Η σφαγή της Χίου και η Ελληνοτουρκική φιλία
“800.000 νεκρούς είχε το Έθνος στην Επανάσταση του 1821 και μόνο 40.000 Έλληνες και ούτε ένας παραπάνω επήραν τα όπλα για να πολεμήσουν τον Τούρκο. Για κάθε 20 αδικοσφαγμένους, ένας ξεσηκωνότανε και πάλι νίκησαν! Ας καταλάβουν επιτέλους πως την Ιστορία δεν τη γράφουν οι αριθμοί, αλλά η Δύναμη της Ψυχής και η Πίστη!”
Ν.Γ. Μιχαλολιάκος – ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΝΗΜΗ, ΑΘΗΝΑ 2010
Η σφαγή της Χίου συγκλόνισε όλο τον τότε δυτικό κόσμο, αποδεικνύοντας την βαρβαρότητα των Τούρκων. Από τους κατοίκους της Χίου ελάχιστοι γλίτωσαν αφού ο απολογισμός της βαρβαρότητας ήταν περίπου σαράντα χιλιάδες νεκροί, περίπου πενήντα χιλιάδες αιχμάλωτοι που πουλήθηκαν στο δουλεμπόριο από τους Εβραίους που είχαν έρθει στην περιοχή για να πλιατσικολογήσουν και να στήσουν το δουλεμπόριο και οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να πετάξουν τα πτώματα στην θάλασσα και να ασχημονήσουν σε αυτά, όπως περιγράφει ο αγωνιστής του 1821, γραμματεύς του Κανάρη και μετέπειτα βουλευτής Σύρου Ανδρέας Μάμουκας και περιλαμβάνεται στο «Χιακόν Αρχείον» που επιμελήθει ο Ι. Βλαχογιάννης, από το οποίο παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Τών Εβραίων των πρό χρόνων ευρισκομένων επάνω εις τήν Χίον η μανία ήτον απερίγραπτος. Η επιθυμία ήν είχον άκούοντες και βλέποντες τάς καθ’ ήμέραν σφαγάς των Χριστιανών ήτον αχόρταστος, και ηύχοντο να μην ήθελε διασωθή κανείς, όταν έβλεπον μερικούς Χριστιανούς βαλμένους εις την σκοτεινήν φυλακήν, από την οποίαν ήλπίζετο να γλυτώσουν η κατά των ενεχύρων της χώρας οργή των ούτε διά στόματος είνε δυνατόν να έκφρασθή, ούτε διά γράμματος να έξηγηθή, και μάλιστα κατά του Ίερού Μητροπολίτου ηύχοντο να τοις παραδοθή από την διοίκησιν ζωντανός, διά να τον μεταχειρισθούν καθώς ήθελον εκείνοι, ως ουχί μίαν η δύο φοραίς, αλλά καθ’ ήμέραν τους άκουα να λέγουν. Η φαντασία σου λοιπόν άς κρίνη με ποίον τρόπον έμεταχειρίσθησαν τα των αθώων εκείνων νεκρά σώματα, όταν τοις έσυγχωρήθη από την διοίκησιν να τα κατεβάσουν από την άγχόνην, άλλα την ιδίαν έκείνην ήμέραν και άλλα την έρχομένην. Ούτ’ εγώ ο ίδιος όπου έγινα αυτόπτης να σ’ εκφρασθώ κατ’άξίαν {δεν} δύνομαι. Δεν είναι ούτε θαύμα, ούτε υπερβολή, όπως αν το φρόνησης. Διότι εάν τον ίδιον Κύριον της δόξης έσταύρωσαν, πόσον περισσοτέραν σκληρότητα έπρεπε να δείξωσιν εις τους αυτόν σεβόμενους, και μάλιστα εις ανθρώπους ενός έθνους, από το όποιον δεν άπελάμβανον παρ’ ύβρεις και ονείδη πάσας τάς ημέρας, ως είναι και μεμισημένον γένος εις όλον τον κόσμον εις ανθρώπους, λέγω, κατά των οποίων πρίν συλληφθή είναι προσεκολλημένον έμφύτως το άσπονδον μίσος του. Κρίνε σύ με ποίαν σκληρότητα έτραβήχθησαν γυμνά διά να ριφθώσιν εις την θάλασαν, άμοιρα της συμπαθέστατης εις την ανθρωπότητα ταφής και των θρησκευτικών εθίμων. Ώς και οι είς τους οποίους έσώζετο όλίγη συμπάθεια Τούρκοι τα έσυμπόνεσαν, διότι οι έκ του κοινού των λαού, είς όσους δεν υπήρχε το της φύσεως συμπαθητικόν, άλλ’ η κτηνώδης εκδικητική μανία, άφησαν έπί ημέρας ύστερον κρεμάμενα είς έν των εκεί πλησίον της Καινούριας βρύσεως δένδρων σώματα τινα από τα των ιδίων ενεχύρων, ενώ τα λοιπά είχον συγχωρήσει είς τους καταράτους Εβραίους να τα κατεβάσωσι και τα ρίψωσιν εις την θάλασσαν. Ουδέ ούτω δε κρεμάμενα γυμνά έκαμψαν την σκληρότητα των, επειδή ενώ παραπορεύομενοι έβλασφήμουν την θείαν πίστιν και έσατύριζον τον χριστιανισμόν δεν έλειψαν και νά τα κατακομματιάσουν ώς κρέας έν μακέλλω».