Πολιτικοποίησις της Δικαιοσύνης, κατά το ΠΑ.ΣΟ.Κ., και απονομή της κατά το κοινόν περί δικαίου αίσθημα, όπως νοείται τούτο εις τα χώρας του “υπαρκτού σοσιαλισμου”, είναι έννοιαι ταυτόσημοι και σημαίνουν προσαρμογήν του νόμου και της εφαρμογής αυτού εις το “συγκεκριμένον περιβάλλον”, υποταγήν δηλαδή του Δικαίου, εις σκοπιμότητας και εις εντέχνως κατευθυνομένην πίεσιν διατεταγμένων όχλων”[ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΤΙ;], αναφέροντας ως παράδειγμα τον διαβόητο Κρυλένκο, λαϊκό επίτροπο των επαναστατικών δικαστηρίων της περιόδου 1918-1922 της Σοβιετικής Ρωσίας, σύμφωνα με τον οποίο “οι δικαστές μας είναι, πάνω απ’ όλα, πολιτικοί εργάτες και πρέπει πρωτίστως να γνωρίζουν τι απαιτεί απ’ αυτούς το Κράτος και να κατευθύνουν αναλόγως το έργο τους”. Όσο για τα δικαστήρια “αυτά πρέπει να είναι ένα απολύτως ευπειθές όπλον στα χέρια των εξουσιών του Κράτους”. Τα αυτά, με μάλλον περίτεχνον και συγκεκαλυμμένην διατύπωσιν υποστηρίζουν και οι θεωρητικοί του ΠΑΣΟΚ».
Ακόμη θυμάμαι, λες και ήταν χθες τους πανηγυρισμούς των πασοκόσκυλων και των πάσης φύσεως αριστερών στο χώρο εργασίας, ύστερα από κάθε χτύπημα των τρομοκρατών και την απογοήτευσή τους όταν συνελήφθησαν τα μέλη της 17 Νοέμβρη τον Ιούλιο του 2002.
Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Τόμας Νάιλς, αναφερόμενος στην ανοχή της κόκκινης τρομοκρατίας από το ΠΑΣΟΚ και στην αδυναμία των ελληνικών αρχών να την εξαρθρώσει, είχε πει: «Πίστευα ότι η αντίδραση της κυβέρνησης δεν ήταν η απαιτούμενη και ότι πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση από το να δεχτούμε ότι οι τρομοκράτες ήταν πολύ έξυπνοι και οι αστυνομικοί ανόητοι. Και το πιστεύω ακόμη» συμπληρώνοντας πως «αν κοιτάξουμε πίσω στο 1974, όταν το ΠΑΚ μετατράπηκε σε ΠΑΣΟΚ, ενδεχομένως ένα τμήμα του ΠΑΚ να μετατράπηκε σε 17Ν. Το ερώτημα είναι ποιες είναι οι σχέσεις αυτής της οργάνωσης με το ΠΑΣΟΚ».
Σύμφωνα με πληθώρα εγγράφων, τα περισσότερα των οποίων προέρχονταν από ξένες μυστικές υπηρεσίες, στελέχη του ΠΑΚ, προπάτορα του ΠΑΣΟΚ, είχαν εκπαιδευτεί στον ένοπλο αγώνα σε στρατόπεδα Παλαιστινίων στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια της επταετίας των συνταγματαρχών.
Οι δηλώσεις του Νάιλς προκάλεσαν την αντίδραση κορυφαίων στελεχών του κλεφτοΠΑΣΟΚ, που τις χαρακτήρισαν «αστειότητες και ανοησίες». Τα γεγονότα, ωστόσο, τους διαψεύδουν και δικαιώνουν τον πρώην Αμερικανό πρέσβη.
Ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Δήμος Μπότσαρης, υπήρξε συγγραφέας αρκετών βιβλίων στη δεκαετία του ’80, που απομυθοποιούσαν το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Μπότσαρης υπέδειξε το ΠΑΣΟΚ ως μήτρα γένεσης της κόκκινης τρομοκρατίας και τον Μιχάλη Ράπτη (γνωστό ως «Πάμπλο») ως ιθύνοντα νου της «17 Νοέμβρη». Να σημειωθεί, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Μιχάλη Ράπτη, διάδοχο του Τρότσκι στη γραμματεία της 4ης Διεθνούς, ο οποίος πιστεύεται ότι ενεθάρρυνε διάφορες ακροαριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις για ένοπλο αγώνα.
Αρκετά μέλη των τρομοκρατικών οργανώσεων προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ. Ο τρομοκράτης Χρήστος Τσουτσουβής, που ανήκε στην «Αντικρατική Πάλη» και σκοτώθηκε στις 13/05/1985 στην περιοχή του Γκύζη, ύστερα από συμπλοκή με αστυνομικούς, ήταν αρχικά μέλος του του ΠΑΚ και αργότερα του ΠΑΣΟΚ. Ο αρχιεκτελεστής της «17 Νοέμβρη» ήταν μέλος του ΠΑΣΟΚ και ακολούθως προσέγγισε τον Μαοϊκό χώρο (ΕΚΚΕ και ΚΚΕ-μλ).
Δεν ισχυριζόμαστε βεβαίως τα βλακώδη και ανυπόστατα μυθεύματα που καλλιεργούσαν στελέχη της νουδούλας και ο φίλα προσκείμενος Τύπος τη δεκαετία του ’80 (όταν η διαμάχη μεταξύ των δύο κομμάτων βρίσκονταν στο ζενίθ) ότι τάχατες αρχηγός της «17 Νοέμβρη» ήταν ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου και υπαρχηγός ο Κώστας Λαλιώτης.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ υπήρχε μεγάλη απροθυμία για τις έρευνες, τον εντοπισμό και τη σύλληψη των μελών της 17 Νοέμβρη και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα την ανοχή και κάποιες φορές τη συγκάλυψη της δράσης των τρομοκρατών. Σε αυτό, μεγάλο ρόλο έπαιξε η μαρξιστική και ακροαριστερή ιδεολογία πολλών στελεχών και μελών του κινήματος.
Ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ, Κωνσταντίνος Μητοστάκης, σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Αλέξη Παπαχελά δηλώνει: «Ο Ανδρέας δεν ήταν ο αρχηγός της “17 Νοέμβρη”. Ο Ανδρέας πιθανώς, και για αυτό δεν είμαι βέβαιος, να είχε απλώς ανεχθεί, χωρίς να θέλει να πολυ-ξέρει τι γίνεται. Για τον Ανδρέα δεν το ξέρω, δεν έχω γνώμη για τον Ανδρέα. Δεν θα με εξέπληττε να το ήξερε. Γιατί ο Ανδρέας ήταν άξιος για όλα στη δική μου την εκτίμηση. Αλλά, δεν το ξέρω και δεν το λέω. Αλλά είμαι 100% πεπεισμένος ότι πίσω από τη “17 Νοέμβρη” υπήρξε το σκληρό ΠΑΣΟΚ, στην πρώτη φάση. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού…».(Α. Παπαχελάς: «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια -τόμος Β: 1974-2016»).
Ακόμη και το «μύθος της αριστεράς» Μίκης Θεοδωράκης στις 18/10/1989, είχε δηλώσει στο ραδιοφωνικό σταθμό Top FM ότι «Επί οκτώ χρόνια το ΠΑΣΟΚ “έκρυβε” τους τρομοκράτες», κατηγορώντας και τον ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ και πρώην διοικητή της ΕΥΠ Κωνσταντίνο Τσίμα, ο οποίος απάντησε με μηνύσεις.
