Κάτωθι ἀναδημοσιεύουμε αὐτουσίῳς ἄρθρον ἐκ παλαιοῦ τεύχους τοῦ περιοδικοῦ <<Χρυσῆ Αὐγῆ>> περὶ τῷ Μεγίστῳ Διδασκάλῳ Πλήθωνᾳ Γεμιστῷ. Οἱ ἀναλυτικὲς σημειώσεις εἶναι γραμμένες ῦπὸ τοῦ συναγωνιστοῦ Μαξίμου Ἰωαννίδη.
* * *
Mιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες καὶ φωτεινότερες μορφὲς τοῦ 15οῦ αἱῶνος, ὑπήρξε ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ὁ ἐπικαλούμενος Πλήθων.
Ἐγεννήθῃ πιθανῷς στὴν Κωνσταντινούπολην περὶ τὸ 1355 καὶ ἀπεθανεν στὴν Σπάρτην μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1450 καὶ 1456{1}. Νέος μετέβῃ εἰς τὴν Ἀνδριανούπολην{2}, πρωτεύουσα τότε τῶν Τούρκων ὅπου ὁ σουλτάνος Μουράτ, ἀκολουθὼν τὸ παράδειγμα τῶν χαλιφῶν τῆς Βαγδάτης τοῦ Καΐρου καὶ τῆς Ἰσπανίας, ἐπροστάτευσε τὰς τέχνας καὶ τὰ γράμματα.
Ἄγνωστον, τὸ πόσον διάστημα διέμεινε στὴν Ἀνδριανούπολην ὁ Πλήθων διδασκόμενος, μετέβῃ κατόπιν στὴν Κύπρον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐγκαταστάθῃ τελικῶς στὴν Πελοπόνησον, στὴν Σπάρτην περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 15οῦ αἱῶνος{3}. Ἐκεῖ διήλθεν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του, ἀσχολούμενος μὲ τὴν μελέτην τῶν ἀρχαίων συγγραφέων καὶ δὴ τοῦ Πλάτωνος τοῦ ὁποίου ἀνεδείχθῃ ὁ θερμότατος ζηλωτὴς καὶ ὑπέρχμαχος κατὰ τῶν ἀριστοτελιζόντων λογίων τῆς ἐποχῆς του{4}. Χαρακτηριστικὸν τοῦ πλατωνικοῦ του ζήλου εἶναι καὶ τὸ ἀρχαιώτερον ἐπώνυμον Πλήθων, τὸ ὁποῖον ἀργότερα προσέλαβε. Αἰ διδασκαλίαι του καὶ ἡ πολυμερὴς μόρφωσις του ταχύτατα τὸν ἔκαναν γνωστὸν εἰς ὅλον τὸ Βυζαντινὸν τότε κράτος καὶ ἐπέσυραν τὴν προσοχὴν τῶν ἀνωτέρων ἀρχόντων οἱ ὁποῖοι τὸν ἐτίμησαν διὰ σειρᾶς χρηματικῶν δωρεῶν. Ὁ Δεσπότης τῆς Πελοπονήσου, Θεόδωρος ἀνέθεσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνώτατου δικαστικοῦ λειτουργοῦ{5}, τὸ ὁποῖον ἦταν τὸ ὕπατον τῶν ἀξιωμάτων εἰς τὴν χῶραν ἐκείνην, διὰ τοῦτο καὶ Προστάτης τῶν Νόμων, κυκλοφορεῖται ὑπὸ συγχρόνου του, Γρηγορίου Μοναχοῦ. Τόσον μεγάλοι ἦσαν οἱ ἐπαίνοι τῶν συγχρόνων του ὥστε τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερον τοῦ Μίνω καὶ Ραδαμάνθυου καὶ Ἀριστείδου καὶ ἐβεβαίωναν ὅτι ἦτο τέτοια ἡ σοφία του ὥστε ἂν συνέβαινεν ποτὲ νὰ ἀπωλεσθοῦν οἱ Νόμοι, ὁ Πλήθων θὰ ἠδύνατο νὰ τοὺς ἐκθέσῃ ἀκριβέστερον τοῦ Λυκούργου καὶ τοῦ Σόλωνος (Ἱερώνυμος Χαριτόνυμος).
Τὸ 1415, ὄντας ἐν Σπάρτῃ, ὁ Πλήθων συνέγραψεν καὶ ἀπηύθυνε περὶ τῆς Πελοπονήσου καὶ τὴν ἐν Πελοπονήσῳ πραγματεία, δύο λόγους, τὸν μὲν πρὸς τὸν βασιλέα Μανουήλ τὸν δὲ συμβουλευτικὸν πρὸς τὸν δεσπότην Θεόδωρον Β΄.
Περὶ τῶν λόγων αὐτῶν θὰ ἀναφέρομεν ὁλίγα τινὰ (ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας τοῦ Migne, 160) τὰ ὁποία μαρτυροῦν τὴν λαμπρότηταν τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν μεγίστην διορατικότηταν ἡ ὁποία τὸν διέκρινε.
Πρῶτον, ὁ Γεμιστός, ἀξιοῖ ὅτι ἐν Πελοπονήσῳ καὶ εἰς τὰς πέριξ νήσους, κατοικοῦσαν Ἕλληνες γνήσιοι, οὐδενὸς ξενικοῦ στοιχείου ἀναμιχθέντος μετ΄ αὐτῶν ἢ παρ΄ αὐτοὺς οἰκήσαντος{6}. Διὰ τῆς θέσεως αὐτῆς ὁ Πλήθων ἀντιτίθεται εἰς τὰ λεγόμενα τοῦ Μάζαρι περὶ μὴ ἑλληνικότητος τῆς Πελοπονήσου, πλήττοντας ἔτσι τὴν ἀπαίσιαν ἑβραϊκὴν προπαγάνδα τὴν ὁποία ἐπιχειρεῖ ὁ Μάζαρις μὲ τὴν βυζαντινὴν σάτιρα ”Μάζαρι ἐπιδημία ἐν Ἅιδου”{7} κατ’ ἀπομίμησιν τῆς ”Νεωνιομαντεῖας” τοῦ Λουκιανοῦ. Τὸ βλάσφημον αὐτὸ ἔργον, ἀξίζει νὰ ἀναφέρομεν ἐδῶ ἐν ὁλίγοις διὰ νὰ καταδείξωμεν τὴν ἐπικρατοῦσαν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Πλήθωνος κατάστασιν, ὅσον ἀφορὰ τὴν ἐκ τῶν ἔσῳ προσπάθειαν, ἑβραϊκῶν καὶ μὴ στοιχείων, ὅπως προκαλέσουν τὴν κατάρευσιν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας {8}. Τὸ ἔργον λοιπὸν αὐτὸ διαιρεῖται εἰς 3 μέρη. Εἰς τὸ πρῶτον μέρος διηγεῖται ὁ συγγραφεῦς πὼς εἰς τὸν Ἅδην ὅπου συναντᾶ τὸν Μανουὴλ Ὁλόβολον πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ διηγεῖται τὴν διαφθορὰν τῆς Κωνσταντινοπόλεως.
