Το ελλαδικό κράτος χαρακτηρίζεται από έλλειψη δυναμικών πολιτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες αναμφισβήτητα θα ενίσχυαν την στρατηγική θέση της Ελλάδος στο παγκόσμιο στερέωμα. Οι εξουσιαστές της Πατρίδος μας ουδέποτε διεκδίκησαν τα κεκτημένα δικαιώματα που μας παρέχει ακόμα και αυτό το αγαπημένο τους «διεθνές δίκαιο», καίτοι γνωρίζουν άπαντες νοήμονες πως στην γεωπολιτική σκακιέρα αυτό που καθορίζει την έκβαση των διακρατικών σχέσεων δεν είναι το τυπωμένο σε χαρτιά μελάνι αλλά η ισχύς, κατά την γνωστή Θουκυδίδειο διδασκαλία.
Αυτή η διαχρονική υποχωρητική διαδικασία εκ μέρους των πολιτικάντηδων ακολουθείται ως τμήμα εφαρμογής ενός σχεδίου, εκπορευόμενο από ξένα κέντρα εξουσίας, τα συμφέροντα των οποίων αποσκοπούν στην εκμηδένιση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Την ξενόδουλη αυτή πολιτική, η οποία όχι μόνο αδιαφορεί για τα εθνικά μας δίκαια αλλά και τα βλάπτει, το λαϊκό Εθνικιστικό κίνημα την καταγγέλει επί δεκαετίες εμπράκτως, με πληθώρα δυναμικών συγκεντρώσεων και πολιτικών παρεμβάσεων οι οποίες έφεραν τους Χρυσαυγίτες αντιμέτωπους με το κράτος, τους ένστολους πραιτωριανούς του, τις ξένες πρεσβείες και σύσσωμο το δημοσιογραφικό κατεστημένο.
Στο διεθνές γεωστρατηγικό παιχνίδι, το ελληνικό κράτος είναι ένας αδύναμος παίχτης που παρακολουθεί τις εξελίξεις ως θεατής, δίχως να διαμορφώνει μια στέρεη εθνική ατζέντα προς όφελος του Ελληνισμού. Αν τελειώσει η παρτίδα, τότε δυστυχώς θα τελειώσει και η Πατρίδα. Η Ελλάς έχει καταντήσει μια υποεταιρεία εξαγωγής που εκποιεί στα «ευρωπαϊκά» και υπερατλαντικά αφεντικά τον φυσικό και ενεργειακό πλούτο του Έθνους.
Παρά την δεδομένη ζοφερή πραγματικότητα, υπάρχουν καίριες προτάσεις, η εφαρμογή των οποίων ανατρέπει εν τοις πράγμασι τα σχέδια δυτικών πατρώνων και τούρκων στο Αιγαίο πέλαγος. Αυτές οι διαχρονικές εθνικοανεξαρτησιακές θέσεις του πολιτικού προγράμματος του κινήματος, στοχεύουν στην διαμόρφωση ενός μέλλοντος Εθνικού κράτους εκφραστή της Μεγάλης Ιδέας του Γένους.
Πρώτον, εις ότι αφορά την αιγιαλίτιδα ζώνη ομιλούμε για μια θαλάσσια ζώνη ευρέως γνωστή ως χωρικά ύδατα και σύμφωνα με το λεγόμενο “δίκαιο της θαλάσσης”, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο αυτής της ζώνης είναι τα δώδεκα ναυτικά μίλια. Η επέκταση αυτή δύναται να επισυμβεί με μονομερή εσωτερική πράξη. Ως γνωστόν η αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδος σήμερα φτάνει μόνο τα έξι ναυτικά μίλια.
Αν και οι Εθνικιστές, ως πολιτικά όντα με γνώση των ουσιωδών πτυχών της ιστορίας και όχι απλά κάποιοι γραφιάδες τυποκράτες, δεν προτεραιοποιούμε την ανάγκη εφαρμογής των διεθνών πρωτοκόλλων, είναι αλήθεια πως η επέκταση στα δώδεκα ναυτικά μίλια είναι ένα δικαίωμα που αναγράφεται ρητά ως εθιμικό και συμβατικό δικαίωμα από το άρθρο 3 της σύμβασης του “δικαίου της θαλάσσης”. Προφανώς αυτό το απαράδεκτο ψευτορωμαΐικο που καταδυναστεύει τον λαό μας, δεν ασκεί αυτό το μείζον κυριαρχικό δικαίωμα, επικαλούμενο την απειλή casus belli (αιτία πολέμου) που προβάλλει η τουρκία στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Στην επιφυλακτικότητα αυτή του ελλαδικού κράτους δυστυχώς υφέρπει η ευρύτερα ξενόδουλη εξωτερική πολιτική η οποία διαπνέεται από μια εξωφρενική λογική υποταγής. Η δυναμική διεκδίκηση του δικαιώματος επέκτασης στα δώδεκα ναυτικά μίλια αφ’ ενός εδράζεται στις διατάξεις του ίδιου του “διεθνούς δικαίου”, αφ’ ετέρου στην εκ των προτέρων προσφυγή της ελληνικής πλευράς στο συμβούλιο ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο τουρκικό casus belli.