Η δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» σταμάτησε το καλοκαίρι του 2002, επί κυβερνήσεως κλεφτοΠΑΣΟΚ, με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Δημήτρη Χρυσοχοΐδη. Ήδη η τότε κυβέρνηση του μεταλλαγμένου «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ δεχόταν πιέσεις από τις Η.Π.Α και την Μεγάλη Βρετανία για την εξάρθρωση της αριστερής τρομοκρατίας ενόψει των Olympic Games της Αθήνας (2004). Στην εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» συνέβαλε το τυχαίο γεγονός που συνέβη στις 29 Ιουνίου του 2002 και οδήγησε στη σύλληψη του τρομοκράτη Σάββα Ξηρού όταν αυτός τραυματίστηκε από πρόωρη έκρηξη του αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού που ήθελε να τοποθετήσει στα εκδοτήρια της ακτοπλοϊκής εταιρίας «Hellas Flying Dolphins» στο λιμάνι του Πειραιά. Σύντομα ακολούθησε η σύλληψη πολλών μελών της «17 Νοέμβρη» και λίγο αργότερα η δίκη κατά την οποία δεκατέσσερις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές που κυμάνθηκαν από 8 χρόνια μέχρι ισόβια.
Από τους αριστερούς τρομοκράτες που έδρασαν από το 1974 και μετά, οι περισσότεροι ουδέποτε συνελήφθησαν είτε λόγω παραγραφής είτε λόγω απροθυμίας του σάπιου μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Κάποιοι αθωώθηκαν στις δίκες και άλλοι στο εφετείο, ενώ από τους συλληφθέντες της «17 Νοέμβρη» το 2002, οι περισσότεροι έχουν αποφυλακισθεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Πριν ενάμιση περίπου χρόνια ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Παύλος Χρηστίδης μιλώντας στον Real FM, δήλωσε:
«Το “τσεκούρι της τρομοκρατίας” θάφτηκε στην πατρίδα μας σχεδόν 20 χρόνια πριν, με πρωτοβουλίες και με έργο το οποίο έκαναν και άλλες κυβερνήσεις, αλλά κυρίως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ».
Το θράσος των πασόκων ξεπερνά κάθε όριο όταν ισχυρίζονται αναίσχυντα ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν αυτό που έβαλε τέλος στην τρομοκρατία της αριστεράς όταν για περισσότερα από 20 χρόνια κάλυπτε τους τρομοκράτες.
Εξοργιστική ήταν η ανοχή που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν κυβέρνηση απέναντι στις αναρχοκομμουνιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, των οποίων κάποια μέλη ήταν γιοι και συγγενικά πρόσωπα βουλευτών και υπουργών του.
Από τότε που ανάλαβε την εξουσία η «δεύτερη φορά αριστερά» (διότι η πρώτη φορά ήταν επί ΠΑΣΟΚ) με τις ψήφους δεκάδων χιλιάδων πρώην στελεχών και υποστηρικτών του κλεφτοΠΑΣΟΚ [5], πρωτοκλασάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τάχθηκαν απροκάλυπτα υπέρ της απελευθέρωσης όλων των αριστερών τρομοκρατών. Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαν επισκεφτεί φυλακισμένους τρομοκράτες και είχαν πολύωρες συζητήσεις μαζί τους ενώ ο αμετανόητος αρχιεκτελεστής της 17 Νοέμβρη Δημήτρης Κουφοντίνας απολάμβανε προνομιακής μεταχείρισης (όπως π.χ. η μεταφορά του στις αγροτικές φυλακές, άδειες κ.λπ.).
Παρ’ όλα αυτά η «αδέκαστη Δικαιοσύνη» δεν διερεύνησε ποτέ για μια ενδεχόμενη σχέση και στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», οι «Επαναστατικοί Πυρήνες» κ.λπ.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι στην κυβέρνηση της νουδούλας, όπως και στην προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, περίπου οι μισοί υπουργοί, υφυπουργοί, σύμβουλοι και παρατρεχάμενοι (Χρυσοχοΐδης, Θεοδωρικάκος, Γεραπετρίτης, Σκέρτσος, Μενδώνη, Γιατρομανωλάκης, Πιερρακάκης, Πελώνη, Σπυράκη κ.ά.) προέρχονται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Το γεγονός αυτό δικαιολογεί και την προσπάθεια «αγιοποίησης» του κλεφτοΠΑΣΟΚ από τα δύο κόμματα.