Ὁ Ὁλόβολος τὸν συμβουλεύει νὰ μεταβεῖ εἰς Πελοπόνησον. Εἰς τὸ δεύτερον μέρος, ὁ Μάζαρις εὐρίσκεται ἐν Πελοπονήσῳ καὶ παραπονεῖται πρὸς τὸν Ὁλόβολον διὰ τὴν κακὴν κατάστασιν τῆς χῶρας τὴν ὁποίαν θεωρεῖ χειροτέραν τῆς Πόλεως. Εἰς τὸ 3ὸν μέρος ὁ Ὁλόβολος διὰ σειρᾶς ἐπιστολῶν πρὸς τίνα ἱατρὸν Μαλάκι ἐκθέτει τὴν κακὴν ἐν Πελοπονήσῳ κατάστασιν.
Τὸ ὅλον ἔργον εἶναι λογοτεχνικῶς ἄθλιον καὶ κατὰ τὸν πολὺν Κρουμβάχερ ”ἡ χειρίστη τῶν μέχρι τοῦδε γνωστῶν ἀπομιμήσεων τοῦ Λουκιανοῦ”. Ἰδίῳς προξενεῖ ἐντύπωσιν τὸ πλῆθος τῶν ἀγροίκων ὕβρεων, διὰ τῶν ὁποίων πλήττονται πρόσωπα κατέχοντα ἀνώτατα ἀξιώματα καὶ περιστοιχίζοντα τὸν αὐτοκράτορα, αἰ δὲ ὕβρεις κατὰ τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Πελοποννήσου, εἰς τὸ 2ὸν καὶ 3ὸν μέρος εἶναι χαρακτηριστικαὶ τῆς ἀνθελληνικότητος τοῦ Μάζαρι καὶ προσπάθειας τῶν Ἱουδαίων ὁμόφυλων του νὰ φθείρουν τὴν ἐθνικὴν συνείδησην ἐν ὀψει τῆς ἀπεργαζομένης καταρρεύσεως τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἐπερχόμενοι στοὺς λόγους τοῦ Πλήθωνος, βλέπομεν ὅτι κυριώτατον τῶν κατοίκων τῆς Πελοπονήσου ἐνασχόλημα ἦτο ἡ γεωργία καὶ ἡ κτηνοτροφία, διὰ τῶν ὁποίων συνετήρουν μὲν τὰς αἰτίας των, ἐτελοῦν δὲ τοὺς φόρους καὶ ἐπίσης ὑπόκειντο εἰς τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν.Ἔκαστος τῶν φόρων δὲν ἦτο κατ΄ ἰδίαν βαρύς, ὅλοι ὅμως μαζὶ ἦσαν πολλοὶ καὶ ποικίλλοι, εἰσεπράττοντο δὲ ὑπὸ διαφόρων εἰσπρακτόρων καὶ ἦσαν ἀπαιτητοὶ εἰς χρήματα καὶ ὄχι εἰς προϊόντα. Καλούμενοι νὰ στρατευθοῦν οἱ κάτοικοι προσήρχοντο ἐκ πολλῶν, ὁλίγοι καὶ συνήθεις ἄπιστοι, οἱ ὁποίοι μετ’ ὁλίγον, ἐλιποτακτοῦν διὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς ἐργασίας των, διὰ τοῦτο πολὺ ὁλίγον ἐχρησίμευον εἰς τὸν πόλεμον. Διότι κατὰ τὸν Γεμιστόν, οὐδεὶς δύναται συγχρόνῳς νὰ μετέρχεται τὰ ἔργα τοῦ πολέμου καὶ τῆς εἰρήνης, διὰ τοῦτο καὶ τὸ τεῖχος τοῦ Ἰσθμοῦ θέλει ἀποβεῖ ἀνωφελὲς καὶ ὁ κίνδυνος μέγας ἐὰν προκύψει ἀνάγκη. Ὁ ἐπιβληθεὶς στρατιωτικὸς φόρος, πρὸς διατήρησιν μισθοφόρων διὰ τὴν ἄμυνα τοῦ Ἰσθμοῦ εἶναι ἄτοπος, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταστέλονται οἱ κάτοικοι καὶ νὰ ἀναμένεται σωτηρία αὐτῶν ὑπὸ ξένων οὔτις ὁ Γεμιστὸς πρότεινε νὰ διαιρεθεῖ ὁ ἐργατικὸς λαὸς τῆς χερσονήσου εἰς δύο τάξεις ἐκ τῶν ὁποίων μία νὰ ἀσκεῖ τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡ δὲ ἄλλη τὴν γεωργικὴν καὶ νὰ τελῇ τοὺς φόρους, κατατασομένου ἐκάστου Πελοπονησίου ἀναλόγῳς τῆς ἱκανότητος του{9}. Ἐὰν δε εἰς κάποια περιοχὴν τῆς Πελοπονήσου ὅλοι οἱ ἄνδρες ἐκρίνοντο διὰ τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν χρησιμώτατοι, τότε θὰ ἐδιαιροῦντο εἰς ἐταιρεῖας ὑποχρεουμένοι ἐκ περιτροπῆς νὰ καλλιεργοῦν τὴν γὴν καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν στρατόν. Ἤδη διακρίνωμεν ἐδῶ στοιχεῖα τῆς κοινωνικῆς δομῆς τῆς ἀρχαῖας Σπάρτης.
Πλὴν τούτου ὁ Γεμιστὸς πρότεινε νὰ τροποποιηθεῖ καὶ τὸ φορολογικὸν σύστημα εἰς τρόπον ὤστε νὰ μὴν εἰσπράττονται πολλοὶ μέτριοι φόροι διὰ ποικίλων εἰσπρακτόρων καὶ εἰς χρήματα ἀλλὰ νὰ ὁρισθεῖ ἕνας μόνον ἐτήσιος φόρος εἰς αὐτούσια προϊόντα. Ὑπέδειξε μάλιστα καὶ ποία χρήσις τῶν δημοσίων τούτων προσόδων, ἔπρεπε νὰ γίνεται. Τρεῖς τάξεις δικαιοῦνται κατ’ αὐτὸν νὰ μετέχουν τῶν προϊόντων τοῦ ἐργατικοῦ πλήθους: πρῶτον, αὐτοὶ οἱ παραγωγοί, ἔπειτα οἱ παρέχοντες τὰ τῆς ἐργασίας κεφάλαια καὶ τελευταῖοι οἱ ἐπιμελούμενοι περὶ τῆς κοινῆς ἀσφάλεῖας, εὐημερίας καὶ τάξεως. Παραγωγοὺς λέγει τοὺς γεωργούς, ἀμπελουργούς καὶ ποιμένας. Κεφάλαιο δὲ τῆς ἐργασίας, τὰ γεωργικὰ κτήνη, τὰς ἀμπέλους, τὰ ποίμνια καὶ τὰ τοιαύτα. Ἐπιμελητὰς δὲ τῶν κοινῶν, τοὺς στρατιῶτας καὶ τοὺς πάση τάξεως ἄρχοντας, ἰδίως δὲ τὸν τὰ πάντα διέποντα ὑπέρτατον κυβερνήτη. Διότι ἐργάτης κεφαλαιοῦχος καὶ μαχητὴς εἶναι τὰ φυσικὰ καὶ ἀναγκαῖα συστατικὰ πάσης εὐνομουμένης κοινωνίας. Ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν αὐτῶν τὰ προϊόντα τῆς χῶρας, ἔλαιον, οἶνος, σιτηρά, βάμβαξ, ἀρνία, γάλα καὶ ἔρια, πρέπει νὰ διαιρoῦνται εἰς τρία καὶ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ σπόρου καὶ τῶν γεννητόρων ζώων, ἕνα μέρος νὰ ἀφήνεται εἰς τὸν παραγωγόν, ἔτερον δὲ νὰ παρέχεται εἰς τὸν κεφαλαιοδότην καὶ τὸ τρῖτον νὰ εἰσέρχεται εὶς τὸν δημόσιον θησαυρόν. Ὁ παραγωγὸς λοιπὸν ὁ δι’ ἰδίων κεφαλαίων ἐργαζόμενος, δικαιοῦται νὰ λάβῃ τὰ δύο τρίτα τοῦ προϊόντος, καὶ ἀφ’ ἔτερον τὸ δημόσιον ὁσάκις αὐτὸ παρέχει τὰ κεφάλαια τῆς ἐργασίας, λαμβάνει ἐπίσης τὰ δύο τρίτα. Ὁ δὲ καλλιεργῶν τὸ κτῆμα του διὰ κοινῆς πρὸς ἔτερον δαπάνης, λαμβάνει ἐκτὸς τοῦ εἰς τὸ κεφάλαιον ἀφωρισμένου τριτημορίου, τὸ ἥμισιν προσετὶ τοῦ παραγωγικοῦ. Οἱ ἐργάται ἂν καὶ δύνανται νὰ ὀνομάζονται εἵλωτες, διότι ἐργάζονται μόνον καὶ πληρώνουν φόρον, στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν δέ, δὲν τελοῦν, δὲν πρέπει ὅμως διὰ τοῦτο οὔτε νὰ ἀδικῶνται, οὔτε νὰ περιφρονῶνται οὔτε καὶ νὰ καταθλίβονται, καθότι τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κόπου των καὶ τῆς ἐργασίας των εἶναι τὸ κοινὸν ὄφελος. Ἰδοὺ δὲ πὼς ὁ Γεμιστὸς διανέμει μεταξὺ τῶν ἐπιμελητῶν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος τὰ εἰς τὸ δημόσιον ἀνήκοντα καὶ παρ’ αὐτοῦ εἰσπραττόμενα προϊόντα τῆς παραγωγῆς. Πρὸς διατροφὴν καὶ συντήρησιν ἐκάστου μὲν πεζοῦ στρατιώτου ὁρίζει τὸ προϊὸν τῆς παραγωγῆς μιὰς οἰκογενεῖας εἱλώτων, ἐκάστου δὲ ἱππέως, δύο οἰκογενειῶν, ἐκάστου δὲ ἀξιωματικοῦ τοῦ στρατοῦ ἢ πολιτικοῦ ἄρχοντος, ἢ ἀρχιερέως καὶ ἱερέως τὸ προϊὸν παραγωγῆς τριῶν οἰκογενειῶν, ἐπιτρέπουν εἰς τὸν ἀνώτατον ἄρχοντα νὰ ὁρίσῃ τὸ πρὸς συντήρησιν τῆς ἰδίας αὐτοῦ αὐτῆς ἀπαιτούμενον προϊὸν τῆς παραγωγῆς.{10}
Ὁ Γεμιστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ ἐξορισθῇ ὅσον ἐνδέχεται ἐκ τῆς Πελοπονήσου τὸ νόμισμα. Διότι ἡ χῶρα κατεκλύσθῃ ὑπὸ ξένων καὶ κιβδήλων νομισμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁλίγοι μὲν ὠφελοῦνται πολλοὶ δὲ ἀποτῶνται αἰσχρῷς. Ἀφοῦ οἱ εἰσπράξεις καὶ οἱ δαπᾶνες γίνονται εἰς αὐτούσια προϊόντα, ἡ ἀνάγκη τοῦ νομίσματος ἀποβαίνει ἐλάχιστη. Τὸ εἰσαγωγικὸν ἐμπόριον δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι περιορισμένον, διότι ἡ Πελοπόννησος ἐπαρκεῖ καθ’ εἰς ἐαυτὴν καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ εἰσαγάγει εἰμὴ σίδερον καὶ ὅπλα. Ταῦτα δε ἠμπορεῖ νὰ ἀνταλλάσσει διὰ τοῦ ἀφθόνου αὐτῆς ἐρίου, λίνου, βάμβακος κ.λ.π. Πραγματεύεται δὲ ὁ Πλήθων καὶ περὶ τῶν βελτιώσεων τὰς ὁποίας νομίζει ἀναγκαίας εἰς τὴν ποινικὴν δικαισύνην.
Τέλος δε μετὰ πολλῆς αὐστηρότητας ὁμιλῇ περὶ τῶν μοναχῶν λέγων αὐτοὺς παντελῷς ἀχρήστους εἰς τὴν πολιτείαν, ἀποκλείουν αὐτοὺς ἀπὸ πάσης μετοχῆς εἰς τὰς δημοσίας προσόδους καὶ κατελείπων μὲν αὐτοὺς τὴν περιουσίαν των, ἐὰν ἔχουν ἐτοιαύτην, ἀλλὰ προτρέπην τὸν βασιλέα νὰ προνοήσει περὶ τῆς ῥιζικῆς θεραπείας τοῦ ἀτοπήματος αὐτοῦ καὶ πολλῶν ἄλλων καταχρήσεων ἐὰν θέλει νὰ ἐνισχύσει τὸ κράτος καὶ νὰ τὸ προστατεύσει ἀπὸ τὴν ἐπικείμενην καταστροφήν.
Eἰς τὸν δεύτερον λόγον πρὸς Θεόδωρον, ἐπανέρχεται εἰς τὰ αὐτὰ θέματα, ἀγωνιζόμενος νὰ ἐγείρει τὴν φιλοτιμίαν τοῦ νέου ἐκείνου πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς μεταρρυθμίσεως διὰ τὴν ὁποίαν ἐθεώρει ἐαυτὸν ὡς μόνον ἱκανὸν νὰ ἐπιτελέσῃ αὐτήν. Ἡ μεταρρύθμισις αὐτὴ δὲν ἔγινε βέβαια, οὔτε καὶ ἦτο δυνατὸν πιθανῷς νὰ γίνει τὴν χρονικὴν αὐτὴν στιγμήν, πλὴν ὅμῳς δεικνύει τὰ γενναῖα καὶ ἐθνικὰ φρονήματα τοῦ ἀνδρὸς ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖ ὄτι μόνον ἡ ἐπιστροφὴ εἰς τὰς φυλετικὰς ῥίζας τοῦ ἔθνους καὶ ἡ ἀναβίωσις τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἦσαν ἱκαναὶ νὰ σώσουν τὴν Αὐτοκρατορίαν ἀπὸ τὴν καταστροφήν. Αἱ ἀπόψεις δὲ αὐταὶ ἐπεκτείνοντο καὶ εἰς τὴν θρησκείαν, διὰ τὴν ὁποῖαν ὁ Γεμιστὸς εἶχεν ὅλῳς διαφορετικὴν ἄποψιν απὸ αὐτὴν τοῦ ἐπικρατοῦντος τότε Χριστιανισμοῦ τὸν ὁποῖον ὑπὸ τὴν ἀρχικὴν του μορφὴν ἐθεωροῦσε ξένον πρὸς τὴν φυλετικὴν ψυχὴν τῶν Ἑλλήνων. Αἱ ἀπόψεις του συνέπιπταν μὲ αὐτὰς τοῦ νεοπλατωνικοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ ἐπιλεγομένου παραβάτου, καὶ ἐπεθύμει ὠσαύτης τὴν ἐπαναλειτουργίαν τῶν ἐθνικῶν ναῶν οἱ ὁποῖοι ἤδη πρὶν τὸν Ἰουλιανὸν εἶχαν κλεισθεῖ βιαίῳς μὲ τὴν ἀναγνώρισιν τοῦ Χριστιανισμου ὡς ἐπισήμου θρησκείας τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους.{11} Εἶναι βέβαια ”περίεργον” τὸ γεγονὸς ὅτι μόνον ἡ ἀρχαῖα θρησκεία εἶχεν ἀπαγορευθεῖ ἐνῷ λειτουργοῦσαν ἀκόμη τὰ τεμένη τῆς ἑβραϊκῆς θρησκείας καθῲς καὶ ἄλλων ἀνατολικῶν θρησκειῶν.
