Δεν είναι λίγες οι φορές που ως Εθνικιστές αντιμετωπίζουμε προπαγανδιστικές επιθέσεις που αμφισβητούν την πίστη μας στην αξία της Θρησκείας, όπως αυτή έχει εκφραστεί ήδη από το 1992 στην σχετική διακήρυξη του Κινήματος μας («Για μια Μεγάλη Ελλάδα σε μια ελεύθερη Ευρώπη»). Κάθε λογής πολικάντηδες αλλά και αριστεροτραφείς θεολόγοι εμφανίζονται συχνά να ωρύονται εναντίον της Χρυσής Αυγής, ισχυριζόμενοι πως η Χριστιανική διδασκαλία (στην οποία δεν πιστεύουν) και η Ορθόδοξη Εκκλησία (στην οποία δεν πατάνε εκτός εκλογών) δεν συμβαδίζει με τις Εθνικιστικές Ιδέες. Πολλά είναι εκείνα τα ιστορικά παραδείγματα που διαψεύδουν τους παραπάνω τσαρλατάνους. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είναι βεβαίως αυτό του Κορνήλιου Κοντρεάνου, το οποίο όμως είναι δυστυχώς άγνωστο στο ευρύ κοινό και μόνο χάρη στο έργο του Κινήματος μας έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια.
Τι γίνεται όμως όταν επιφανείς Άγιοι της Ορθοδοξίας, με καταγεγραμμένα θαύματα και ιερούς ναούς ανεγερμένους στο όνομα τους, έχουν υπάρξει συνειδητά στρατευμένοι με τον Εθνικισμό; Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης, του επονομαζόμενου Δικαίου. Διδακτικά έργα του κυκλοφορούν ευρέως, τόσο σε έντυπη όσο και ηλεκτρονική μορφή, όμως η πολιτική δράση αποκρύπτεται ή αντιμετωπίζεται με αμηχανία ως ακατανόητα «ακραία» για τα μέτρα της εποχής. Σε αυτό το αφιέρωμα θα εξετάσουμε αυτή ακριβώς την πτυχή της ζωής του, με μια σύντομη μόνο αναφορά στο φιλανθρωπικό και θεολογικό του έργο, καθώς αυτό έχει ήδη αναλυθεί σε πλήθος άλλων (εύκολα προσβάσιμων) πηγών.
Ο άγιος Ιωάννης (κατά κόσμον – Ιβάν Ίλιτς Σεργκίεβ) γεννήθηκε στο χωριό Σούρα, στην επαρχία του Αρχάγγελσκ της Ρωσίας, στην οικογένεια ενός φτωχού αγρότη νεωκόρου. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Αρχάγγελσκ (1851) και στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης (1855). Αφού αποφοίτησε από την ακαδημία, παντρεύτηκε την κόρη του αρχιερέα του καθεδρικού ναού του Αγίου Ανδρέα της Κρονστάνδης και, έχοντας χειροτονηθεί ιερέας, άρχισε να υπηρετεί στην εκκλησία αυτής της μικρής πόλης-λιμάνι.
Κατά την ποιμαντική του δραστηριότητα, ο πατήρ Ιωάννης έπρεπε να αντιμετωπίσει την πλήρη παρακμή των ηθών που κυριαρχούσε στην πόλη. Δίδοντας πρώτος το παράδειγμα, ακολούθησε σκληρό ασκητικό τρόπο ζωής, τηρώντας αυστηρή νηστεία, ψυχική και σωματική, ενώ τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία. Μέσα από τους κόπους και την αγάπη του, ένας τεράστιος αριθμός εξαθλιωμένων ανθρώπων κατάφεραν να ζήσουν ξανά μια αξιοπρεπή ζωή. Σύντομα το αληθινό επώνυμό του ξεχάστηκε, και όλοι άρχισαν να τον αποκαλούν Ιωάννη της Κρονστάνδης.