Όπως γράφει ο Συναγωνιστής Νίκος Μιχαλολιάκος σε παλαιότερο άρθρο του με τίτλο «Η “νεκρανάσταση” του ΠΑΣΟΚ»: «Το ΠΑΣΟΚ είναι πάλι εδώ, και όπως όλα δείχνουν θα διεκδικήσει άνετα ένα ποσοστό στις προσεχείς εκλογές μεγαλύτερο του 10%. Γίνεται μοιραία ο ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της χώρας, αφού ένα 10% και πλέον του ΠΑΣΟΚ καθιστά “όνειρο θερινής νυκτός” την όποια προοπτική της ΝΔ για αυτοδυναμία σίγουρα με την απλή αναλογική και πολύ πιθανόν και σε δεύτερες εκλογές εάν επιτρέψει η Ευρώπη να γίνουν ποτέ δεύτερες εκλογές και δεν επιβάλλει κάποιον “τεχνοκράτη”, που θα αναγκάσει τα κόμματα να τον στηρίξουν».
[1] Ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) στη Στοκχόλμη της Σουηδίας τον Φεβρουάριο του 1968, με κύριο στόχο την ανατροπή της «χούντας των συνταγματαρχών».
Οι πηγές χρηματοδότησης του ΠΑΚ ήταν πολλές και άδηλες. Το ΠΑΚ λάμβανε χρήματα από τις συνδρομές των μελών του, από εράνους ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Λάμβανε επίσης επιδοτήσεις από τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, καθώς και από άλλες αδιευκρίνιστες πηγές. Οριστική ρήξη με τους μετριοπαθείς κεντροαριστερούς επήλθε το 1971, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυττε πως το καθεστώς των συνταγματαρχών θα έπεφτε μόνο με «δυναμικό ένοπλο αγώνα» από ένα «λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα» που θα ήταν έτοιμο να παλέψει για μια «σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα». Με τις ακραίες αυτές θέσεις του, το ΠΑΚ παρουσίαζε περισσότερες ομοιότητες με ένα λατινοαμερικανικό ή τριτοκοσμικό μόρφωμα, παρά με ένα αριστερό ευρωπαϊκό κίνημα. Αρκεί να σημειωθεί ότι οι θέσεις του ΠΑΚ εύρισκαν αντίθετο ακόμη και το ΚΚΕ, το οποίο καταδίκαζε κάθε αναφορά στην ένοπλη πάλη κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Ακόμη και για τα σταλινικά αποβράσματα του Κ.Κ.Ε. φάνταζε ουτοπική, και αυτό γιατί οι τοποθετήσεις των κουκουέδων ήταν πιο «μετριοπαθείς» και «ρεαλιστικές».
[2] Δεν ήταν η πρώτη φορά που «δημοκρατικοί» (αριστεροί και κομμουνιστές) έβαλαν ως στόχο αντικομμουνιστικά βιβλία. Το 1964, όταν την εξουσία ανέλαβε η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου με τα δεκανίκια της ΕΔΑ, αριστεροί τραμπούκοι», εισέβαλαν στα γραφεία αξιωματικών του στρατού και της αεροπορίας του Υπουργείου Αμύνης για να βρουν αντικομμουνιστικά βιβλία. Αρκετοί αξιωματικοί που είχαν στην κατοχή τους τέτοια βιβλία τιμωρήθηκαν, όπως ο Εξαρχάκος, τότε αρχηγός της Αεοπορίας, ο στρατηγός Ξένος του ΓΕΕΘΑ που αποστρατεύθηκε κ.ά. Την ίδια περίοδο, όχλος αριστερών εισέβαλε στο δήμο Καβάλας, οι οποίοι αφού έδειραν τους υπαλλήλους της βιβλιοθήκης, μάζεψαν όλα τα αντικομμουνιστικά βιβλία και τα έκαψαν στην κεντρική πλατεία της πόλης, ουρλιάζοντας πολιτικά συνθήματα.