Eἶναι φανερὸν ὅτι ὁ κύριος ἐχθρὸς ἦσαν οἱ ἀρχαῖοι θεοὶ καὶ ἡ λατρεῖα των, διότι αὐτὴ μόνον ἦτο ἱκανὴ νὰ ὁμιλήσει εἰς τὴν ὑπέροχην φυλετικὴν ψυχὴν τῶν Ἑλλήνων καὶ αὐτὸ ὁ Πλήθων ἐγνώριζεν καλῷς καὶ ἠγωνίσθῃ δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων του διὰ νὰ ἐπαναφέρει τοὺς ἀρχαίους θεούς. Εἰς τοὺς ”Νόμους” του συνοψίζει τὰς ἰδέας τοῦ Πλάτωνος, τῶν Στωϊκῶν, τῶν Νεοπλατονικῶν και τοῦ Ζωροάστρου καὶ τὰς ἀναμιγνύει με τὰς δικὰς του, ἔχων βάσιν τὴν Ἑλληνικὴν πολυθεΐαν ὁλίγον μεταβεβλημένην, δανείζεται ἐκ τῶν πανθεϊστῶν τὰς πλέον τολμηρὰς ἰδέας, πιστεύει εἰς τὴν ψυχὴν τῶν ἄστρων εἰς τοὺς δαίμονας και τὴν μετεμψύχωσιν{12} καὶ προσπαθεῖ νὰ συναγάγει ἐκ τοῦ ἰδικοῦ του θρησκευτικοῦ συστήματος ἕναν κώδικα κοινωνικῆς ἠθικῆς: ”…Περὶ νόμων τὲ καὶ πολιτείας τῆς ἀρίστης, ἢν ἂν διανοούμενοι ἄνθρωποι καὶ αὐτ’ ἂν καὶ ἰδία καὶ κοινὴ μετιόντες τὲ καὶ ἐπιτηδεύοντες ἢν δυνατόν, ἀνθρώπων κάλλιστα τὲ καὶ ἄριστα βιώεν καὶ ἒς ὅσον οἶον τὲ ἐδαιμονέστατα…”.{13} Εἰς τὸ ἔργον αὐτὸν τὸ ὁποῖον τόσον ἀπησχόλησε τὸν τότε κόσμον καὶ ἀποτέλεσεν τὴν ἀρχὴν τῆς διαμάχης μεταξὺ Πλήθωνος καὶ Σχολαρίου{14} ὁ Γεμιστὸς ὁμιλεῖ περὶ τῶν θεῶν καὶ τῆς λατρείας των, περὶ κοινωνικῆς ὀργανώσεως καὶ λειτουργίας, περὶ τῶν κοινωνικῶν σχέσεων καὶ τῆς ἐπιμειξίας ἀρρένων καὶ θηλέων, περὶ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, περὶ τῆς κοινωνικῆς αἰδοῦς και ἄλλων ἠθικῶν ζητημάτων τοῦ βίου. Ὁ ἐθνικὸς ἀποκαλύπτεται κάθε στιγμὴ εἰς τὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα. Ὁ Ζεῦς προσφωνούμενος ἐν προσευχῇ ἀποκαλεῖται ”βασιλεῦς, αὐτοών, αὐτοέν, μέγας τῷ ὄντι καὶ ὑπέρμεγας ὃς οὐδεῖς πρεσβύτερος, ποαιώνιος καὶ μόνον δὴ τῶν πάντων, πάντοτε καὶ πάντως ἀγέννητος. Ὁ φιλόσοφος ἐκδηλώνει ποικιλοτρόπῳς τὸ θρησκευτικὸν του συναίσθημα δι’ ὕμνων πρὸς ὅλας τὰς θεότητας. Εἰς τὴν κοινωνικὴν καὶ θρησκευτικὴν ὄργάνωσιν ἡ ὁποία ἐκ τῶν ἀποσπασμάτων πρωτοστατεῖ μὲν ἡ σκέψις τοῦ φιλοσόφου τῆς Ἀκαδημίας ἀλλὰ ἔτερα ἐπίσης δόγματα πυθαγόρεια, ζωροαστρικὰ ἀλλὰ καὶ Χριστιανικὰ καθστοῦν μεταφυσικωτέραν τὴν σκέψιν τοῦ θεοσόφου τῆς Σπάρτης.
