Δεκέμβριος 1944 – Η Ηρωική Μάχη του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη
TO ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟ “NO PASSARAN”
Το Σύνταγμα Χωροφυλακής το οποίον από στεγαζόταν στο κτιριακό συγκρότημα του άλλοτε Στρατιωτικού Νοσοκομείου Μακρυγιάννη, και ως εκ τούτου γνωστόν ήδη από την πολεμική περίοδο ως «Σύνταγμα Μακρυγιάννη», περιελάμβανε στους κόλπους του πολλούς από τους γενναιότερους και ικανότερους αξιωματικούς και οπλίτες του Σώματος, οι οποίοι είχαν ήδη, κατά την διάρκεια της κατοχής, ριφθεί σε σκληρούς αγώνες κατά του κατακτητού και κατά του εαμοελασιτισμού. Τα δύο κύρια οχυρά αμύνης του ελεύθερου κέντρου της πρωτεύουσας ήταν από την πλευρά της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας η Σχολή Χωροφυλακής και από εκείνη της λεωφόρου Συγγρού το Σύνταγμα Μακρυγιάννη.
Αλλά ενώ πλησίον της Σχολής Χωροφυλακής υπήρχαν τμήματα της Ταξιαρχίας Ρίμινι, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη έφρασσε την κύρια είσοδο προς το κέντρο των Αθηνών σχεδόν μόνο και απομονωμένο. Η στρατηγική σημασία του ήταν μεγάλη.
Το Σύνταγμα Μακρυγιάννη ήταν το μόνο σοβαρό εμπόδιο για τα ελασιτικά στίφη, για να εξορμήσουν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και τους Κήπους του Ζαππείου προς την πλατεία Συντάγματος, που απείχε μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα και η κατάληψη της οποίας θα σήμαινε κατάλυση των κυβερνητικών εξουσιών και τη νίκη τους. Άλλωστε, αυτή την εξόρμηση προς το κέντρο περίμεναν εναγωνίως οι εαμικές ορδές του Νέου Κόσμου, της Γαργαρέττας και της Πλάκας, οι οποίες θα παρέδιδαν τα πάντα στη λεηλασία και την καταστροφή.
Οι κομμουνιστές γνώριζαν καλά ότι το κυριότερο φράγμα της προελάσεώς τους προς το κέντρο και της καθολικής κυριαρχίας τους επί της πρωτεύουσας ήταν το Σύνταγμα Μακρυγιάννη. Για να το εκπορθήσουν κατέστρωσαν στρατηγικά σχέδια οι καλύτεροι στρατιωτικοί του σύμβουλοι. Η ηγεσία των κομμουνιστών διέθεσε για τον σκοπό αυτό τρία συντάγματα Πεζικού του ΕΛΑΣ, ενισχυμένα και από εφεδρικές δυνάμεις του ΕΑΜ, συνολικού αριθμού 5.000 ανδρών, άρτια εξοπλισμένων με τουφέκια, αυτόματα, μυδράλια, βαρέους όλμους, αντιαρματικά πυροβόλα, χειροβομβίδες, δεσμίδες δυναμίτιδας και άφθονα πυρομαχικά. Στα ΒΔ υψώματα του Α’ Νεκροταφείου είχαν στηθεί ισχυρά πυροβόλα, εντός της ακτίνας βολής των οποίων ήταν το συγκρότημα Μακρυγιάννη.
Έναντι των ισχυροτάτων αυτών πολεμικών δυνάμεων και μέσων του εχθρού, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη διέθετε 88 αξιωματικούς της Χωροφυλακής και 429 οπλίτες με πολύ ελλιπή εξοπλισμό. Από την 24η Νοεμβρίου την διοίκηση του Συντάγματος ανέλαβε ο συνταγματάρχης Γεώργιος Σαμουήλ, αξιωματικός γενναίος, ικανός και κατεχόμενος από πατριωτικό πάθος εναντίον της κομμουνιστικής ανταρσίας.