Όλες αυτές οι διπλωματικές και γεωπολιτικές κινήσεις αποτελούν μια σειρά νομικών ενεργειών διεθνής ισχύος, οι οποίες γίνονται πράξη από κυρίαρχα Εθνικά κράτη στην υπηρεσία της Πατρίδος και όχι προδότες που διεκδικούν δάφνες φιλοτουρκισμού και “ειρηνικής συνύπαρξης” με τους γενοκτόνους των προγόνων μας. Ως ασήμαντη λεπτομέρεια μπορεί να σημειωθεί πως έγκριτοι διεθνολόγοι θεωρούν ότι οι τουρκικές απαιτήσεις περί μη επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας, στερούνται νομικής βάσης, καίτοι καμία αντίθετη αυθαίρετη άποψη δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τις δικές μας πολιτικές βλέψεις επί του ζητήματος.
Για να πραγματοποιηθεί η επέκταση αυτή που δικαιούται το κράτος, χρειάζεται μια σοβαρή Εθνική ηγεσία, διότι η υπάρχουσα, εκτός του ότι είναι κατώτερη των περιστάσεων, αποτελεί μια «εταιρεία» υπαλλήλων υποταγμένων στις επιταγές των αμερικανοεβραϊκών αφεντικών. Δεν θα πρέπει να λησμονείται επίσης ο πρωταρχικός στόχος της αποδέσμευσης της Πατρίδος μας από τους υπερεθνικούς θεσμούς υποδούλωσης. Η γραφειοκρατική συμμορία των Βρυξελλών, ο νατοϊκός στρατός κατοχής αλλά και η διαπλεκόμενη με τουρκικά συμφέροντα ολιγαρχική ελίτ αποτελούν τους κυριότερους βραχίονες άσκησης δυναστικών πολιτικών εις βάρος του Έθνους.
Εις ότι αφορά την Α.Ο.Ζ. (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), τα φερέφωνα της πολιτικής εξουσίας και τα μέσα μαζικής εξαπάτησης αποφεύγουν να αναλύσουν τι ακριβώς είναι η ΑΟΖ, τι θα σήμαινε η ανακήρυξή της και ποια είναι τα ζωτικής σημασίας οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Ελλάς πραγματοποιώντας μια τέτοια γεωπολιτική κίνηση. ΑΟΖ αποκαλείται η θαλάσσια περιοχή, η νοητή εκείνη ζώνη, της οποίας η ανακήρυξη από το παράκτιο κράτος σημαίνει δυνατότητα εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου που αυτή περιέχει εντός των ορίων της. Βρίσκεται πέρα από την αιγιαλίτιδα με πλάτος έως και διακόσια ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεις, από το σημείο που μετράται η αιγιαλίτιδα. Εάν επί παραδείγματι η αιγιαλίτιδα έχει καθορισθεί στα 12 ναυτικά μίλια, η ΑΟΖ φθάνει τα 188 ναυτικά μίλια. Βέβαια είναι αυτονόητο ότι στο Αιγαίο δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί το ανώτατο όριο των διακοσίων ναυτικών μιλίων, αλλά θεσπίζεται μικρότερο εύρος.
Η εθνική σημασία αυτού του νομικού επιχειρήματος που απορρέει από το δίκαιο της θαλάσσης, απογυμνώνει ολοκληρωτικά την αρνητική στάση των ηττοπαθών πολιτικών στην διεκδίκηση του δικαιώματος άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η ανακήρυξη της ΑΟΖ προϋποθέτει δυναμική κρατική πρωτοβουλία, κάτι που προβάλλεται από τους τρομολάγνους ως “κίνδυνος” να εκληφθεί από την διεθνή κοινή γνώμη αυτή η ενέργεια ως μια “πρόκληση” της ελληνικής πλευράς.
Τα τεράστια οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση της ΑΟΖ μπορούν να συναποτελέσουν τμήμα της λύσης για ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάς αποκτά κυριαρχικά δικαιώματα για την εκμετάλλευση της θαλάσσιας περιοχής, αλλά και διαφόρων μεταλλευμάτων που βρίσκονται στο υπέδαφος. Άλλη μια πολύ σημαντική δυνατότητα, ως απάντηση στις απαιτήσεις των καιρών είναι και η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα και τους ανέμους. Ειδικότερα στην σύγχρονη συγκυρία κατά την οποία η ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης είναι τραγική, το ζήτημα του ορυκτού πλούτου ανακτά την πολύτιμη σημασία που πάντα είχε για τους πραγματικούς Έλληνες στην πολιτική επικαιρότητα.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα, κατά καθολική παραδοχή ακόμα και καθεστωτικών ακαδημαϊκών “ειδημόνων”, πλούσια ενεργειακά κοιτάσματα του Αιγαίου πελάγους, ιδιαιτέρως νοτίως της Κρήτης, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η πρόταση του Εθνικιστικού κινήματος περί επέκτασης των χωρικών υδάτων και ανακήρυξης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης προσκρούει στις ειλημμένες αποφάσεις των παγκόσμιων τοκογλύφων περί εκμετάλλευσης και «συνδιαχείρισης» για το Αιγαίο πέλαγος και την Μεσόγειο εν γένει.
