Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΗΣ ΩΠΗΣ– Μια απάντηση στους ανιστόρητους που με θράσος ομιλούν περί “Διεθνισμού” του Μεγάλου Μακεδόνος…
Σαν σήμερα, το 323 π.Χ. (κατά μια άλλη εκδοχή στις 10 Ιουνίου) πέθανε στη Βαβυλώνα, σε ηλικία 32 ετών, ο Έλλην Κοσμοκράτορας Αλέξανδρος ο Μέγας. Αναμφισβήτητα, ο Κοσμοκράτωρ Αλέξανδρος, είναι η μεγαλύτερη προσωπικότης της ιστορίας. Για τον Αλέξανδρο έχουν γραφεί χιλιάδες βιβλία. Κάποιοι θέλουν τον Αλέξανδρο ως τον πρόδρομο και θεμελιωτή ενός κοσμοπολιτισμού και διεθνισμού, βασιζόμενοι σε ένα ψευδές κείμενο του περίφημου Ψευδοκαλλισθένους, κείμενο το οποίο εγράφη τρεις τουλάχιστον αιώνες μετά και είναι ο διαβόητος “ΟΡΚΟΣ ΤΗΣ ΩΠΗΣ”
Νικητής και κατακτητής ο Αλέξανδρος αποφασίζει να στείλει πίσω στην Πατρίδα όσους από τους στρατιώτες δεν μπορούσαν πλέον να πολεμήσουν λόγω ηλικίας ή σωματικής ανικανότητος. Εκεί λαμβάνει χώρα μία ανταρσία των στρατιωτών εναντίον της επιθυμίας του Βασιλέως των, μία ανταρσία που έγινε στην πόλη Ώπη, μία πόλη χτισμένη δίπλα στον Τίγρη ποταμό. Ας δούμε τι γράφει σχετικώς ο Αρριανός και συγκεκριμένα στο έβδομο βιβλίο στις παραγράφους 8, 9, 10 και 11:
“Μόλις ο Αλέξανδρος έφτασε στην Ώπη, συγκέντρωσε τους Μακεδόνες και τους ανακοίνωσε ότι απολύει από το στράτευμα και στέλνει πίσω στις πατρίδες τους τους στρατιώτες, που δεν μπορούσαν πια να πολεμήσουν εξαιτίας της ηλικίας τους ή της σωματικής τους ανικανότητας, σ’ αυτούς που θα παραμείνουν είπε ότι θα δώσει τέτοιες παροχές που θα τους ζηλεύουν αυτοί που βρίσκονται στην πατρίδα και οι υπόλοιποι Μακεδόνες θα ξεσηκωθούν και θα θελήσουν να περάσουν τους ίδιους κόπους και κινδύνους. Ο Αλέξανδρος έλεγε αυτά με σκοπό να χαροποιήσει τους Μακεδόνες. Αυτοί όμως θεώρησαν ότι τους περιφρονεί πια και ότι του είναι εντελώς άχρηστοι στις πολεμικές του επιχειρήσεις. Εύλογα λοιπόν στενοχωρήθηκαν για μία ακόμη φορά με τις πράξεις του Αλέξανδρου. Σ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας είχαν πολλές αφορμές να στενοχωρηθούν, πολλές φορές τους είχε λυπήσει η περσική εσθήτα, που φανέρωνε το ίδιο πράγμα, η ανατροφή των βαρβάρων Επιγόνων με τις μακεδονικές συνήθειες, το ανακάτεμα των ξένων ιππέων με τους εταίρους. Δεν σώπασαν λοιπόν, αλλά ζήτησαν να τους διώξει όλους από τον στρατό και να εκστρατεύσει με τον πατέρα του, υπαινίσσονταν τον Άμμωνα, για να τον κοροϊδέψουν”.