Το θαυματουργικό χάρισμα του π. Ιωάννη δεν άργησε να φανεί, κάτι που διέδωσε την φήμη του σε ολόκληρη την Ρωσία, και πέρα από αυτή. Χιλιάδες άνθρωποι συνέρρεαν καθημερινά στην Κρονστάνδη για να συναντήσουν τον π. Ιωάννη και να λάβουν κάποιου είδους βοήθεια από αυτόν. Με τις δωρεές που συγκέντρωνε, άρχισε να σιτίζει έναν τεράστιο αριθμό απόρων και έχτισε ένα «Οίκο Επιμέλειας» στην πόλη ο οποίος παρείχε εκπαίδευση, εργασία και καταφύγιο σε φτωχές οικογένειες. Η μεγάλη δημοτικότητα του πατρός Ιωάννη τον έφερε κοντά σε πολλά εξέχοντα δημόσια πρόσωπα, επιστήμονες και πολιτικούς παράγοντες, χωρίς ποτέ όμως να απομακρυνθεί από τον Λαό που υπηρετούσε. Βρισκόταν μάλιστα στο βασιλικό ανάκτορο κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Τσάρου Αλέξανδρου Γ’.
Όσον αφορά τις πολιτικές του απόψεις, ο Άγιος δεν δεχόταν κανέναν συμβιβασμό με τις φιλελεύθερες τάσεις της εποχής. Όμως, με μεγάλη λύπη έβλεπε να διαχέονται στην κοινωνία τα «επαναστατικά» συνθήματα των μπολσεβίκων, με την επακόλουθη ισοπέδωση των παραδοσιακών αξιών. Στα χρόνια των ταραχών του 1905–1906 ο λόγος του πατρός Ιωάννη αντήχησε σε όλη τη Ρωσία: «Σήκω Ρωσικέ λαέ! Ποιος σου έμαθε την ανυπακοή και τις παράλογες εξεγέρσεις, που δεν έχουν ξαναγίνει στη Ρωσία; Βάλε τέλος σε αυτή την παράνοια! Μην επιτρέψετε σε εσάς και την Ρωσία να πιείτε τούτο το πικρό ποτήρι γεμάτο δηλητήριο». Ο ποιμένας της Κρονστάνδης, διαπιστώνοντας ότι «το ρωσικό βασίλειο αμφιταλαντεύεται, κλονίζεται, κινδυνεύει να πέσει», προειδοποιούσε: «Αν στην Ρωσία πάνε τα πράγματα έτσι ώστε οι άθεοι και οι παρανοϊκοί αναρχικοί παύσουν να υπόκεινται στη δίκαιη τιμωρία του νόμου, αν η Ρωσία δεν καθαριστεί από πολλά τέτοια ζιζάνια, τότε θα καταντήσει έρημη, σαν εκείνα τα αρχαία βασίλεια που η δικαιοσύνη του Θεού τα εξαφάνισε από προσώπου γης εξαιτίας της αθεΐας τους και των ανομιών τους».
Ο Αρχιερέας Μαξίμ Χουντονόσοφ, παλιός γνώριμος και Συναγωνιστής του π. Ιωάννη, έγραφε χαρακτηριστικά: «Τόσο το καθήκον του ως πνευματικός ποιμένας, όσο και η αγάπη του για την Πατρίδα, του επέβαλαν να επισημαίνει και να υποδεικνύει αυτά τα τρομερά σημάδια των καιρών του. Δεν μπορούσε λοιπόν, παρά να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον εκείνων, των πιο επικίνδυνων εχθρών, στα πανό των οποίων είναι γραμμένο «Θάνατος στους Γκόιμ». Δεν μπορούσε να παρακολουθεί αμέτοχος τα ιερόσυλα χέρια που απλωνόταν προς το βασιλικό στέμμα και την πορφύρα. Τέλος, ως Ρώσος εκ γενετής, εξ ανατροφής και εκ καθήκοντος, δεν μπορούσε να μην λυπάται για τη γενέτειρά του, όταν τα υλικά και ιδιαίτερα τα πνευματικά της αγαθά καταπατούνταν ατιμώρητα από ξένους εισβολείς, που προσπαθούσαν σκληρά να καταστρέψουν όλα όσα συνιστούσαν την Αγία Ρωσία». Όντως, ενώ χάρη στην δημοτικότητα του θα μπορούσε να επιλέξει άνετη ζωή μακριά από ταραχές, ο άγιος Ιωάννης δεν μπορούσε να μείνει άπραγος. Έτσι, υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά την άνοδο του κινήματος των «Μαύρων Εκατονταρχιών».