Όλοι οι αξιωματικοί του Συντάγματος ήταν άνδρες γενναίοι και ενθουσιώδεις, τρέφοντες άσπονδο μίσος κατά τού κομμουνισμού ως ανατροπέως της τάξεως και φθορέως των εθνικών παραδόσεων, αποφασισμένοι να χύσουν το αίμα τους, ως οι τελευταίοι υπερασπιστές των εθνικών και πολιτικών ελευθεριών του Ελληνικού Λαού. Αλλά και οι υπαξιωματικοί και οι απλοί χωροφύλακες, έχοντες σχεδόν όλοι αντιμετωπίσει σε σκληρές μάχες τον κομμουνισμό ως εχθρό της Πατρίδος, έμειναν εκεί με χαλυβδωμένη την ψυχή για τον αγώνα για την σωτηρία του έθνους και με την απόφαση της θυσίας για την νίκη. Οι πάντες είχαν συναίσθηση του γεγονότος ότι μόνο η νίκη, η αποτελεσματική αντίσταση κατά των αναρίθμητων κομμουνιστικών ορδών, θα αποτελούσε την σωτηρία της εναπομείνασας ελευθέρας Ελλάδος, αλλά και των ιδίων, διότι δεν αμφέβαλλαν καθόλου για την οικτρή τύχη που περίμενε τους πάντες σε περίπτωση κατακτήσεως του οχυρού τους και επικρατήσεως των κομμουνιστών. Ο διοικητής Σαμουήλ και ο αρχηγός πολεμικής αμύνης αντισυνταγματάρχης Κωστόπουλος δεν δίστασαν να το διακηρύξουν απερίφραστα προς τους άνδρες τους λίγες ώρες πριν την έναρξη της ελασιτικής επιθέσεως.
«Πάρετέ το απόφασιν, είμεθα όλοι μελλοθάνατοι. Βάλετέ το καλά εις τον νουν σας, ότι μόνον η νίκη θα σώση και την Ελλάδα και ημάς τους ίδιους. Ας αποθάνωμεν τουλάχιστον όχι από τας μαχαίρας των αναρχικών, αλλ’ επί του πεδίου της μάχης διά την τιμήν και την ελευθερίαν της Πατρίδος μας!»
Από το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου, το εφεδρικόν ΕΑΜ με τα γυναικόπαιδα, συνωστίζονται στις γύρω παρόδους, όπου αντηχούν αλαλαγμοί των θηρίων. Εκατοντάδες χωνιά έχουν τεθεί σε ενέργεια καλούντα τον λαό σε συναγερμό, διότι επίκειται η εξολόθρευση των εχθρών του λαού και των προδοτών, οι οποίοι «τρέμοντες διά την τιμωρίαν η οποία τούς ανέμενε, είχον κλεισθή εις το κτίριον των Στρατώνων Μακρυγιάννη». Όσο πλησίαζε το μεσημέρι, ομάδες ένοπλων ελασιτών εμφανίζονταν στις παράπλευρες οδούς, κατασκοπεύοντας τα αμυντικά μέτρα. Πολλοί από αυτούς συνοδεύονταν από γυναίκες και παιδιά με χωνιά, που καλούσαν τους υπερσπιστές να παραδοθούν όσο υπήρχε ακόμη καιρός, για να σώσουν τη ζωή τους, αλλιώς θα περνούσαν από μαχαίρι, το οποίο μάλιστα πολλοί και πολλές κράδαιναν επιδεικτικά. Αξιωματικοί και οπλίτες, συμφώνως προς τις διαταγές τις οποίες είχαν λάβει, παρέμεναν ακίνητοι στις θέσεις τους μην απαντώντας στις ύβρεις και τις προκλήσεις.
