29 Ιουνίου η VII Μεραρχία απελευθερώνει τις Σέρρες
1913: Η Εμπροσθοφυλακή της VII Μεραρχίας απελευθερώνει τις εσπερινές ώρες την πόλη των Σερρών. Οι Βούλγαροι, κατά την αποχώρησή τους, καίνε 4.050 οικίες, 1.000 καταστήματα και 18 σχολεία και εκκλησίες.
Στις 31 Οκτωβρίου 1912 εισήλθε στην πόλη το Γ’ Σύνταγμα Ιππικού, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Πιερράκο Μαυρομιχάλη. Ο Σερραίος ιστορικός Πέτρος Πέννας, που ήταν παρών στην υποδοχή, έγραψε ότι «η φρενίτις του ενθουσιασμού και του εθνικού παραληρήματος των Σερραίων ήταν άνευ προηγουμένου».
Ενθουσιώδη υποδοχή επιφύλαξαν οι Σερραίοι και στον διάδοχο του βουλγαρικού θρόνου Βόρι, που επισκέφτηκε τις Σέρρες μαζί με τον αδελφό του Κύριλλο. Στις 25 Μαρτίου του 1913 οι Σερραίοι γιόρτασαν για πρώτη φορά την επέτειο της εθνικής εορτής. Ο μητροπολίτης Απόστολος τέλεσε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό, παρουσία πλήθους κόσμου, που πάλλονταν από πατριωτικό ενθουσιασμό.
Όμως, οι πρώτες διενέξεις μεταξύ των συμμάχων για τη διανομή των απελευθερωμένων εδαφών της Μακεδονίας, είχαν αρχίσει να διαφαίνονται, προτού ακόμα πέσει η τελευταία πιστολιά του πολέμου. Άτακτες ομάδες κομιτατζήδων και ανδρών του τακτικού βουλγαρικού στρατού προέβαιναν σε κάθε λογής εγκλήματα εναντίον του ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού. Οι φόνοι, οι αρπαγές, οι διώξεις δασκάλων και παπάδων και το κλείσιμο σχολείων ήταν στην ημερησία διάταξη.
Στις 16 Ιουνίου 1913 ξέσπασε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, με τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας και της Σερβίας. Στο ελληνοβουλγαρικό μέτωπο, ο Βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της Νιγρίτας και του Παγγαίου, τις οποίες κατέλαβε. Το Γ’ Σύνταγμα Ιππικού, που στρατωνιζόταν στις Σέρρες, εγκατέλειψε την περιοχή έγκαιρα για να μην αιχμαλωτιστεί.
Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση, σχεδόν ακαριαία. Αφού εκκαθάρισε πρώτα τη Θεσσαλονίκη από τους εναπομείναντες Βουλγάρους στρατιώτες, στη συνέχεια στράφηκε κατά του βουλγαρικού στρατού σε δύο μέτωπα.
Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού είχε κινηθεί βόρεια και με ταχύτατη εφόρμηση επέπεσε επί των οχυρωμένων θέσεων του εχθρού στην περιοχή Κιλκίς – Λαχανά και τις κατέλαβε μετά από τριήμερη σκληρή μάχη, που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς στο ελληνικό στρατόπεδο.
Ο ελληνικός στρατός συνέχισε την προέλασή του. Μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμόνα. Οι Βούλγαροι αντέταξαν μία τελευταία άμυνα κοντά στο Σιδηρόκαστρο, το οποίο την εποχή εκείνη ονομαζόταν Ντεμίρ Χισάρ. Στη διήμερη μάχη που ακολούθησε οι Βούλγαροι ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας και υποχώρησαν προς βορρά. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν κι εδώ σε σφαγές κατοίκων της πόλης.
Εν τω μεταξύ, από τις 20 Ιουνίου οι βουλγαρικές αρχές άρχισαν να συλλαμβάνουν ως ομήρους επιφανείς πολίτες των Σερρών. Ανάμεσά τους, ο γυμνασιάρχης Λεωνίδας Παπαπαύλου, ο γιατρός Αναστάσιος Χρυσάφης, ο φαρμακοποιός Νέστωρ Φωκάς, ο αρτοποιός Γεώργιος Βλάχος και ο τραπεζίτης Κωνσταντίνος Σταμμούλης, οι οποίοι αργότερα βρέθηκαν κατακρεουργημένοι. Ο μητροπολίτης Σερρών Απόστολος τέθηκε κατ’ οίκον σε περιορισμό, ενώ του διεμηνύθη από τους βουλγαρικές αρχές να παραγγείλει στους Σερραίους να μην προβούν σε εχθρικές ενέργειες, γιατί διαφορετικά θα πυρπολούσαν την πόλη.
Γύρω στις 2 μετά τα μεσημέρι ο διευθυντής της τοπικής βουλγαρικής Αστυνομίας Καραγκιόζοφ έδωσε εντολή να πυρποληθεί το κέντρο της πόλης. Η καταστροφή των Σερρών ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Η εικόνα της πόλης, εφιαλτική. Από τα 6.000 σπίτια των Σερρών τα 4.000 κάηκαν, καθώς και 1000 καταστήματα. Άτομα ανήμπορα, γέροι, άρρωστοι, έγκυες, νήπια, κείτονταν απανθρακωμένα μέσα στα ερείπια των σπιτιών τους. Τα θύματα της φωτιάς υπολογίζονται σε 100.
Στις 29 Ιουνίου η Εμπροσθοφυλακή της VII Μεραρχίας απελευθερώνει τις εσπερινές ώρες την πόλη των Σερρών