Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα της αμορφωσιάς και των γκρίκλις, όλο και λιγότεροι είναι αυτοί οι οποίοι γνωρίζουν τον γλωσσικό θησαυρό αυτής της χώρας, ο οποίος υπάρχει όχι μόνον στα αρχαία ελληνικά κείμενα και στα έργα της λογοτεχνίας μας, αλλά και στην λαϊκή παράδοση, στα δημοτικά τραγούδια και στις διαλέκτους, πολλές από τις οποίες είναι γεμάτες αρχαίες λέξεις που έζησαν χιλιάδες χρόνια.
Μία από τις διαλέκτους αυτές είναι τα περίφημα Τσακώνικα, τα οποία κάποιοι θεωρούσαν μία σλαβική διάλεκτο μέχρι που οι γλωσσολόγοι απέδειξαν ότι είναι μία επιβίωση της δωρικής διαλέκτου της αρχαίας Σπάρτης. Και τα Τσακώνικα τα μιλούν ακόμη σήμερα λίγοι πολλοί λίγοι στα χωριά του Πάρνωνα και χάνονται από την αδιαφορία του ψηφιακού κράτους, που ακολουθεί την κόλαση της παγκοσμιοποίησης.
Ιδιαίτερη χαρά ένιωσα διαβάζοντας ένα κείμενο του συναγωνιστή Σκαντζού στην τσακώνικη διάλεκτο και το οποίο σας το παραθέτω:
“ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΤΖΑΙΡΟΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΑΘΡΟΙΠΟΙ
Κολέγοι Τσακώνοι
Από τζαιρέ σε τζαιρέ ένι έγκου τθα οζινά τζαι τάνου τθου σίνοι, οπά π´εμαϊ ζούντε του παλαιοί τζαιροί.
Ένι κασήμενε τάνου σ´ένα κοτρώνι, ένι ξοικάζου γιούρε γιούρε τζ´ένι ψαφού να ερέσου ένα παλαιό γέρου Τσάκωνα να νιλήου μαζί σι, να θυνηθού του παλαιοί τζαιροί τζαι του παλαιοί αθροίποι, τότθε πφ´έμα μιτσί φανίλι.
Όνι ερέχου γκαρένα !
Ένι μοζούα α αβοτάνα μι να νιάει φωνά τσιοπάνη, φωνά από ζωντανέ, ή ένα μιτσί τσιοκάνι.
Κουβάνα ερηνία ένι βασιλέγκα τθα παλαιά λημέζια.
Είνι φυτθοί όλοι για το κάτου κόσμο !
Οι τζέλε ήγκιαϊ γιομάτοι με αθροίποι, πφ´ήγκιαϊ παππούδε, μαμούδε, αφέγκηδε, ματέρε, σατέρε καμψία τζαι μιτσά καμψούλια.
Οι Πλεύρε ήγκιαϊ γιομάτοι με κατούνε, χκινοπρούατα, μουάζια άογα, βούε τζαι όνου.
Οι χούρε ήγκιαϊ πφιρτέ με καρπό για τον άντε τα οικογένεια, με κρίσε τζαι σανέ για τα ζώα, με φατζέ, με ροϊδίθια, με κόκχουνε τζαι άβα χζιασκούμενα για τουρ αθροίποι τζαι τα ζώα.
Οι τζέλε τθουρ αυλέ σου ήγκιαϊ γιομάτοι με κότθε, γαλοπούε, κουνέλια, κούνοι τζαι κατσούε.
Ακουγκιτθέ τάνου τθο κοτρώνι, ένι αντεχούμενε όπφου παλαιά, να νιάου άθρωπο, να νιάου ένα κούε να κχαούντει, ένα όνε γκαρίντου, ακόνι τζαι ένα βούλε κακαρίζου.
Όνι νίου τσίπτα !
Άκρα ησυχία, ερηνία τζαι νέκρα ένι βασιλέγκα τθου παλαιοί βογητοί τόποι.
Ατσιά σταναχώζια, κίκρα τζαι πόνε τθα καρδία, ένι κιάνα ένα άθρωπο σα τζ´ενίου πφε ζήτζε του παλαιοί τζαιροί σ´εντεοι του τόποι.