Στην συνέχεια οι στρατιώτες μίλησαν με απρεπή τρόπο στον Αλέξανδρο και τότε αυτός διέταξε να συλληφθούν οι πρωταίτιοι της αναταραχής και να εκτελεστούν 13 από αυτούς. Ακολούθως, πήρε τον λόγο και μίλησε στο στράτευμα. Τους θύμισε ποιοι ήσαν στο παρελθόν και πως με την βασιλεία του Φιλίππου και αυτού του ιδίου απέκτησαν τόσα αγαθά και έγιναν κυρίαρχοι αυτών που προηγουμένως ήσαν αφέντες τους. Συγκεκριμένα είπε: “αυτών δε εκείνων των βαρβάρων, υφ’ ων πρόσθεν ήγεσθε και εφέρεσθε αυτοί τε και τα υμέτερα, ηγεμόνας κατέστησεν εκ δούλων και υπηκόων“ (δηλ. εκείνων των ίδιων βαρβάρων, που προηγουμένως έκαναν ό,τι ήθελαν εσάς και τα υπάρχοντά σας, σας έκανε αφέντες από δούλους και υπηκόους τους). Μιλώντας εν συνεχεία, για ό,τι αυτός ο ίδιος προσέφερε σε αυτούς είπε τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
“Εσείς είστε σατράπες, στρατηγοί και ταξίαρχοι. Αν έχω κερδίσει κάτι παραπάνω από σας μέσα από αυτές τις περιπέτειες τι άλλο είναι, έξω από αυτή την πορφύρα και αυτό το διάδημα; Τίποτε δεν έχω κρατήσει για μένα, κανένας δεν μπορεί να δείξει τους θησαυρούς μου, μπορεί όμως να δείξει τη δική σας περιουσία και ό,τι φυλάγεται για χάρη σας, γιατί δεν έχω ανάγκη να φυλάξω τίποτε για τον εαυτό μου … Αυτόν λοιπόν, τον βασιλιά τον παρατάτε και φεύγετε αφήνοντας να τον φυλάνε οι νικημένοι βάρβαροι. Ωραία δόξα θα σας δώσει αυτή η αναφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και θα σας κάνει να κερδίσετε τον σεβασμό των θεών! Φύγετε!”.
Στην συνέχεια στην παράγραφο 11 ο Αρριανός αναφέρει:
” Οι Μακεδόνες ξαφνιασμένοι μετά την ομιλία έμειναν μπροστά στο βήμα σιωπηλοί, κανένας εκτός από τους εταίρους και τους σωματοφύλακες δεν ακολούθησε τον βασιλιά, ενώ αποχωρούσε. Οι περισσότεροι έμειναν εκεί και δεν ήξεραν τι να πουν ή τι να κάνουν, δεν ήθελαν όμως και να φύγουν … Ο Αλέξανδρος έμαθε τι συνέβαινε, βγήκε έξω γρήγορα και, μόλις τους είδε ταπεινωμένους και τους άκουσε να φωνάζουν και να θρηνούν, έβαλε και ο ίδιος τα κλάματα. Προχώρησε μπροστά σα να ήθελε να πει κάτι και οι στρατιώτες έμειναν σε στάση ικεσίας. Κάποιος Καλλίνης, αξιοσέβαστο πρόσωπο λόγω ηλικίας και επειδή ήταν διοικητής του εταιρικού ιππικού, είπε τα παρακάτω: «Βασιλιά, ξέρεις τι είναι αυτό που λύπησε τους Μακεδόνες; Το ότι ήδη έχεις κάνει κάποιους Πέρσες συγγενείς σου και αυτοί οι βάρβαροι αποκαλούνται συγγενείς του Αλέξανδρου και έχουν το δικαίωμα να σε φιλούν. Κανένας Μακεδόνας δεν έχει γευτεί ακόμα αυτήν την τιμή». Τότε ο Αλέξανδρος απάντησε: «Εσάς όλους σας θεωρώ συγγενείς μου και από δω και πέρα έτσι θα σας αποκαλώ». Μόλις τα είπε αυτά, ο Καλλίνης πήγε και τον φίλησε, ακολούθησαν και άλλοι που ήθελαν να τον φιλήσουν. Έτσι οι στρατιώτες πήραν τα όπλα τους και ξαναγύρισαν στο στρατόπεδο φωνάζοντας και τραγουδώντας τον παιάνα. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Αλέξανδρος θυσίασε στους θεούς κατά τις συνήθειές του και διοργάνωσε ένα δημόσιο συμπόσιο …”
Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος της Ώπης τον οποίον θέλουν να εμφανίσουν ορισμένοι ως διεθνιστή και κοσμοπολίτη βασιζόμενοι στο φαιδρό κείμενο του Ψευδο-Καλλισθένους, στο οποίο περιέχεται και ο περίφημος όρκος. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος της Ώπης του Αρριανού ομιλεί σαφέστατα για βαρβάρους στους οποίους έγιναν αφέντες οι Έλληνες, βαρβάρους τους οποίους αποκαλεί νικημένους.
Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