«Μαύρες εκατονταρχίες» (Чёрная Cотня ή Черносотенцы) ονομάστηκε ένα σύνολο εθνικιστικών και μοναρχικών οργανώσεων της Ρωσίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Τέτοιες οργανώσεις αναπτύχθηκαν ως απάντηση στις προπαγανδιστικές επιθέσεις που δέχονταν οι παραδοσιακές αξίες της χώρας από την ανίερη συμμαχία κομμουνιστών και φιλελεύθερων. Παρά το γεγονός ότι, ως εθνικό κίνημα, ενσωμάτωναν ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων, από εργάτες έως επιφανείς προσωπικότητες της εποχής, χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην σαν «λούμπεν», «λαμπαζνίκοι», «παρίες», «πογκρομιστές» και αλλά παρόμοια, ενώ μεταπολεμικά τους αποδόθηκε και ο χαρακτηριστικός «(πρωτο-)φασίστες».
Πολιτική έκφραση και ενωτικός φορέας των Μαύρων Εκατονταρχιών υπήρξε η «Ένωση του Ρωσικού Λαού». Στόχος των ιδρυτών της Ένωσης δεν ήταν να αποτελέσει ένα ακόμα πολιτικό κόμμα, αλλά μια νέα πνευματική τάξη μαχητών ενάντια στην παρακμή, μια λαϊκή πολιτοφυλακή για την καταπολέμηση των εχθρών της Πίστης, του Τσάρου και του Λαού. Αυτό αποτυπώθηκε και στα προγραμματικά έγγραφα της Ένωσης, που διακήρυξαν ως βάση και ιδανικό το τρίπτυχο: Ορθοδοξία, Αυτοκρατορία, Εθνικότητα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι κάθε τοπική οργάνωση είχε το δικό της λάβαρο το οποίο θεωρούνταν ιερό.
Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης δεν δίστασε να υποστηρίξει τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά την Ένωση του Ρωσικού Λαού. Δώρισε το, τεράστιο για την εποχή, ποσό 10 χιλιάδων ρουβλιών για τις ανάγκες της οργάνωσης και ζήτησε να ενταχθεί στις τάξεις της ως ένα απλό μέλος, όπως και έγινε. Στην αίτηση για την ένταξη του έγραψε: «Έχοντας βαθιά επιθυμία να ενταχθώ στις τάξεις των μελών της Ένωσης, με στόχο την προώθηση παντί τρόπω της ορθής ανάπτυξης των αρχών της ρωσικής ανεξαρτησίας και της εθνικής οικονομίας, με βάση την Ορθοδοξία, την Απολυταρχία και την ρωσική Εθνικότητα, σας ζητώ να με εγγράψετε ως ομοϊδεάτη».