Οι αθροίποι ήγκιαϊ μπάντε από του χούρε σου τζαι τα ζωντανά σου, όα όσα ήγκιαϊ τσιούντε τζαι γκιουκχουμένοι τζαι χζιασκουμένοι.
Οι γουναίτζε ήγκιαϊ έχουντε ακόνη τζαι αργαλειέ τάσου τα τζέα τζαι οπά ήγκιαϊ υφαίντε με του τσίχε από τα ζωντανά σου, από φορετά ίτα, μέχρι τζαι τζίλιτζοι, κουρελιούδε, σαγίσματα, τζαι σάγου για να σι φορίνωϊ τζαι να κιούφωϊ οι ατσοίποι σου, τάτσου τζαι τάνου τθου σίνοι το καοτζαίρι πφ´ήγκιαϊ έγκουντε με του κατούνε σου.
Έκεινι πφι μ´εκι αρέσουντα μιτσί καμψί τότθε, έκι να κασίμα δίπα τθουρ ατσιοί τζαι να έμα αφεγκρασκούμενε του κουβέντε σου.
Ήγκιαϊ όλοι αγράμματοι μα η νηλίε σου ήγκιαϊ κουβέντε με άτσι. Ήγκιαϊ σοφέ κουβέντε.
Από τα νία μερία ήγκιαϊ αγράμματοι τζαι από τα άβα…..σοφοί !
Πφούρ έκι γινούμενε έκεινι ;
«Α σοφία του αγραμμάτου», νι ´ έκι αού ο ατσιέ Έλληνα ποιητή Κωσταγκή Παλαμά, τζ´έκι έχου ατσιέ δίτζε.
Σάμερε όσι ερέχου αγράμματοι σοφοί, μα έσι ερέχου πρεσσοί αγράμματοι με …..φτυχία !
Τάσου τθουρ αγράμματοι με φτυχία όσι πορού να ερέσερε καοπίχερα ένα να κουβεγκιάσερε τζαι να μπάλερε «ζουμί» από τα συζήτηση.
Πέρε από το φτυχίε σου, ούνι νιουρίζουντε τσίπτα σοβαρέ για τα ζωή.
Ορίνου σάμερε πόσιου εδυσκολεύε α ζωή, ορίνου τα φτώχεια τζαι ορίνου ταν ερηνία κατσατά τθαν οζεινά Χώρα ταν Ελλάδα τα Πατζίδα νάμου, ένι ποίου όνειρα τζ´ένι παρακαού να μόλει νία γενεά να ζάει κίσου τθου βογητοί τόποι.
Νία γενεά πφι να μη ένι έγκα νουρά τθο σούπερ μάρκετ να άρει θρόφιμα για να φάει, μα να σι έχει τάσου τα τζέα σι, αγνά καθαρά τζαι νόστσιμα από του χούρε σι τζαι τα δούλεψή ση.
Θα ένι νία γενεά αρχόγκισα όπφουρ ήγκιαϊ οι παλαιοί σ´έτεοι του τόποι.
Μακάζι να ναθεί !!
Νικόα Η. ΣκαντζιόΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΚΑΡΟΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Φίλοι Τσάκωνες
Από καιρό σε καιρό πηγαίνω στα ορεινά και επάνω στα βουνά, εκεί που ζούσαμε τους παλιούς καιρούς .
Κάθομαι πάνω σε μία πέτρα, κοιτάζω γύρω γύρω και ψάχνω να βρω έναν παλαιό γέρο Τσάκωνα, να μιλήσω μαζί του και να θυμηθώ τους παλιούς καιρούς και τους παλιούς ανθρώπους τότε που ήμουν μικρό παιδί.
Δεν βρίσω κανέναν !
Πονάει το αυτί μου να ακούσει φωνή τσοπάνη, μιά φωνή από ένα ζωντανό ή ένα τροκάνι.
Μαύρη ερημιά βασιλεύει στα παλιά λημέρια.