Ὁ Γεμιστὸς ἵδρυσεν εἰς τὴν Σπάρτην κατὰ πρότυπον τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, σχολὴν εἰς τὴν ὁποίαν μόνον προνομιοῦχοι μαθηταὶ ἐδιδάσκοντο ὑπὸ τοῦ ἀναμορφωτοῦ τὴν νέαν θρησκείαν. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν τόσον εἶχον ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν ὥστε ἐλάτρευον ἀγάλματα ἑλληνικῶν θεῶν. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Ἰταλίαν εἶχεν καλλιεργήσει τὰ σπέρματα τῆς πολυθεΐας. Ὁ Πέτρος Καλαυρός, ἕνας τῶν σοφωτέρων ἀνδρῶν τοῦ 15οῦ αἰῶνος καὶ μαθητὴς τοῦ Γεμιστοῦ, φαίνεται ἀληθὴς πλέον εἰδωλολάτρης διακηρύττων καὶ ἐνωπίον τῶν παπῶν ὅτι θὰ καταστρέψῃ τὸν Χριστιανισμόν.{15}
Παρόλην ὅμως τὴν ἀντίθεσιν τοῦ Γεμιστοῦ πρὸς τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Αὐτοκράτωρ Ἱωάννης Παλαιολόγος ἔλθον εἰς Πελοπόννησον τὸ 1428 τὸν συνεβουλέφθει περὶ τοῦ σπουδαιοτάτου πολιτικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ ζητήματος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δηλαδὴ τῆς ἐνώσεως τῶν δύο ἐκκλησιῶν καὶ τὸν ρώτησε τί καλοῦ ἠδύνατο νὰ προκείψει ἐκ τῆς συμφωνίας. Οὔτος δὲ ἀπήντησεν ” ὁλίγον ἢ οὐδέν”. Ἔδωκε δὲ εἰς αὐτὸν συνετᾶς περὶ τοῦ ζητήματος συμβουλᾶς. Τοῦ εἶπεν ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστεύονται εἰς τὰς προσφορὰς τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἡ ἐπὶ τούτου μετάβασιν εἰς τὴν Ἰταλίαν θὰ ἦτο ἐπιζήμιος μάλλον παρὰ ὠφέλιμος. Ἐὰν ὅμως τελικῷς ἀποφασιστεῖ ἡ μετάβασις θὰ πρέπει εἰς τὰς διασκέψεις Ἕλληνες καὶ Λατίνοι νὰ ἔχουν ἴσον ἀριθμὸν ψήφων. Ὅταν ἀρκετὰ ἔτη κατόπιν ἀπεφασίσθει ἡ μετάβασις εἰς τὴν Ἰταλίαν ὁ Γεμιστὸς ὑπήρξε ἕνας ἐκ τῶν πρώτων λαϊκῶν οἱ ὁποίοι ἀκολούθησαν τὸν Ἱωάννην Παλαιολόγον καὶ μετέσχε τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου τοῦ 1438 καὶ 1439 εἰς Φερράραν καὶ Φλωρεντίαν.{16} Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι ἐνῷ ἠργάζετο ἐπισήμῳς περὶ τῆς Ἐνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, δὲν ἐσυστέλετο νὰ λέγει ὅτι ἐντὸς ὁλίγον ἐτῶν θὰ ἐπικρατήσει ἡ νέα θρησκεία ὁλίγον διαφέρουσα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς καὶ προσβλέποντας εἰς τὴν ἀρειοποίησιν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Γεμιστὸς πρεσβεύων ἰδίας ἀπόψεις περὶ θρησκείας καὶ σκεπτόμενος ἴσῳς νὰ γίνει αὐτὸς ἱδρυτὴς τῆς νέας θρησκείας δὲν ἐχωρίζετο ἀπὸ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας οὔτε ἐθεωρεῖ ἄτοπον νὰ συνεργάζεται μετὰ τοῦ Βησσαρίωνος καὶ τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ Ἰσιδώρου περὶ τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἀπὸ τὴν παραμονὴν του εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ ἐντεύθεν ἀρχίζει κυρίῳς τὸ φιλοσοφικὸν στάδιον τοῦ Γεμιστοῦ. Γνωρισθεὶς μετὰ πολλῶν λογίων ἀνδρῶν καὶ ἰδίῳς μετὰ τὸν Κοσμᾶ ἀπὸ Μεδίνων ἤρχισεν νὰ ἀναπτύσσει σ’ αὐτοὺς τῶν μέχρι τότε ἄγνωστον Πλατωνικὴν φιλοσοφίαν ἡ ὁποία παταχθήσα μέχρις ἐξοντώσεως ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν ὑποχώρησε καθολοκληρίαν εἰς τῶν Ἀριστοτελικῶν τιούτων, τῶν συμμάχων τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἦσαν τὰ ὀστὰ{17} τοῦ τελευταίου τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφου ”Οὗ μιὰ Πλάτωνα σοφώτερον οὐκ ἔφησεν ἡ Ἑλλάς.” ὡς λέγει ὁ μαθητὴς αὐτοῦ Βησσαρίων ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὰ ἐξής, διὰ τοῦ Πλήθωνα: Γαῖαν σώματι, ψυχὴ δ΄ ἄστρα Γεώργιος ἵσχει, παντοίης σοφίης σεμνότατον τέμενος. Πολλοὺς μὲν φύσεν ἀνέρας θεοειδέας Ἑλλὰς προσύχοντας σοφίῃ, τῇ τὲ ἄλλη ἀρετή, ἀλλὰ Γεμιστός, ὅσον Φαέθων ἄστρων παραλλάσσει τόσον τῶν ἄλλων ἀμφότερων κρατέει.{18}
Ἠλίας Διονυσόπουλος
ΠΗΓΗ: περιοδικὸν <<Χρυσῆ Αὐγῆ>>, τεύχος 61όν, σελίδες 32-37.
ΣΗΜΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
{1}. Ἡ ἀκριβὴς χρονολογία τοῦ θανάτου του, ἦτο ἐν τῇ 26ῇ Ἰουνίῳ 1452 κατὰ τὸν Γεώργιον Τραπεζούντιον στὸ ἔργον του: <<Comparationes philosophorum Aristotelis et Platonis>>. ΠΗΓΗ: <<Γεώργιος Πλήθων – Γεμιστὸς ἐπὶ τῶν Πελοπονησιακῶν πραγμάτων>>, Χρήστου Π. Μπαλόγλου, εκδόσεις <<Ἐλεύθερη Σκέψις>>, σελὶς 23ή.
{2}. Ἡ παραπάνῳ πληροφορία πὼς ο Πλήθων μετέβῃ νεαρὸς εἰς τὴν Ἀνδριανούπολιν ὀφείλετο στὸν ἀντίπαλον του Γεώργιον Σχολάριον -τῇ Ἁλώσει τῷ 1453 πατριάρχου καὶ γνωστοῦ ἀνθέλληνος- καὶ κατὰ ἐμὲ μόνον ψευδὴς καὶ πρέπει νὰ εἶναι. Ἄλλωσθε κατὰ τὸν Μπαλόγλου δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς πληροφορίες περὶ τῆς νεότητος τοῦ Πλήθωνος, παρὰ μόνον πὼς μαθήτευσε παρὰ τῷ λογίῳ Δημητρίῳ Κυδώνῃ ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει. ΠΗΓΗ: Ὅπως παραπάνῳ, σελίδες 26ὴ καὶ 27ή.
{3}. Μετέβῃ τῷ 1407 καθῲς ὁ Πλήθων συνέγραψε τὸν ἐπικήδιον λόγον διὰ τὸν Δεσπότην τοῦ Δεσποτάτου τοῦ Μηστρᾶ (ἢ Μορέως) Θεόδωρον Α’ Παλαιολόγον, ὅπου καὶ ἀπέθανεν τῷ 1407. ΠΗΓΗ: Ὅπως παραπάνῳ, σελὶς 32ή.
{4}. Ένα σημαντικὸν ἔργον περὶ τῷ θέματι ὅπου συνέγραψε ὁ Πλήθων ὡς καθαρῷς πλατωνικὸς φιλόσοφος εἶναι τό: <<Περὶ ὧν Ἀριστοτέλης πρὸς Πλάτωνα διαφέρεται>>, τὸ ὁποῖον καὶ συνεγράφῃ κατὰ παράκλησιν Ἰταλῶν ἐξίσου πλατωνικῶν λογίων. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καταδεικνύει καὶ τὸν βαθμὸν ὅπου ὁ Πλήθων ἐπηρέασε τὴν δυτικὴν σκέψιν τὴν ἐποχὴν τῆς λεγομένου <<Ἀναγεννήσεως>>. Περὶ τῇ κατονοήσει τοῦ βαθμοῦ σεβασμοῦ τῶν Ἰταλῶν λογίων πρὸς τὸν Πλήθωναν, ὁ Ἰταλὸς λόγιος Μαρσίλιο Φισίον τὸν χαρακτηρίζει ὡς δεύτερον Πλάτωναν. ΠΗΓΗ: <<Plethon et le platonisme de Msitra>>, Fr. Masai, σελὶς 328ή.