Από τις πρώτες απογευματινές ώρες, τα παρατηρητήρια του Συντάγματος διαπίστωσαν ομαδικές κινήσεις μεγάλων ελασιτικών δυνάμεων από του Σταδίου, του Αρδηττού και των γύρω περιοχών, προς την λεωφόρον Συγγρού, ενώ πολεμικό υλικό μεταφερόταν προς τις συνοικίες Μακρυγιάννη, Γαργαρέττας και στους γύρω από το θέατρο Διονύσου χώρους. ΄Ηταν πλέον προφανές ότι πλησίαζε η ώρα της επιθέσεως. Ο διοικητής συνταγματάρχης Σαμουήλ, καλώντας τους αξιωματικούς, τους απηύθυνε, με τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή, τα πιο κάτω απλά, αλλά συγκλονιστικά στην απλότητα της εκφράσεως του πατριωτικού παλμού τους, λόγια:
«Παιδιά μου, σήμερον ή αύριον θα αντιμετωπίσωμεν πολυάριθμον, επικίνδυνον και καλά εξοπλισμένον εχθρόν, φανατικόν εις την εγκληματικήν του ιδεολογίαν. Πρέπει να αγωνισθώμεν όλοι μας, με την ιδίαν αποφασιστικότητα και την ιδίαν πίστιν που επέδειξε πάντοτε το Σώμα της Χωροφυλακής, από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερον. Πιθανόν να υποχρεωθούμε να αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων, και πιθανόν να χρησιμοποιήσωμεν και την λόγχην, ακόμη και να έλθωμεν σώμα προς σώμα με τους κομμουνιστάς. Η θυσία διά την Πατρίδα πρέπει να μας εμπνέει και το υπέρτατον χρέος προς την τιμήν των όπλων μας, πρέπει να μας οιστρηλατεί. Καμμία ανθρωπίνη δύναμις εις τον κόσμον δεν είναι δυνατόν να μας λυγίσει και να μας υποτάξει, όταν έχωμεν μπροστά μας το παράδειγμα των Σουλιωτών και των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου, που ηναγκάσθησαν να τρέφωνται και με φύλλα δένδρων ακόμη διά να μη παραδοθούν. Η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη από δάκρυα και αίμα, ηρωισμούς και θυσίας. Γι’ αυτό συνεχίζει τον ένδοξον δρόμον της η αθάνατη αυτή φυλή που ελάτρευσε την ανδρείαν και εθεοποίησε την παλληκαριά. Δεν θα λογαριάσωμε τον αριθμόν των αντιπάλων μας. Τον Οκτώβριον του 1940, το ίδιο επράξαμε. Η ανδρειωμένη ψυχή της φυλής μας δεν ελογάριασε τα εκατομμύρια των λογχών του εχθρού, γιατί η παλληκαριά δεν μετριέται με τον πήχυν, ούτε ζυγίζεται. Δημιουργεί, εξυψώνει και επιτυγχάνει θαύματα. Ο εχθρός δεν πρέπει να καταλάβη το οχυρόν μας. «ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ» αυτό θα είναι το σύνθημά μας, αυταί αι λέξεις πρέπει να σας εμπνέουν και να σας καθοδηγούν».
«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ» ανέκραξαν όλοι οι αξιωματικοί ως μία φωνή, και δοθέντος αμέσως του συνθήματος του συναγερμού έτρεξαν με ενθουσιασμό και με την απόφαση πάσης θυσίας για τη νίκη, στις θέσεις τους.
Στις 5.45′ ακριβώς, το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, ακούστηκαν 6 πυροβολισμοί περιστρόφου από σπίτια παρακείμενης οδού, δίνοντας προφανώς το σύνθημα της επιθέσεως. Ευθύς αμέσως αντήχησαν οι καμπάνες των εκκλησιών των πέριξ συνοικιών, σαλπίσματα και αλαλαγμοί. Εντός λίγων δευτερολέπτων, καταιγισμοί πυρών αυτομάτων όπλων και τουφεκιών, εκρήξεις χειροβομβίδων και ομαδικές βολές όλμων συγκλόνισαν την ατμόσφαιρα. Η γενική επίθεση των ελασιτών κατά του Συντάγματος Μακρυγιάννη είχε αρχίσει. Εσωτερικά και εξωτερικά φυλάκια αμύνης απήντησαν αμέσως με καταιγιστικά πυρά. Τα επιτιθέμενα κατ’ αλλεπάλληλα κύματα και αλαλάζοντα στίφη των ελασιτών, οι υστερικές κραυγές του όχλου, τα διασταυρούμενα πυρά των όπλων, οι εκκωφαντικοί βόμβοι των όλμων, οι πλαταγισμοί των πολυβόλων, ο συνταρακτικός πάταγος των χειροβομβίδων και οι τρομερές εκρήξεις των εκτοξευομένων από τα ελασιτικά πυροβολεία των λόφων Φιλοπάππου και Αρδηττού βομβών, δημιουργούσαν ατμόσφαιρα πραγματικής κολάσεως. Αλλά, οι υπερασπιστές του Συντάγματος και των εξωτερικών φυλακίων, παρέμεναν απτόητοι στις θέσεις τους και όλες οι επιθέσεις του εχθρού συντρίβονταν προκαλώντας του μεγάλες απώλειές.
