17 Φεβρουαρίου 1914 – Η ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου
Γράφει ο Γ. Δημητρακόπουλος, Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός
«Έχω μια αδερφή, κουκλίτσα αληθινή, την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ, την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ! Της κόψαν την φωνή, κουκλίτσα αληθινή, την πιάσανε αιχμάλωτη οι άπιστοι Αλβανοί. Και τώρα που μπορώ, το όπλο να κρατώ κι ανήκω εις τον ένδοξο Ελληνικό στρατό, θ’ ανέβω ένα πρωί, χωρίς διαταγή, για να αγκαλιάσω στοργικά την δόλια μου αδερφή».
(Εθνικό άσμα για την Βόρειο Ήπειρο, που μάθαιναν τα παιδιά μας στα σχολεία, μέχρι που το κατήργησε ο καραμανλισμός, ως… φασιστικό κατάλοιπο).
Αγαπητοί αναγνώστες, Θέμα της σημερινής μας επετειακής ιστορικής αναδρομής, είναι η ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, που έγινε στις 17 Φεβρουαρίου 1914. Όμως, πρώτα-πρώτα θα πρέπει να παραθέσουμε κάποια ιστορικά στοιχεία για τον ελληνισμό της Β. Ηπείρου. Η παρουσία του ελληνισμού στην περιοχή της Ηπείρου χρονολογείται από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π. Χ. Ο Στράβων, αναφέρει 11 ελληνικά φύλα που κατοικούσαν κάτω από τον Γενούσο ποταμό: Θεσπρωτούς, Κασσωπαίους, Μολοσσούς, Αμφιλοχίους, Χάονες, Αθαμάνες, Τυμφακούς, Αίκιθες, Ορέστες, Αττιντάνες και Παραναίους. Αργότερα, όλοι οι ανωτέρω ονομάστηκαν μ’ ένα κοινό όνομα: Ηπειρώτες. Κατοικούντες πάνω από τον Γενούσο ποταμό μέχρι και τις δαλματικές ακτές, ήσαν οι Ιλλυριοί, ομοίως ελληνικό φύλο. Οι Ηπειρώτες μιλούσαν φυσικά την ελληνική γλώσσα και μετά την εμφάνιση του χριστιανισμού υιοθέτησαν την νέα θρησκεία. Στο διάβα των αιώνων, έγιναν πολλές επιδρομές βαρβαρικών φύλων. Τον 7ο μ. Χ. αιώνα, εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή -και ιδιαιτέρως πάνω από τον Γενούσο- οι Σλάβοι. Τους επόμενους αιώνες, η εγκατάστασή τους έγινε μαζική.
Στις αρχές του 1360, εμφανίστηκαν στα Βαλκάνια οι Τούρκοι και μερικά χρόνια αργότερα κατέλαβαν ευρύτερες περιοχές της Ηπείρου και εγκατέστησαν τους πρώτους Τουρκομανικούς πληθυσμούς στις εύφορες γαίες. Η πρώτη μαζική αντίσταση των Ηπειρωτών στην τουρκική κατάκτηση, έγινε υπό την ηγεσία του Γεωργίου Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη. Τραγική ειρωνεία: ο μέγας αυτός Έλλην θεωρείται σήμερα από τους Αλβανούς εθνικός τους ήρωας, αγάλματά του υπάρχουν παντού, δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του (με παρόμοιο τρόπο οι Σκοπιανοί καπηλεύονται τον Μέγα Αλέξανδρο). Ο Καστριώτης, με φλάμπουρο τον δικέφαλο αετό (την σημερινή σημαία της Αλβανίας) λευτέρωσε την Ήπειρο το 1443 και η λευτεριά, παρά τις συνεχείς και λυσσαλέες τουρκικές επιθέσεις, κράτησε μέχρι το 1480 (ο Καστριώτης πέθανε δοξασμένος το 1468). Μετά την εδραίωση της κατακτήσεως της Ηπείρου από τους Τούρκους, έγιναν οι πρώτοι (εκούσιοι) εξισλαμισμοί Ελλήνων. Αυτοί που έκαναν την αρχή ήταν οι φεουδάρχες (κάτοχοι τιμαρίων γης, «τιμαριούχοι»), με σκοπό την διατήρηση των τιμαρίων και των λοιπών προνομίων τους. Αυτοί, λοιπόν, ονομάστηκαν Σπαχήδες. Μάλιστα, είχαν υπό τας διαταγάς των, μισθοφορικά στρατιωτικά σώματα, τα οποία έθεσαν στην διάθεση των Τούρκων. Αρχικώς, ο εξισλαμισμός τους ήτο εικονικός, καθώς διατηρούσαν στα κρυφά την πίστη και την εθνική τους ταυτότητα. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, αποκόπτονταν σιγά-σιγά από τον εθνικό κορμό και εν τέλει χάθηκαν για τον ελληνισμό.
Όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότεροι Έλληνες εξισλαμίζονταν, για πολλούς και διαφόρους λόγους (επιβιώσεως, φιλοδοξίας, ευημερίας κ.α.). Αυτοί οι νέοι προσήλυτοι του μωαμεθανισμού, διαποτισμένοι με τον φανατισμό του νεοφωτίστου, άφησαν πίσω τους οριστικώς και αμετακλήτως την ελληνική εθνική συνείδηση, την ορθόδοξη πίστη, τα ήθη και έθιμα, ακόμα δε και την ελληνική γλώσσα (υιοθέτησαν μια τοπική διάλεκτο, μίξη τουρκικών, σλαβικών και ελληνικών, την λεγομένη Αρβανίτικη γλώσσα). Αυτοί ονομάσθησαν Τουρκαλβανοί ή Μουρτάτες και εξελίχθησαν σε λαίλαπα για τον ηπειρωτικό ελληνισμό, αφού κατά τις τρομοκρατικές τους επιδρομές περνούσαν δια μαχαίρας τους επιμένοντας ελληνικά. Ο φόβος που είχαν οι ανυπεράσπιστοι Έλληνες γι’ αυτούς τους Γενιτσάρους, προκάλεσε νέους εξισλαμισμούς-εκτουρκισμούς. Μουρτάτες είναι και οι διαβόητοι Τσάμηδες, που ζούσαν στην Θεσπρωτία και που από την κατοχή μέχρι σήμερα, αποτελούν την αιχμή του ανθελληνικού δόρατος. Πόσο ελληνικό αίμα πήγε χαμένο! Και να η κακή μοίρα του ελληνισμού: να καταστρέφεται από το ίδιο του το αίμα!
Στην Ήπειρο, υπήρχαν και οι Βλάχοι. Οι Βλάχοι είναι Έλληνες καθαρόαιμοι, σαν όλους τους υπολοίπους. Όμως, κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας, έτυχε να χρησιμοποιηθούν ως φρουροί σε ορεινά στρατηγικά σημεία και σε αντάλλαγμα τους παραχωρήθηκαν καλλιεργήσιμα εδάφη και άλλα προνόμια. Από την σχέση τους με τους Ρωμαίους, προέκυψε το λατινογενές βλάχικο ιδίωμα, που χρησιμοποιείται ως δεύτερη γλώσσα. Στο διάβα των αιώνων, οι Βλάχοι διατήρησαν την ελληνική τους ταυτότητα, καθώς και την ορθόδοξη πίστη, έδιναν δε πάντοτε το παρών στα εθνικά προσκλητήρια. Επίσης, πολλοί εθνικοί ευεργέτες ήταν Βλάχοι (Αβέρωφ, Ζάππας, Συγγρός κ.α.). Κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ιταλοί και οι Ρουμάνοι, χρησιμοποίησαν κάποια ελάχιστα καθάρματα που επιχείρησαν να αποκόψουν τους Βλάχους από τον εθνικό κορμό, χωρίς επιτυχία. Βλαχόφωνοι πληθυσμοί υπάρχουν και σήμερα στην Β. Ήπειρο, αλλά και στην ελεύθερη Ελλάδα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο ελληνισμός και η ορθοδοξία χάνονταν σιγά-σιγά, εξαιτίας της τρομοκρατικής δράσεως των Τουρκαλβανών. Την κατάσταση έσωσε ο εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός, που εξελίχθηκε σε μεγάλη μορφή του ελληνισμού. Ο Άγιος, παρότι καταγόταν από την Ναυπακτία, κατέληξε να περιοδεύει στην Ήπειρο και να κηρύττει την εθνική αφύπνιση, μαζί με τον λόγο του Θεού. Ο πύρινος λόγος και η εθνική δράσις του Αγίου, βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση από τους υπόδουλους Έλληνες και ως εκ τούτου προκάλεσαν τον φθόνο των εβραιοσιωνιστών της περιοχής, που επίεζαν με μεγάλη φορτικότητα τον Κούρτ Πασά του Βερατίου, να τον εξοντώσει. Ο Άγιος Κοσμάς, είχε συνειδητοποιήσει τον ρόλο του εβραιοσιωνισμού και έγραφε στον αδελφό του, Χρύσανθο, λίγο προ του μαρτυρικού του τέλους: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες εβραίοι θέλουν τον θάνατό μου και ένας όχι». Τελικώς, στις 24 Αυγούστου του 1779, ο Κούρτ Πασάς, δωροδοκηθείς από τους Εβραίους με 2.000 χρυσά νομίσματα, έδωσε εντολή να κρεμάσουν τον Άγιο.