{5}. Τὸ πρῶτον ἀξίωμα ὅπου ἀνέλαβε ὁ Πλήθων στὸ Δεσποτάτον τοῦ Μυστρᾶ ἦτο αὐτὸ τοῦ <<Οἰκείου>> μὲ κύριαν ἀρμοδιότηταν νὰ συμβουλεύει τὸν νεαρὸν τότε, Θεώδορον Β’ Παλαιολόγον ὅταν ἀνέλαβε τὸ Δεσποτάτον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ θείου του, Θεωδόρου Α’ Παλαιολόγου. Νὰ σημειωθεῖ πὼς ὁ Πλήθων ἀνέλαβε αὐτὸ τὸ ἔργον κατόπιν παρακλήσεως τοῦ προσωπικοῦ του φίλου Αὐτοκράτορος Μανουῆλ Β’ Παλαιολόγου -πατρὸς τοῦ Θεωδόρου Β’. ΠΗΓΗ: <<Γεώργιος Πλήθων – Γεμιστὸς ἐπὶ τῶν Πελοπονησιακῶν πραγμάτων>>, Χρήστου Π. Μπαλόγλου, εκδόσεις <<Ἐλεύθερη Σκέψις>>, σελὶς 35ή.
{6}. Ὁ Πλήθων ὑποστήριζε πὼς ἐν τῇ Πελοποννήσῳ κατοικοῦσαν γνήσιοι ἀπόγονοι τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων μὴ ἀναμειχθέντες μετὰ οὐδενὸς ξένου στοιχείου. ΠΗΓΗ: <<Oratio prima>>, Πλήθωνος Γεμιστοῦ, σελὶς 42ή.
{7}. Ὁ Ρῶσος βυζαντινολόγος Βασίλιεφ χαρακτηρίζει τὸ ἔργον τοῦ Μάζαρι ὡς <<ἕνα εἴδος λίβελου>>. ΠΗΓΗ: Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας>>, Α.Α. Βασίλιεφ, ἐκδόσεις <<Πάπυρος>>, Β’ Τόμος, σελὶς 348ή.
{8}. Ὁ Κωνσταντῖνος Μπαρμπῆς σὲ πόνημα του σχετικῷς τῇ Ἁλώσει τῇ Πόλει τῷ 1453 ἀναφέρει τὸν σκοτεινὸν ῥόλον μιὰς μυστικῆς ἑβραϊκῆς ὀργανώσεως ἐν ὀνόματι <<Γκαρέμπια>> ἡ ὁποία καὶ ἦτο ἐν συνεννοήσει κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πολιορκίας μετὰ τὸν Μωάμεθ <<τὸν πορθητήν>>. Χαρακτηριστικῷς ἀναφέρει: <<τότε πρωταγωνιστικὸ ῥόλο διαδραμάτισε ἡ σκοτεινὴ ἑβραϊκὴ ὀργάνωση Γκαρέμπια, μέλος τῆς ὁποίας ἄνοιξε τὴν Κερκόπορτα καὶ ἡ ὁποία διεξῆγε ἀπὸ καιρὸ μυστικὲς συννενοήσεις μὲ τὸ σουλτάνο καὶ τοῦ μεταβίβαζε πληροφορίες γιὰ ὅσα συνέβαιναν στὴν Βασιλίδα. Ἐπικεφαλῆς τῆς Γκαρέμπια ἦταν ὁ Μοσὲ Χαμόν, προσωπικὸς γιατρὸς τοῦ Πορθητῆ, καὶ ὁ Χεκὶμ Γιακούμπ, ποὺ στὴ συνέχεια ἔγινε ὑπουργὸς του ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν>>. ΠΗΓΗ: <<Ἡ Πόλις ἑάλῳ>>, Κώστας Ν. Μπαρμπῆς, σελίς 276ή.
{9}. <<Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ βρίσκονται οἱ ἐπιλεγμένοι γιὰ τὴν ἀνδρεία τους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀπαλλάσονται ἀπὸ κάθε φόρο, εἶναι καλύτερα ἐξοπλισμένοι καὶ προετοιμασμένοι γιὰ πόλεμο μὲ τὸ πατριωτικὸ τους φρόνημα, καὶ ἔτσι μποροῦν ὡς στρατιῶτες νὰ εἶναι παρόντες, ὅποτε καὶ ὁπου ἀπαιτηθεῖ καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἀγαθά, ἰδιαίτερα μποροῦν νὰ προστατεύουν τὴν ἐλευθερία μας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τοὺς ἄρχοντες ὡς εἴλωτες>>. Ἐπιστολὴ τοῦ Πλήθωνος πρὸς τὸν Αὐτοκράτωρα Ἰωάννην Η’ Παλαιολόγον ὑπὸ τίτλου <<Τοῦ Γεμιστοῦ πρὸς τὸν Βασιλέα>>, ΠΗΓΗ: <<Γεώργιος Πλήθων – Γεμιστὸς ἐπὶ τῶν Πελοπονησιακῶν πραγμάτων>>, Χρήστου Π. Μπαλόγλου, εκδόσεις <<Ἐλεύθερη Σκέψις>>, σελὶς 135ή. (μετάφρασις Χρήστου Π. Μπαλόγλου).
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἡ μεγίστη ὀξυδερκῆς σκέψις τοῦ φιλοσόφου περὶ τῷ θέματι. Ὁ Πλήθων ἀναφέρεται ξεκάθαρῳς περὶ δημιουργίας Ἑλλήνων ἐπαγγελματιῶν στρατιωτῶν μὲ ὑψηλὸν πατριωτικὸν φρόνημαν -ὁ φιλόσοφος δὲν ὁμιλεῖ περὶ μισθοφόρων. Καὶ διὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸν ἀσφαλῷς πρέπει οἱ ἄνδρες αὐτοὶ νὰ ἐκπαιδεύοντο ἐκ τῆς παιδικῆς ἠλικίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλην ὁμιλεῖ περὶ εἰλώτων, εργαζόμενων θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε σήμερον -ἄλλωσθε στὸν Φεουδαλικὸν σύστημαν τῆς ἐποχῆς τοῦ Πλήθωνος οἱ εἴλωτες, ἢ δουλοπάρικοι παρήγαγαν ἐργασίαν χωρὶς ἀπολαβὲς ὅπως γίνεται καὶ σήμερον, ὅταν ὁ μέσος ἐργαζόμενος ἀμείβεται μὲ λιγότερα ἀπο ὅτι ἐχρειάζετο περὶ τῆς καλύψεως τῶν ἀναγκῶν του, ὅπου και ἐν τέλει οἱ ἀνάγκες αὐτὲς εν τῷ μεσαιωνικῷ Φεουδαλισμῷ ἦτο καλυμμένες ἐκ τοῦ ἄρχοντος ὅπου ὁ δουλοπάρικος ἄνηκε.