Τέσσερις ημέρες, τέσσερις δραματικές ημέρες, οι άντρες του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη μάχονται με τρόπο ανάλογο των τελευταίων Θερμοπυλομάχων ενάντια στους κομμουνιστές. Καθώς οι ελασίτες καταφέρνουν αργά και με πολύ κόπο να καταλαμβάνουν ένα-ένα τα φυλάκια, πολλοί από τους μαχόμενους χωροφύλακες καταφέρνουν να διαφύγουν τον θάνατο ή την αιχμαλωσία, ενώ δραματική υπήρξε η τύχη των αιχμαλωτισθέντων. Οδηγούνταν σε γειτονικό σπίτι, στο οποίο είχε εγκατασταθεί η πολιτοφυλακή των ελασιτών. Εκεί υποβάλλονταν σε ανάκριση μετά από βασανιστήρια και πλήρη εξευτελισμό. Σιδηροδέσμιοι οδηγούνταν από σπίτι σε σπίτι για νέες ανακρίσεις. Οι πληγές τους που αιμορραγούσαν, δένονταν, όχι προς θεραπεία, αλλά για να μην πεθάνουν προτού εκτελεσθούν όλα τα προγραμματισμένα μαρτύριά τους. Περιφερόμενοι ανά τους δρόμους χτυπιόνταν με υποκοπάνους όπλων και μαστίγια, τρυπιόνταν με μαχαίρια από κακούργους ελασίτες και φτύνονταν από τον αφηνιασμένο αλαλάζοντα όχλο. Αφαιρέθηκαν από όλους οι στολές και τα υποδήματα, ημίγυμνοι δε και ξυπόλητοι, καταπληγωμένοι και τρέμοντας από το δριμύτατο ψύχος, οδηγήθηκαν σε ελασιτική φυλακή, όπου, από ειδικευμένους σε τέτοιας φύσεως φρικώδη κακουργήματα δημίους, υπέστησαν ολόκληρη νύχτα ανατριχιαστικά μαρτύρια. Τελικώς οδηγήθηκαν σε μακρινές χαράδρες, όπου αφού τους έβγαλαν τα μάτια και τους έκοψαν τα αυτιά, τις μύτες και τις γλώσσες τους, οι τραγικοί αυτοί εθνομάρτυρες εκτελέσθηκαν, τα δε σώματά τους εγκαταλείφθηκαν βορά στα όρνεα. Επρόκειτο πράγματι περί ηρώων και μαρτύρων, άξιων της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.
Το ξημέρωμα της 10ης Δεκεμβρίου οι κομμουνιστές εξαπέλυσαν τον πλέον σφοδρό βομβαρδισμό από τα υπάρχοντα αλλά και νέα πυροβολεία που είχαν δημιουργηθεί το τελευταίο τριήμερο. Γενικά, κάθε μέσο πυρός των κομμουνιστικών δυνάμεων, πυροβόλα, όλμοι, βαρέα και ελαφρά πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και τυφέκια συνδύασαν τα πυρά τους δημιουργώντας μια πραγματική κόλαση για τους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη. Η ταράτσα του διοικητηρίου καταρρέει ολοσχερώς και καταπλακώνει 4 χωροφυλακές, ενώ οι ευρισκόμενοι στον δεύτερο όροφο σκοτώνονται σχεδόν όλοι από τους όλμους που εισχωρούν πλέον από την ανοικτή οροφή.
Την στιγμή εκείνη η κόπωση της μάχης τόσων, ημερών, ο φρικτός θόρυβος των εκρήξεων και το θέαμα των διαμελισμένων συντρόφων τους δημιουργεί απελπισία στους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη οι οποίοι ζητούν από τον διοικητή τους να κάνουν έξοδο ώστε ή να πεθάνουν και να γλιτώσουν από την αγωνία αυτή ή να βρουν διέξοδο και να σωθούν όσοι μπορούν. Ευτυχώς η διοίκηση απεφάσισε να παραμείνουν στο στρατόπεδο διότι, ορθώς, είχαν περισσότερες ελπίδες επιβίωσης. Αλλεπάλληλες επιθέσεις ακολουθούν και στις 15.30 οι αντάρτες κατορθώνουν να πλησιάσουν τον μαντρότοιχο και με την χρήση ναρκών να ανατινάξουν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του. Το εσωτερικό του στρατοπέδου βρίσκεται πλέον εκτεθειμένο στα πυρά αλλά και στις προσπάθειες διείσδυσης των ΕΛΑΣιτών. Οι τελευταίοι, αφού προωθούν δυνάμεις γύρω από το μεγάλο ρήγμα, ετοιμάζονται για γενική εφόρμηση στις 16.00. Την στιγμή εκείνη που φαινότανε ότι οι χωροφυλακές ευρίσκοντο στο έλεος τους, εμφανίζονται τρία αγγλικά άρματα μάχης τα οποία με τα πυρά τους διασκορπίζουν τις εχθρικές συγκεντρώσεις. Ταυτόχρονα, 15 Άγγλοι βρίσκουν ευκαιρία να διεισδύσουν στο στρατόπεδο και να τοποθετήσουν νάρκες σε όλο το μήκος του ρήγματος ενώ αφήνουν στους αμυνόμενους 3 οπλοπολυβόλα, 3 αντιαρματικούς εκτοξευτές ΡΙΑΤ και αρκετά πυρομαχικά. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ, το οποίο πέρασε με σχετική ηρεμία εκτός κάποιων πυρών παρενόχλησης και των θορύβων από τις ύβρεις που εκτόξευαν μεταξύ τους οι «καπετάνιοι» του ΕΛΑΣ, κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για την αποτυχία της επίθεσης.
Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου νέες κομμουνιστικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν προς το Μακρυγιάννη από την Λεωφόρο Συγγρού, το Θησείο, την οδό Αναπαύσεως και την γέφυρα του Ιλισού. Αυτή την φορά η επίθεση είχε αποφασισθεί να γίνει νύκτα αλλά με αθόρυβη προσέγγιση και χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού ώστε να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των υπερασπιστών. Το σύστημα πληροφοριών, ωστόσο, του Μοιράρχου Δρούγκα είχε και πάλι κατορθώσει να ανακαλύψει τα σχέδια των ΕΛΑΣιτών και να προειδοποιήσει τους υπερασπιστές. Οι νυκτερινές αυτές επιθέσεις ήταν και οι τελευταίες σοβαρές προσπάθειες των κομμουνιστών να καταλάβουν το συγκρότημα Μακρυγιάννη, που θα τους άνοιγε την οδό προς το κέντρο των Αθηνών και την έδρα της κυβέρνησης και των επιτελείων των ελληνικών δυνάμεων.
Μετά την αποτυχία του να καταλάβει το Σύνταγμα Μακρυγιάννη, το επιτελείο του ΕΛΑΣ απεφάσισε να απομονώσει πλήρως το στρατόπεδο για να κάμψει τους πολιορκημένους με την πείνα και την δίψα και να αναμένει μια άλλη ευκαιρία, εάν τελικά ευοδώνοντο τα σχέδια τους αλλού στην Αθήνα, για να εκκαθαρίσουν αυτόν τον πυρήνα αντίστασης. Ως εκ τούτου, στις 12 Δεκεμβρίου όλες σχεδόν οι γειτονικές του Συντάγματος πολυκατοικίες ανατινάχθηκαν ώστε να μην υπάρχουν συγκεκαλυμμένα δρομολόγια ενίσχυσης του ενώ στις 13 του μηνός αποκόπηκε και η τροφοδοσία νερού του στρατοπέδου. Η δράση των ΕΛΑΣιτών περιορίσθηκε σε πυρά ελευθέρων σκοπευτών και σποραδικές βολές με όλμους και πυροβολικό, ενώ οδοφράγματα και φυλάκια απέκοπταν κάθε οδό προς το Σύνταγμα.
Παρόλα αυτά, οι υπερασπιστές μετά από πολύ καιρό βρήκαν την ευκαιρία να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν. Αρκετοί έπασχαν από ισχυρή και οδυνηρή οφθαλμία καθώς οι καπνοί, τα χώματα, η σκόνη, η πυρίτιδα, η αϋπνία και οι λάμψεις είχαν φλογίσει τους οφθαλμούς τους. Η δίψα και η πείνα επέτειναν το μαρτύριο των κατάκοπων χωροφυλάκων.
Στις 14 του μηνός η δράση των κομμουνιστών στην περιοχή είχε περιορισθεί στην διεξαγωγή λεηλασιών των συνοικιών από τον όχλο, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 30 χωροφύλακες συνενώθηκαν με αγγλικά τμήματα που διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά μήκος της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου και μέχρι το Κουκάκι. Τουλάχιστον 100 ΕΛΑΣίτες συνελήφθησαν το πρωί ενώ το απόγευμα ομάδα 15 χωροφυλάκων εκδίωξε δύναμη ΕΛΑΣιτών που κατείχε κτίρια κοντά στο 1ο Φυλάκιο στην διασταύρωση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μακρυγιάννη. Οι απώλειες εκείνη την ημέρα ανήλθαν σε 1 νεκρό και 5 τραυματίες. Στις 17 Δεκεμβρίου το μεσημέρι το Σύνταγμα δέχθηκε τρίωρο βομβαρδισμό ενώ ισχυρές δυνάμεις ΕΛΑΣιτών συγκεντρώθηκαν κάτω από την Ακρόπολη αλλά καμία επίθεση δεν εκδηλώθηκε. Στις 18 Δεκεμβρίου η πολιορκία είχε ουσιαστικά λυθεί και τα 2/3 του Συντάγματος απώθησαν τις κομμουνιστικές δυνάμεις πέραν από τον Αρδηττό και την Λεωφόρο Συγγρού ως το Φάληρο.