Μετά τον Ρωσσο-τουρκικό πόλεμο, (1876-1878), γίνεται πλέον φανερό σε όλους το επικείμενο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τουρκαλβανική ελίτ, ανησυχεί εντόνως για το μέλλον της, την απώλεια της εξουσίας και των προνομίων της και καλλιεργεί την δημιουργία «αλβανικής» εθνικής συνειδήσεως. Μέχρι τότε, κανείς δεν είχε μιλήσει περί «Αλβανών» και «Αλβανίας». Ένα νέο ανύπαρκτο φυλετικά και ιστορικά κατασκευάζεται εκ του μηδενός.
Παραλλήλως, οι Νεότουρκοι του Κεμάλ, οι οποίοι κυριαρχούνται από εξισλαμισμένους εβραίους («Ντονμέδες») και ήσαν όργανα του διεθνούς σιωνισμού και των μασονικών στοών της Ευρώπης, ενθαρρύνουν τους Τουρκαλβανούς στις επιδιώξεις τους. Το ίδιο κάνουν κι άλλες μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, όπως η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, οι οποίες ήθελαν να πάρουν υπό τον έλεγχόν τους τα εδάφη που σύντομα θα εγκατέλειπαν οι Οθωμανοί, με την δημιουργία ενός κρατιδίου-προτεκτοράτου. Επιπλέον, οι δυνάμεις αυτές έτρεμαν την δημιουργία μιας Μεγάλης Ελλάδος. Στο άθλιο αυτό παιχνίδι των Ιταλών μπήκε και το Βατικανό, που είχε διεισδύσει στην Ιλλυρία με την μέθοδο του προσηλυτισμού. Οι (σχετικώς λίγοι) καθολικοί της Αλβανίας, ήσαν και εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να είναι όργανα της ιταλικής πολιτικής και του Βατικανού.