Κάνοντας μιὰ σύγκρισις μετὰ σήμερον, ὅπου τὸ στράτευμα ἐστηρίζετο σὲ ἐφέδρους -δηλαδὴ σὲ στρατὸ σκλάβων-, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε καὶ πόσον λάθος εἶναι αὐτό. Ἄραγε σὲ περίπτωσις ἐπιστρατεύσεως, πόσοι θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ πολεμήσουν ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς σωματικῆς ἱκανότητος; Καὶ τὸ κυριότερον, πόσοι θὰ εἶναι εἰς θέσιν ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς πνευματικῆς ἱκανότητος; -εἰδικῷς ἂν σκεθφοῦμε ἐν ταῖς τί φαιδραῖς ἐποχαῖς ζοῦμε. Ἄραγε τὰ διαθέτουν αὐτὰ καὶ τὰ ἔμισθα στελέχοι τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων; ἢ μήπῳς οἱ κοπροπολιτικάντηδες -ὅπου ἐπὶ κυριολεξίᾳ ῥήμαξαν τὸν τόπον- τοὺς κατήντησαν καὶ αὐτοὺς κακόμοιρους πασοκικοῦ τύπου δημοσίους ὑπαλλήλους;
{10}. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Πλήθωνος περὶ οἰκονομίας διέπονται ἀπὸ ἕνα Σοσιαλιστικὸν πνεύμα. Ἐὰν συνδυάσουμε τὶς ἀπόψεις αὐτὲς μὲ τὶς προαναφερομένες περὶ στρατιωτικῆς κοινωνίας, και τὶς ἀπόψεις του περὶ Ἑλληνικῆς φυλετικῆς καθαρότητος, ὁμιλοῦμε ξεκάθαρῳς περὶ Ἐθνικοῦ Σοσιαλισμοῦ.
{11}. Ἡ Ἕλληνικὴ θρησκεία ἀπαγορεύθῃ ἐπισήμῳς διὰ αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος τῷ 392 ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτωρος Θεωδοσίου -τοῦ ἐπονομαζομένου ὡς <<Μέγα>> ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν ἐκκλησίαν. Συγκεκριμένῳς τὸ διάταγμα ἀνέφερε τὴν Ἑλληνικὴν θρησκέιαν ὡς <<εἰδωλολατρικὴ δεισιδαιμονία>>, καὶ προέβλεπε βαριές ποινὲς γιὰ τοὺς ”παραβάτες”. ΠΗΓΗ: <<Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας>>, Α.Α. Βασίλιεφ, ἐκδόσεις <<Πάπυρος>>, Α’ Τόμος, σελίδες 114ὴ καὶ 115ή. Ἀσφαλῷς ἐν τῷ διάταγμᾳ αὐτῷ αὐξήθηκαν καὶ οἱ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν Ἑλληνικῶν ναῶν καὶ Ἑλλήνων λογίων, ἀπὸ μαινόμενους ὀπαδοὺς τοῦ πρώϊμου χριστιανισμοῦ. Ἐπίσης, ἀπαγορεύθησαν καὶ οἱ Ὁλύμπιοι Ἀγῶνες μὲ τοὺς τελευταίους νὰ διαπράττοντο τῷ 393.
Πρὸ τοῦ διατάγματος αὐτοῦ, καμμιὰ θρησκεία δὲν ἀπαγορευόταν -τουλάχιστον ἐπισήμῳς- καὶ ὁ Αὐτοκράτωρ (ἀπὸ τῷ 361 ὢς τῷ 363) Ἰουλιανὸς τὸ μόνον ὅπου ἔκανε ἦτο νὰ ἐφαρμόσει τὸ <<Ἐδικτον τῶν Μεδιολάνων>> ὅπου ὑπογράφῃ ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίνου τῷ 312 καὶ προέβλεπε ἀνεξιθρησκεία.
{12}. Οἱ ἀρχαῖοι ἠμῶν πρόγονοι ἐπίστευαν εἰς τὴν μετενσάρκωσιν, δηλαδή, τὴν ἐκ νέου δημιουργίαν ἑνος ὑλικοῦ σώματας ἐκ μιὰς ψυχῆς, δηλαδὴ ἰδίας ψυχῆς μὲ νέον σῶμα. Αὐτὸ συνεπάγεται καὶ συγκεκριμένα χαρακτηριστικὰ ὅπου φέρει ἀποτυπομένα ἡ ψυχή -εἶδος, φυλή, φύλο, ψυχοσωματικὲς ἰδιαιτερότητες- νὰ μεταφέροντο αὐτουσίῳς στὸ νέον σῶμα.
Ἀπὸ φιλοσοφικῆς ἀπόψεως, ἐν συγκρίσει μετὰ τῆς χριστιανικῆς θεωρίας -ὅπῳς καὶ μετὰ ὅλων τῶν θεωριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν ἐκ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς-, περὶ μίας καὶ μόνον ζωῆς, φένεται ἡ Μετενσάρκωσις νὰ ὑπερισχύει, καθῲς τὸ νόημα της εἶναι ἡ κάθε ψυχὴ νὰ ζήσει ἔναν συγκεκριμένον ἀριθμὸν βίων, -καὶ ἐνδεχομένῳς καὶ βίων δύσκολων ὅπως ἐν ἀσθενείᾳ-, οὖτος ὤστε νὰ ὑπάρξει καὶ τελικῷς μὶα δικαία κρίσις. Παραδείγματι χάριτι, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει δικαιοσύνη καὶ ἰδία κρίσις, μεταξὺ ἑνὸς ἀνθρώπου ὅπου ἀπέθανεν παῖς, καὶ μεταξὺ ἑνὸς ὅπου ἀπέθανεν ἐν μέσῳ βαθύτατος γήρατος; Ὁ μὲν πρῶτος πάει ἀπευθείας εἰς τὸν παράδεισον -καθῲς δὲν πρόλαβε νὰ διαπράξει ἁμαρτήματα, ὅπου καὶ τὸ πιθανότερον ἂν ζοῦσε θὰ ἦτο να διέπραττε, ἐκτὸς ἂν γινόταν ἱερεὺς ἢ μοναχός-, ὁ δὲ δεύτερος πάει εἰς τὴν κόλασιν, καθῲς σιγούρῳς διατέλεσε -ἐκτὸς ἂν ἰσχύει ἀκόμη ἕνα παράδοξον τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν κατόπιν τῆς ἐξομολογήσεως, δηλαδὴ κάποιος ὅπου ἦτο παιδοβιαστὴς καὶ παιδοκτόνος ἂν μετανοήσει λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του θὰ πάει εἰς τὸν παράδεισον… Ὅπότε ἐν τέλει ἔχουμε καὶ τὸ ἐξὴς ὀξύμωρον, τὸ ἰδανικότερον σενάριον κατὰ τὸν χριστιανισμὸν νὰ εἶναι νὰ πεθάνει κάποιος ἐκ τῆς παιδικῆς ἠλικίας ὤστε νὰ πάει ἀπευθείας εἰς τὸν παράδεισον!
{13}. <<Περὶ νόμων καὶ πολιτείας τῆς ἀρίστης, ἐν αὐτῇ ἂν διανοούμενοι ἄνθρωποι συμμετάσχουν ἐν τῇ ἰδίᾳ καὶ κοινῇ (πολιτείᾳ) καὶ ἐπιτηδεύοντες, ἦτο δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι (τῆς πολιτείας) νὰ διαβιοῦν κάλλιστα καὶ ἄριστα και ὅσον δύναται ἐδαιμονέστατα.>>, μετάφρασις Μ. Ἰωαννίδης.