Η έμπρακτη υποστήριξη του προς τους Εθνικιστές έμεινε ακλόνητη για όλη του την ζωή. Τον Οκτώβριο του 1906, έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στους αντιπροσώπους του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου του Ρωσικού Λαού, που πραγματοποιήθηκε στο Κίεβο: «Παρακολουθώ με ενθουσιασμό το ομιλίες και εργασίες του Συνεδρίου και ευχαριστώ τον Κύριο με όλη μου την καρδιά, που ελέησε τη Ρωσία και συγκέντρωσε τα πιστά παιδιά Του κοντά στο λίκνο του ρωσικού Χριστιανισμού για την σύσσωμη υπεράσπιση της Πίστης, του Τσάρου και της Πατρίδας». Ένα μήνα αργότερα (ανήμερα της μνήμης του Αγίου Γεωργίου του Νικηφόρου) συμμετείχε στην τελετή καθαγιασμού των λαβάρων της Ενώσεως, παρουσία περίπου 30 χιλιάδων μελών. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, αφού ευλόγησε και ράντισε με αγιασμό το πλήθος, ασπάστηκε με ευλάβεια το λάβαρο και το παρέδωσε στον γονατιστό Πρόεδρο της Ένωσης. Στις 15 Οκτωβρίου 1907 με ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης του Ρωσικού Λαού, ο Ιωάννης εξελέγη επίτιμο και ισόβιο μέλος της οργάνωσης.
Χαρακτηριστική γεγονός των εντάσεων εποχής αποτέλεσε το λεγόμενο «πογκρόμ του Κισίνιεφ» (σημερινό Κισινάου) το 1903, κατά το οποίο ντόπιοι Ρωσο-Μολδαβοί ξεσηκώθηκαν εναντίον των τοκογλύφων που χλεύαζαν τον πολιτισμό τους και τους απομυζούσαν οικονομικά. Ο Ιωάννης αρχικά είχε καταδικάσει αυστηρά τα επεισόδια, έχοντας αντιληφθεί ορθά ότι συχνά υποκινούνταν από προβοκάτορες για να προσφέρουν «τροφή» στον εβραϊκό τύπο και υποστήριξη στους μπολσεβίκους. Ωστόσο, μαθαίνοντας τις πραγματικές συνθήκες που προκάλεσαν τα γεγονότα αναθεώρησε χωρίς κανένα δισταγμό συντάσσοντας την εξής επιστολή: «Κάνω έκκληση στους Χριστιανούς του Κισίνιεφ: συγχωρήστε με για μομφή που σας απηύθυνα μετά τα όσα συνέβησαν. Είμαι πλέον πεπεισμένος από τις επιστολές αυτοπτών μαρτύρων, ότι είναι αδύνατο να κατηγορήσουμε μόνον τους Χριστιανούς την στιγμή που προκλήθηκαν με τέτοιο τρόπο από τους Εβραίους, και ότι πρωτίστως οι ίδιοι οι Εβραίοι ευθύνονται για το πογκρόμ… Είμαι βέβαιος ότι οι ίδιοι οι Εβραίοι ήταν η αιτία των ταραχών που σημάδεψαν τις ημέρες της 6ης και της 7ης Απριλίου.»
Αλλά και στις θεολογικές του κρίσεις για το ζήτημα του Ιουδαϊσμού ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης ήταν ξεκάθαρος, ενάντια στον αιρετικό φιλοεβραϊσμό που ερχόταν από την Δύση μετά την λεγόμενη Μεταρρύθμιση (έφερε άλλωστε το όνομα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, γνωστού για τα «Κατά Ιουδαίων» κηρύγματα του). Γράφει στο ημερολόγιο του: «Οι αληθινοί Ισραηλίτες, όπως ο Ναθαναήλ για τον οποίο ο Κύριος είπε: Ιδε αληθής Ισραηλίτης, εν ω δόλη ουκ έστιν (Ιωάννης 1:47). Αυτοί είναι οι Ισραηλίτες που θα σωθούν. Η πλειοψηφία των Εβραίων θα χαθεί για την κακία τους και τις αμέτρητες φρικαλεότητες για τις οποίες δεν έχουν μετανοήσει».
Δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται έντονα για τις υποθέσεις του μοναρχικού-εθνικιστικού κινήματος, ακόμη και όντας βαριά ασθενής, λίγο πριν από το θάνατό του. Αρνούνταν τις ιατρικές συμβουλές που τον προέτρεπαν να παύσει να ιερουργεί για να αναπαυθεί. Κατάκοιτος πραγματοποιούσε συναντήσεις με μέλη της Ένωσης και τους συμβούλευε για οργανωτικά ζητήματα, όπως την ανάγκη για ευρύτερη διανομή των πατριωτικών εφημερίδων. Στις 25 Οκτωβρίου 1908, ευλογώντας δυο Συναγωνιστές του, ένας εκ των οποίων ήταν ο Αρχιερέας Χουντονόσοφ, τους προέτρεψε «Να είστε δυνατοί και γενναίοι, μην εγκαταλείπετε τη θέση σας», αυτά λόγια του θεωρήθηκαν και η πνευματική διαθήκη του προς την Ένωση του Ρωσικού Λαού. Κατά τους τελευταίους μήνες της βιοτής του ο άγιος Ιωάννης προέβλεψε στα κηρύγματα του τις δύσκολες δοκιμασίες που έρχονταν αλλά και μια μελλοντική αποκατάσταση της χώρας «σύμφωνα με το παλιό πρότυπο».
Εκοιμήθη στις 20 Δεκεμβρίου του 1908 και ετάφη στη Μονή Ιβανόφσκι που ο ίδιος είχε ιδρύσει, στην Αγία Πετρούπολη. Παρά τις συκοφαντίες που δεχόταν καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, εξαιτίας των μεγάλων δωρεών που διαχειριζόταν στο έργο του, δεν άφησε πίσω του ούτε ένα ρούβλι. Η αγιοκατάταξη του πραγματοποιήθηκε στις 8 Ιουνίου του 1990.
Μετά την κυριαρχία των μπολσεβίκων στην Ρωσία, η ιστορία των Μαύρων Εκατονταρχιών σπιλώθηκε με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς. Δεν πρόκειται φυσικά για λάθος, αλλά για μια σκόπιμη εκστρατεία απαξίωσης των ιδεολογικών αντιπάλων φιλελεύθερων και των κομμουνιστών. Άλλωστε, τα σχετικά υβριστικά κλισέ της σύγχρονης εποχής είναι ουσιαστικά κληρονομιά της προπαγάνδας των συγκεκριμένων ομάδων του 20ου αιώνα. Όμως το παράδειγμα του αγίου Ιωάννη παραμένει. Το παράδειγμα ενός φωτισμένου ιερέα που, πέρα από το πνευματικό του έργο, δεν δίστασε να στρατευθεί ανοιχτά με τον μαχητικό Εθνικισμό όταν είδε την Πατρίδα και τον Λαό του να απειλούνται.
Φυσικά ο άγιος Ιωάννης δεν αποτελεί εξαίρεση. Με το Εθνικιστικό κίνημα της εποχής συστρατεύτηκαν επίσης: ο άγιος Πατριάρχης Τύχων, ο ιερομάρτυρας Ιωάννης Βοστρογκόφ και αμέτρητοι άλλοι. Προκαλούμε όσους προσπαθούν να πλήξουν τον Εθνικισμό, καπηλευόμενοι κάποια δήθεν Χριστιανικά επιχειρήματα, να βρουν έστω έναν Άγιο της Πίστης μας που άνηκε σε κομμουνιστική ή φιλελεύθερη παράταξη. Γρήγορα θα διαπιστώσουν ότι τέτοιοι φωτισμένοι άνθρωποι όποτε χρειάστηκε να στηρίξουν κάποια πολιτική προσπάθεια αυτή ήταν πάντοτε Εθνικιστική. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε, αφού η δική μας ιδεολογία, και μόνο, αντιστέκεται στο τέρας του άκρατου υλισμού.
Περιττεύει λοιπόν η υποκρισία των εχθρών μας. Όσοι καλοπροαίρετοι συμπατριώτες μας κάνουν το λάθος να ακούν ακόμα τέτοιους απατεώνες ας φέρουν στο νου τους το παράδειγμα αυτών των Αγίων και τότε, κοιτάζοντας πίσω από το προσωπείο του «καλού χριστιανού» που διαβάλει τις ιδέες τους, δεν θα βρουν παρά εχθρούς του Γένους μας!
Πηγή: antepithesi.gr