Ο Λαϊκός Σύνδεσμος, όχι τυχαία θέτει ως προμετωπίδα των εθνικών θέσεων του αυτές ακριβώς τις προτάσεις, ήτοι την επέκταση των ναυτικών μιλίων, αλλά και την ίδια την ανακήρυξη της ΑΟΖ, κάτι για το οποίο υπεύθυνα κατέθεσε πρόταση νόμου προ έντεκα ετών κατά την κοινοβουλευτική του παρουσία. Αυτή η πάγια θέση της Χρυσής Αυγής, η οποία εκφράζεται εδώ και δεκαετίες μέσω αρθρογραφίας στην ιστοσελίδα και στα επίσημα ομώνυμα έντυπα της εφημερίδας και του περιοδικού, αποτέλεσε μεταγενέστερα αντικείμενο πολιτικής καπηλείας για ψηφοθηρικούς λόγους από διάφορα ψευτοπατριωτικά κομματίδια, αλλά και από τον ίδιο τον καιροσκόπο πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, δίχως βέβαια να σημειώνεται κάποια σχετική πρόοδος.
Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου από έναν δημόσιο Εθνικό φορέα στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, πάντοτε σε συνδυασμό με την εφαρμογή των απαραίτητων τεχνικών μέτρων προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται στα χέρια των ανίκανων οσφυοκαμπτών της κομματοκρατίας. Από αυτή την άποψη, ίσως δεν είναι και τόσο παράλογος ο προβληματισμός πολλών γνήσια ανησυχούντων Ελλήνων, πως η εξόρυξη του ορυκτού πλούτου έξω από το πλαίσιο μιας στιβαρής εθνικιστικής κυβέρνησης θα κατευθυνόταν μετά βεβαιότητος στην αποπληρωμή ληστρικών μνημονιακών τοκοχρεολυσίων, τον αθέμιτο πλουτισμό κάποιων πολυεθνικών καρτέλ, αλλά και την συνέχιση παροχής επιδομάτων στους εισβολείς λαθρομετανάστες.
Ο φυσικός πλούτος της Ελλάδoς, όπως και όλων των εθνών της Γης, διαχρονικά αποτελεί στόχος των αμερικανοσιωνιστικών αρπακτικών. Εκτός από τους τούρκους οι οποίοι τον ορέγονται, αποτελούν την εναλλακτική λύση μετά τα κοιτασμάτα στην Μέση Ανατολή και για τους πετρελαιάδες πλουτοκράτες. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει εκκινηθεί ακόμη, εδώ και πολλά συναπτά έτη, κάποια διαδικασία εξόρυξης. Διότι οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν δρουν προς όφελος του Έθνους, αλλά απεργάζονται την διάλυση του δρώντας υπέρ των δυναστών του Έθνους. Χαρακτηριστική είναι η κατάπτυστη δήλωση προ ελάχιστων ετών του τότε υπουργού εξωτερικών Νίκου Δένδια, “καθησυχάζοντας” με πάσα δουλοπρέπεια τους σαουδάραβες βαρώνους και τα δυτικά λόμπι πως «δεν θα μετατραπεί το Αιγαίο σε κόλπο του Μεξικού».
Ως Χρυσαυγίτες υφιστάμεθα τις γνωστές ανηλεείς πολιτικές διώξεις των τελευταίων ετών έχοντας πλήρη συνείδηση των Ιδεών και των θέσεων που πρεσβεύουμε. Ποια άλλη μοίρα θα μπορούσε να συνοδεύσει το πεπρωμένο των Εθνικιστών επαναστατών, όταν ως αμύντορες του Ελληνισμού διεξάγουν μια πολυμέτωπη μάχη για την υλοποίηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας, ενάντια στο ντόπιο και το ξένο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό κατεστημένο;
Στην απαίτηση κάθε είδους επιβουλέα περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας και παραχωρήσεως γης και ύδατος, αποτελεί εθνικό χρέος η ουσιώδης υπερασπιστική παρέμβαση των πραγματικών Ελλήνων πατριωτών, για ένα Αιγαίο Πέλαγος που ήταν, είναι και θα παραμείνει για πάντα Ελληνικό!