{14}. Ὁ Σχολάριος εἶναι ὑπεύθηνος γιὰ τὴν καύσιν πονημάτων τοῦ Πλήθωνος. Συγκεκριμένῳς, ἐπαραδέχετο πὼς ἔκαυσε τὸ ἔργον <<Νόμων Συγγραφή>> . ΠΗΓΗ: <<Πλήθωνος Νόμοι. Γενναδίου Πατριάρχου, Ἔναντίον τοῦ Πλήθωνος Γεμιστοῦ>>, Γεννάδιος Πατριάρχης, ἐκδόσεις <<Ἐλεύθερη Σκέψις>>, σελίδες 296ὴ ὣς 232ή.
{15}. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Πλήθωνος ἦταν καὶ Χριστιανοὶ μὲ προεξέχοντα τὸν λογιότατον Βησσαρίωνα μετέπειτα καθολικὸν καρδινάλιον. Ἀξίζει ἐπίσης νὰ ἀναφέρουμε πὼς ὁ Βησσαρίων πρωτοστάτησε μετὰ τῇ Ἁλώσει τῇ Πόλει τῷ 1453 περὶ δημιουργίας σταυροφορίας κατὰ τῶν ἀγαρηνῶν ὀσμανλίδων.
{16}. Ἡ σύνοδος ἐπὶ τῇ ουσίᾳ ἔγινε γιὰ νὰ ἐπικυρώσει τὴν προηγουμένην συνόδον τῆς Λυὼν ἐν τῷ 1274 ὑπὸ τοῦ Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (ἐπανιδρυτοῦ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μετὰ τὴν ”σταυροφορικὴν” ἅλωσιν τῶν πλιατσικολόγων τῷ 1204). Ἄλλο ἕνα γεγονὸς ὅπου ἐνθάρυνε περὶ μιὰς νέας συνόδου ἦταν ὁ ἀσπασμὸς τῆς καθολικῆς θρησκείας ἐκ τοῦ Ἰωάννου Ε’ Παλαιολόγου τῷ 1369. Παρὰ ταύτα, ἡ ἕνωσις των ἑκκλησιῶν ποτὲ δὲν ἵσχυσε ἐπὶ τῇ πράξει -ὅπῳς καὶ ἡ πρώτη διὰ τῆς σύνοδος τῆς Λυὼν- καὶ τῷ 1450 ἔγινε σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίνου ΑΙ’ Παλαιολόγου -<<Μαρμαρωμένου>>- ὅπου καταδίκασε τὴν ἕνωσιν. ΠΗΓΗ: <<Zum Kircheneinigungsveruch des Jahres 1439>>, J. Draseke, σελὶς 580ή.
{17}. Ὁ Πλήθων ἀπέθανεν ἐν τῇ 26ῇ Ἰουνίῳ 1452 καὶ ἐκηδεύθῃ δὶα χριστιανικῶν τιμῶν. ΠΗΓΗ:<<Γεώργιος Πλήθων – Γεμιστὸς ἐπὶ τῶν Πελοπονησιακῶν πραγμάτων>>, Χρήστου Π. Μπαλόγλου, εκδόσεις <<Ἐλεύθερη Σκέψις>>, σελὶς 42ή.
{18}. <<Ἐν τῇ γῇ ἐυρίσκετο τὸ σῶμα, ἡ ψυχὴ στὰ ἄστρα καὶ ὁ Γεώργιος ὑφίσταται, ἐν σοφίᾳ περὶ τῶν πάντων (εἶναι) σεμνότατον τέμενος. Πολλοὺς μὲν ἄνδρες προσύχοντες (ἐξέχοντες) ὅπου διὰ σοφίας καὶ ἄλλων ἀρετῶν ἡ θεουργὸς Ἑλλὰς ἐγέννησε, ἀλλὰ ὁ Γεμιστός, ὡσὰν Φαέθων ἄστρον διαφέρει καὶ κρατέει (κυριαρχεῖ) ἐν συγκρίσει τῶν ὑπολοίπων ἄλλων>>, μετάφρασις Μ. Ἰωαννίδης.
* * *
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΑ ἹΕΡΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ
Ὅπῳς ἀναφέραμε ὁ Πλήθων ἀπέθανεν ἐν τῇ 26ῇ Ἰουνίῳ 1452 ἐν τῷ ἀγαπημένῳ του Μυστρᾷ. Ἐν τῷ 1460, λίγα ἔτη μετὰ τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλεως, ὁ Μωάμεθ συνεχίζει τὸ καταστροφικὸν του ἔργον διὰ τῆς καταλήψεως καὶ καταστροφῆς τοῦ Δεσποτάτου τοῦ Μυστρᾶ. Ἀπὸ Τῷ 1436 ἡ Βενετικὴ Δημοκρατία εὐρίσκετο ἐν πολέμῳ μετὰ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας τῶν ἀγαρηνῶν, καὶ στὰ πλαίσια τοῦ πολέμου ὁ Βενετὸς Ἱππότης Ρομανδικῆς (Γαλλικῆς) καταγωγῆς Παντόλφο Μαλατέσα Σιγισμούνδος θὰ καταλάβει τὸν τουρκοκρατούμενον -πλέον- Μυστρᾶ τῷ 1464. Μὴ μπορῶντας νὰ κρατήσει τὸν Μηστρὰ θὰ ὑποχωρήσει τῷ 1466 ἀλλὰ πρωτοῦ φύγει θὰ πάρει μαζὶ του τὰ κόκκαλα τοῦ Μεγίστου Φιλοσόφου ἵνα μὴ τὰ σκυλεύσουν οἱ ὀσμανλῖδες κοπρῖτες. Ὁ Παντόλφο τελικῷς θὰ θάψει τὸν Μέγα Διδάσκαλον ἐν Φλωρεντίᾳ ἐν τῇ 9ῇ Ἀπριλίῳ τῷ 1466.
Γεώργιος Πλήθων Γεμιστὸς – Ἀθάνατος!
Μάξιμος Ἰωαννίδης
ἙΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟΝ ΔΑΣΚΟΛΟΝ
Ἐπάνω ἀπὸ τὸν τάφο
στάθηκε ὁ Ἱππότης
καὶ μὲ ἀργὲς κινήσεις
σὰν προσευχὴ νὰ ἔκανε
τὴν πανοπλία του ἔβγαλε.
Σκάψτε ἐδῷ μὲ προσοχὴ
ψιθύρισε ὁ Σιγισμούνδος
ὁ Νορμανδὸς πολέμαρχος
ποὺ τὸ κάστρο τοῦ Μυστρᾶ
παλληκαρίσια εἶχε πάρει.
Σὲ πορφυρὸ πανὶ μεταξωτὸ
τυλίξανε τὰ λείψανα μὲ σέβας
καὶ αὐτὸς τὰ ἔβαλε μετὰ
σὲ ἕνα περίτεχνο
ἀπὸ κέδρο σκεύος.
Καὶ ἔφυγε γιὰ πάντα
δὲ εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ πάρει
ἀπὸ τὴν ῥημαγμένη πολιτεία τοῦ Μυστρᾶ.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σὲ χῶρο ἱερὸ
στοὺ Ρίμινι τὸ Ναὸ ἀναπαύθηκαν
τοῦ Πλήθωνα, τοῦ τελευταίου Πλατωνικοῦ
τῶν φιλοσόφων, φιλοσόφου τὰ ὀστά.
Ν.Γ. Μιχαλολιάκος
ΠΗΓΗ: <<Αἰχμάλωτος πολέμου, Ψευτορωμαίϊκο, χιλιετία τρίτη>>, σελὶς 60ή.