Την νύκτα της 18ης προς 19ης Δεκεμβρίου το Σύνταγμα συμμετείχε στην κατάληψη των συνοικιών Κουκακίου και Γαργαρέττας, με αποτέλεσμα να απειληθεί το δυτικό πλευρό των κομμουνιστικών δυνάμεων που ευρίσκοντο ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού. Από την 20ή Δεκεμβρίου 1944 μέχρι τις10 Ιανουαρίου 1945, το Σύνταγμα ενήργησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, διευρύνοντας βαθμηδόν την ακτίνα της δράσεώς του. Οι κομμουνιστές, προ του κινδύνου να φονευθούν ή να συλληφθούν αιχμάλωτοι, αποσύρονται προς άλλες συνοικίες ή προς ελασιτικά στρατόπεδα στα πέριξ των Αθηνών. Φεύγοντας, διαπράττουν τα χείριστα των κακουργημάτων, λεηλατώντας οικίες, αφαιρώντας κάθε πολύτιμο είδος, βιάζοντας γυναίκες, φονεύοντες ή απάγοντας ως ομήρους εθνικόφρονες πολίτες. Δυνάμεις του Συντάγματος Χωροφυλακής, εξορμούσαν κάθε μέρα στις πέριξ συνοικίες και άλλους συλλάμβαναν, άλλους εξανάγκαζαν να φύγουν ατάκτως , πριν προλάβουν να λεηλατήσουν κατοικίες και να απαγάγουν πολίτες. Έτσι, με την δράση τους αυτή, οι χωροφύλακες, δεν απήλλαξαν μόνο πολλές συνοικίες από τον ελασιτικό εφιάλτη, αλλά και έσωσαν πολλούς ΄Ελληνες από το βάσανο της ομηρίας.
Αν δεν υπήρχε η αντίσταση του Συντάγματος Μακρυγιάννη, τα ελασιτικά στρατεύματα θα έφθαναν εύκολα στην πλατεία Συντάγματος. Ο εκεί χώρος, μέχρι την πλατείας Φιλικής Εταιρείας (Κολωνάκι) και την πλατεία Ομονοίας, ο μόνος κατά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβριανού κινήματος απομένων ελεύθερος χώρος της πρωτεύουσας, όπου βρίσκονταν και οι εκπροσωπούσες το Ελληνικό Κράτος κυβερνητικές εξουσίες, δεν θα ήταν εύκολο να υπερασπισθεί, αν η πλατεία Συντάγματος έπεφτε στα χέρια των ελασιτών.
Η αποτελεσματική άμυνα του Συντάγματος του Μακρυγιάννη αποτέλεσε έναν από τους πρωταρχικούς παράγοντες της αποσοβήσεως καταλήψεως της Ελληνικής πρωτεύουσας από τα επαναστατημένα ελασιτικά στοιχεία και, κατά λογική συνέπεια, της εγκαθιδρύσεως εαμικού καθεστώτος στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ηρωικοί εκείνοι άνδρες της Χωροφυλακής, οι οποίοι κλεισμένοι στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, άλλοι φονεύθηκαν από τις σφαίρες των στασιαστών, άλλοι έπεσαν στα χέρια τους και κατέληξαν εν μέσω φρικωδών μαρτυρίων και άλλοι υπέστησαν αφάνταστες ταλαιπωρίες, μαχόμενοι επί πολλά μερόνυχτα στην πρώτη γραμμή του πυρός, προς υπεράσπιση των ελευθεριών του Ελληνικού λαού, είναι άξιοι της εθνικής ευγνωμοσύνης.
Άλλωστε, αυθόρμητα και αβίαστα, η Ελληνική συνείδηση κατέταξε τούς μαχητές του Συντάγματος Μακρυγιάννη μεταξύ των ηρώων της ελευθερίας και έγραψε τα γεγονότα των ημερών εκείνων στις σελίδες εκ των λαμπρότερων της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Πρόκειται περί μιας εποποιίας αντάξιας των παραδόσεων του Ελληνικού Έθνους.