[3] Στις 20 Αυγούστου του 1948, η Ελένη Γκατζογιάννη, από το χωριό Λια Θεσπρωτίας, συνελήφθη από τους κουμμουνιστοσυμμορίτες επειδή βοήθησε τα παιδιά της να δραπετεύσουν για να μη πέσουν στα χέρια των ανταρτών. Η τραγική μάνα καταδικάστηκε σε θάνατο από το ανταρτοδικείο με την κατηγορία ότι «κατέστρωσε την απόδραση των τεσσάρων παιδιών της, καθώς και της μάνας της, της αδελφής της και της ανιψιάς της». Η Ελένη Γκατζογιάννη και η γυναικαδέλφη της Αλεξία τουφεκίστηκαν στις 28 Αυγούστου του ιδίου έτους.
Χρόνια αργότερα, ο γιος της Νίκος Γκατζογιάννης, δημοσιογράφος, θα εξιστορήσει την τραγική ιστορία της στο βιβλίο του με τίτλο «Ελένη» που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία του Πήτερ Γέητς με τον Τζων Μάλκοβιτς στο ρόλο του γιού και την Κέητ Νέλλιγκαν στον ομώνυμο ρόλο.
Να σημειωθεί ότι τα γυρίσματα της ταινίας δεν έγιναν στο χωριό Λια της Ηπείρου, όπου διαδραματίστηκαν τα πραγματικά γεγονότα, αλλά στην Ισπανία, λόγω απαγόρευσης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η ταινία πολεμήθηκε σφόδρα από τις φιλοπασοκικές και αριστερές φυλλάδες και ουδέποτε προβλήθηκε στην τηλεόραση.
[4] Χαρακτηριστική η περίπτωση του κομμουνιστή συνταξιούχου καθηγητή Πολιτικών Επιστημών της Παντείου, Γιώργου Ρούσση, ο οποίος πριν μερικούς μήνες με ανάρτησή του στα social media, αναφερόμενος στη σφαγή στο Μελιγαλά, δήλωσε ότι «δυστυχώς έγινε μισή δουλειά». Δηλαδή, σύμφωνα με τον αισχρό μπολσεβίκο «προφέσορα», τα 1000 περίπου θύματα που σφαγιάστηκαν και πετάχτηκαν στην πηγάδα (ανάμεσα στα οποία γυναικόπαιδα και γέροντες) ήταν λίγα και θα έπρεπε να γίνουν περισσότερες εκκαθαρίσεις από τους κομμουνιστοσυμμορίτες. O ελεεινός Ρούσσης, μάλιστα, θεωρεί μαγκιά να πληρώνεται από το αστικό κράτος ενώ επιδιώκει την κατάλυσή του («Μα αυτή είναι η μαγκιά να παίρνεις λεφτά από το αστικό κράτος για να το πολεμάς» ήταν η απάντηση που ανάρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό, απαντώντας σε κάποιον σχολιαστή που τον επέκρινε για τις εμετικές δηλώσεις του, όταν μάλιστα πληρώνεται από το ελληνικό δημόσιο. Να σημειωθεί, επίσης, ότι ο Ρούσσης, πριν μια εικοσαετία περίπου, είχε καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορούμενου για τρομοκρατικές ενέργειες, Γιάννη Σερίφη.
[5] Όπως είχε δηλώσει σε ραδιοφωνική συνέντευξη στις 9 Ιουνίου του 2015 ο ανεκδιήγητος Θεόδωρος Πάγκαλος «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ΠΑΣΟΚ στην τελευταία του έσχατη απόδειξη. Όπως επρόκειτο να καταντήσει. Όλα τα λαμόγια, όλοι οι διεφθαρμένοι, όλοι οι τεμπέληδες, όλοι οι άχρηστοι, όλοι οι φαύλοι, είναι στο ΠΑΣΟΚ!», ξεχνώντας ωστόσο να συμπεριλάβει τον εαυτό του, αφού ο ίδιος υπηρέτησε το κλεφτοΠΑΣΟΚ, από διάφορες θέσεις, για περισσότερο από 40 χρόνια.
Παύλος Γκάσταρης