Υπ’ αυτές, λοιπόν, τις ευνοϊκές συνθήκες οι Τουρκαλβανοί, υπό την ηγεσία του Ισμαήλ Κεμάλ, εξεγέρθησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την άνοιξη του 1912, με αίτημα την αυτονομία τους. Οι Οθωμανοί, βλέποντας ότι έχουν χάσει το παιχνίδι και φοβούμενοι την απώλεια κάθε ελέγχου στην περιοχή, αποδέχονται λίγους μήνες αργότερα το αίτημα των Τουρκαλβανών. Ωστόσο, το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ελλάς, Σερβία και Βουλγαρία εναντίον της Τουρκίας), τον Οκτώβριο του 1912, δεν επιτρέπει την υλοποίηση της συμφωνίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ηγέτες των Τουρκαλβανών, συνέστησαν συμμορίες κατσαπλιάδων, τις οποίες έθεσαν στην διάθεσιν του Σουλτάνου. Όμως, ο ελληνικός στρατός, κατατρόπωσε τα τουρκικά στρατεύματα και τις συμμορίες και απελευθέρωνε την μία πόλη μετά την άλλη. Στις 5 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Νικόπολη, στις 21 η Πρέβεζα, στις 31 το Μέτσοβο και η Χιμάρα, στις 7 Δεκεμβρίου η Κορυτσά. Οι Τουρκαλβανοί, προκειμένου να προλάβουν τις εξελίξεις, ανακηρύσσουν στις 15 Νοεμβρίου, στην Αυλώνα, την ανεξαρτησία της Αλβανίας και σχηματίζουν προσωρινή κυβέρνηση. Λίγες ημέρες αργότερα, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία ανέλαβαν επισήμως την «προστασία» της Αλβανίας, προειδοποιώντας την Ελλάδα να μην τολμήσει να καταλάβει την Αυλώνα. Το νέο έτος (1913) φέρνει νέες νίκες για τον ελληνικό στρατό. Στις 21 Φεβρουαρίου απελευθερώνονται τα Ιωάννινα, στις 27 η Πρεμετή, στις 3 Μαρτίου οι Φιλιάτες, το Καλπάκι, το Αργυρόκαστρο και οι Άγιοι Σαράντα, στις 5 το Τεπελένι, Όμως, Ιταλοί και Αυστροούγγροι επεμβαίνουν και πάλι και με ποικίλους εκβιασμούς και απειλές, πετυχαίνουν τον τερματισμό της ελληνικής προελάσεως.
Στις 17 Μαΐου, στο Λονδίνο, υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης, μεταξύ της Τουρκίας και των Βαλκανικών κρατών, με την οποία ο Σουλτάνος παραχωρούσε όλες τις ευρωπαϊκές κτήσεις του, εκτός από την Αλβανία. Επίσης, με κοινή συμφωνία, ανατέθηκε στις μεγάλες δυνάμεις ο καθορισμός του μέλλοντος της Αλβανίας και των νήσων του Αιγαίου. Η συνεδρίαση της πρεσβευτικής διασκέψεως των μεγάλων δυνάμεων, άρχισε στις 29 Μαΐου του 1913, και καταρχάς απέρριψε το λογικό ελληνικό αίτημα να αποφασίσουν με δημοψήφισμα οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ηπείρου για το μέλλον τους. Ήταν φανερό, ότι, κάποιοι δεν ήθελαν να αποφασίζουν οι ίδιοι οι λαοί για τις τύχες τους. Στην διάσκεψη υπήρχαν δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Από την μία μεριά, Ιταλία και Αυστροουγγαρία που υποστήριζαν αναφανδόν την Αλβανία και από την άλλη Γαλλία και Ρωσσία, που υποστήριζαν –μερικώς- τα ελληνικά συμφέροντα. Η Βρετανία έπαιζε τον ρόλο του επιτηδείου ουδετέρου. Εν όψει του αδιεξόδου, στην τελευταία συνεδρίαση της διασκέψεως, στις 29 Ιουλίου, ανακηρύχθηκε επισήμως η ανεξαρτησία της «Αλβανίας» και αποφασίστηκε να γίνει ο ακριβής καθορισμός των συνόρων της στο άμεσο μέλλον, από ειδικήν επιτροπή.
Η αρμοδία επιτροπή άρχισε τις συνεδριάσεις της τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου. Τελικώς, μετά από διαβουλεύσεις διαρκείας δύο μηνών, στην ιταλική πόλη Φλωρεντία, αποφασίστηκε να παραχωρηθεί στην Αλβανία ολόκληρη η Β. Ήπειρος! Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες δυνάμεις διορίζουν βασιλέα της Αλβανίας τον Γερμανό πρίγκιπα Γουλιέλμο του Βηντ. Έναν μήνα αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου 1913, παρά τις ελληνικές διαμαρτυρίες, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που επισημοποίησε τα νέα σύνορα Ελλάδος-Αλβανίας, που είναι ταυτόσημα με τα σημερινά. Οι ελληνικές αντιρρήσεις κάμφθηκαν μετά από έναν ωμό εκβιασμό που μας έκαναν οι μεγάλες δυνάμεις, ότι αν δεν αποχωρούσε ο ελληνικός στρατός από την Β. Ήπειρο, δεν θα ανεγνώριζαν την ελληνική κυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου. Έτσι, στις 8 Φεβρουαρίου 1914, ο Ε. Βενιζέλος ανακοίνωσε την απόσυρση του στρατού μας από την Β. Ήπειρο.