Έχουν φύγει όλοι για τον κάτω κόσμο.
Όταν ζούσαν ήταν γεμάτα τα βουνά από σπίτια και μαντριά.
Τα σπίτια ήταν γεμάτα με ανθρώπους που ήταν παππούδες, γιαγιάδες, πατεράδες, μανάδες, νέα κορίτσια και αγόρια και μικρά παιδάκια.
Τα πλάγια ήταν γεμάτα από κοπάδια γιδοπρόβατα, μουλάρια άλογα, βόδια και γαίδάρους.
Τα χωράφια ήταν σπαρμένα με σιτάρι για το ψωμί της οικογένειας, με κριθάρι και σανό γιά τα ζώα, με φακές με ρεβύθια, με κουκιά και άλλα χρειαζούμενα για ανθρώπους και ζώα.
Οι αυλές των σπιτιών ήταν γεμάτες με κότες με γαλοπούλες, κουνέλια, σκυλιά και γάτες.
Ακουμπισμένος πάνω στην πέτρα περιμένω να ακούσω όπως παλιά, έναν άνθρωπο, να ακούσω ένα σκυλί να γαυγίζει, ένα γαϊδούρι να γκαρίζει, ακόμη και έναν κόκορα να κακαρίζει.
Δεν ακούω τίποτα !
Άκρα σιωπή και ερημιά βασιλεύει στους παλιούς ευλογημένους τόπους.
Μεγάλη στεναχώρια, πίκρα και πόνος στην καρδιά πιάνει έναν άνθρωπο σαν κι εμένα που έζησε τους παλιούς καιρούς σ´αυτούς τους τόπους.
Οι άνθρωποι έβγαζαν από τα χωράφια και τα ζωντανά τους, όλα όσα έτρωγαν όσα ντυνόντουσαν και χρειάζονταν.
Οι γυναίκες είχαν μέχρι και αργαλειούς μέσα στα σπίτια, και εκεί ύφαιναν με τα μαλλιά από τα ζώα τους, από φορετά ρούχα, μέχρι κιλίμια, κουρελούδες, σαγίσματα και σάγους, για να τους φοράνε και να κοιμούνται οι άντρες στο ύπαιθρο και πάνω στα βουνά, εκεί που πήγαιναν το καλοκαίρι μα τα κοπάδια τους.
Εκείνο που μου άρεσε μικρό παιδί τότε, ήταν να κάθομαι δίπλα στους μεγάλους και να ακούω τις συζητήσεις τους.
Ήταν όλοι αγράμματοι αλλά οι κουβέντες τους ήταν κουβέντες με…..αλάτι !
Ήταν σοφές κουβέντες !
Από την μιά μεριά ήταν αγράμματοι και από την άλλη…… σοφοί !
Πως γινόταν αυτό ;
” Η σοφία των αγραμμάτων” την έλεγε ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς και είχε μεγάλο δίκιο.
Σήμερα δεν βρίσκεις αγράμματους σοφούς, μα βρίσκεις αγράμματους με……πτυχία.
Ανάμεσα στους αγράμματους με πτυχία δεν βρίσκεις εύκολα έναν να συζητήσεις και να βγάλεις “ζουμί” από την συζήτηση.
Πέρα από το πτυχίο τους δεν γνωρίζουν τίποτα ουσιαστικό για την ζωή.
Βλέποντας σήμερα πόσο δυσκόλεψε η ζωή και τη φτώχεια, βλέποντας την ερημιά καθισμένη πάνω στην ορεινή Ελλάδα την Πατρίδα μας, ονειρεύομαι και παρακαλάω να έρθει μία γενιά να πάει πίσω στους ευλογημένους τόπους.
Μία γενιά που να μην πηγαίνει ουρά στο σούπερ μάρκετ να αγοράσει τρόφιμα για να φάει, μα να τα έχει μέσα στο σπίτι της αγνά, καθαρά και νόστιμα από τα χωράφια της και τη δούλεψή της.
Θα είναι μιά αρχοντική γενιά όπως οι παλαιοί σ´αυτούς τους τόπους.
Μακάρι να γενεί !