Στο άκουσμα της επαίσχυντης συμφωνίας, ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός ξεσηκώνεται. Συστήνονται τάχιστα επιτροπές αυτοάμυνας και συγκροτούνται ένοπλα σώματα για την προστασία των Ελλήνων, μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού. Παραλλήλως, λαϊκές συνελεύσεις στην Χιμάρα –όπου επικεφαλής των Ελλήνων ήτο ο ξακουστός Σπυρομήλιος-, στο Αργυρόκαστρο, στο Δέλβινο και στους Αγίους Σαράντα, ανακηρύσσουν την αυτονομία των περιοχών αυτών. Σχηματίζεται μια κυβέρνηση υπό τον φλογερό πατριώτη Γεώργιο Ζωγράφο, Γενικό Πολιτικό Διοικητή Ηπείρου και στις 17 Φεβρουαρίου ανακηρύσσεται στο Αργυρόκαστρο η αυτονομία της Β. Ηπείρου. Οι στιγμές είναι ιστορικές. Αλλά, στις 15 Απριλίου, οι «μεγάλες» δυνάμεις, μαριονέττες στα χέρια των διεθνών σιωνιστικών συμφερόντων, μαχαιρώνουν πισώπλατα την Ελλάδα και με κοινή διακοίνωση απαιτούν την άμεση αποχώρηση του ελληνικού στρατού. Η Ελλάς υπέκυψε στον εκβιασμό και μέχρι το τέλος του μηνός απέσυρε όλες τις στρατιωτικές της δυνάμεις από την προαιώνια ελληνική γη της Β. Ηπείρου.
Αμέσως μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, οι τουρκαλβανικές συμμορίες οργάνωσαν επιδρομές στις πόλεις και τα χωριά της Β. Ηπείρου. Όμως, οι Έλληνες δεν το’ βαλαν κάτω και πέρασαν στην αντεπίθεση. Μετά από τις συνεχείς ήττες των τουρκαλβανών, η κυβέρνηση της Αλβανίας επείσθη ότι δεν μπορεί να καθυποτάξει τον βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό και φοβούμενη τα χειρότερα ζήτησε την έναρξη διαπραγματεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις που έγιναν κατέληξαν στις 4 Μαΐου του 1914, στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, που ανεγνώριζε την ελληνικότητα των επαρχιών Κορυτσάς και Αργυροκάστρου και κατοχύρωνε την αυτονομία τους. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν οι Βορειοηπειρώτες αδελφοί μας, ήταν όμως το πρώτο βήμα προς την μελλοντική εθνική τους αποκατάσταση.
Αλλά, το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, δεν έμελλε να εφαρμοσθεί στην πράξη. Κατ’ αρχάς, αμέσως μετά την υπογραφή του, ξεσηκώθηκαν οι Τουρκαλβανοί του Εσάτ Πασά κατά του βασιλέως, με αποτέλεσμα την εκθρόνισή του. Έπειτα, τον Ιούλιο του 1914, ήρθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατά την διάρκεια του πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε και πάλι νικητής και τροπαιούχος στην Β. Ήπειρο, αλλά με μεταγενεστέρα απόφαση των «συμμάχων» μας, απεχώρησε και πάλι. Το ίδιο έγινε και κατά την διάρκεια του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, με τα ίδια δυστυχώς αποτελέσματα.
Συμπέρασμα: Η διεκδίκησις των ελληνικότατων εδαφών της Β. Ηπείρου, είναι «ιερά και απαράγραπτος», όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει στην βουλή των Ελλήνων, την 30/05/1961, ακόμα και ο Γεώργιος Παπανδρέου! Βεβαίως, για να έρθει η λευτεριά στην Β. Ήπειρο και τις υπόλοιπες σκλάβες πατρίδες, πρέπει πρώτα απ’ όλα να υπάρχει στην Ελλάδα ΕΘΝΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, κι όχι θλιβερά ανδρείκελα πρόθυμα για κάθε προδοσία!
1 Comment