Το λαϊκό Εθνικιστικό Κίνημα είναι το πιο ζωντανό και δυναμικό τμήμα της αντίστασης των Ελλήνων ενάντια στην τυραννία της παγκοσμιοποίησης, στην διάλυση της ελληνικής κοινωνίας από τους ξενοκίνητους πράκτορες και στην υποδούλωση της Πατρίδος στον αμερικανοκίνητο νεοοθωμανισμό. Όντας η μάχιμη εμπροσθοφυλακή της Εθνικής Ιδέας, διαμορφώνει και εφαρμόζει στην πράξη ένα εθνικιστικό, επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα, διεξάγοντας έναν ασυμβίβαστο και ανειρήνευτο πολιτικό πόλεμο εθνικής αναγέννησης και κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Το Κίνημά μας λειτουργεί και δρα άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Ελληνικό λαό. Στέκεται πρωτοπόρο στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες, εξυπηρετώντας με συνέπεια τον μεγάλο σκοπό της πολιτικής πάλης: την κατάκτηση της εξουσίας μετά την κατάρρευση του ξενόδουλου καθεστώτος και τον σχηματισμό της Εθνικής Πολιτείας. Αυτό είναι το πρωτεύον πολιτικό καθήκον της Χρυσής Αυγής, διότι το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας είναι ο κυριότερος σκοπός κάθε επαναστατικής πορείας με μακροπρόθεσμο όραμα.
Κυρίαρχο στοιχείο το οποίο καθορίζει το επαναστατικό περιεχόμενο και την δραστική μορφή του προγράμματος του πολιτικού οργανισμού μας, είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της εθνικής επανάστασης, δηλαδή η απάντηση στο ερώτημα που εύλογα γεννάται: «ποια εθνικά και κοινωνικά ζητήματα θα λύσει η επερχόμενη επανάσταση, και ποιος φορέας θα καταλάβει την εξουσία;». Με βάση αυτήν την εκτίμηση, το λαϊκό Εθνικιστικό Κίνημα διαμορφώνει την κατεύθυνση συναγερμού και συγκέντρωσης των κοινωνικών φορέων της αντίστασης, που είναι και οι κινητήριες δυνάμεις του πολιτικού αγώνα μας για την ανατροπή του συστήματος και έχουν αντικειμενικό συμφέρον από την επανάσταση. Με βάση την κοσμοθεωρία μας και με γνώμονα την επιστημονική ανάλυση πέρα από παραλογισμούς, η Χρυσή Αυγή (και ο Λαϊκός Σύνδεσμος ως το πολιτικό όργανο της) έχει την ικανότητα να εφαρμόζει αδιάκοπα μια ασυμβίβαστη, γνήσια και ολοκληρωμένη επαναστατική πρακτική, αλλά και να απαντάει σωστά στα εκάστοτε ζητήματα της πολιτικής πάλης.
Ο Εθνικισμός στην πολιτική εφαρμογή του αρνείται ξεκάθαρα την κυριαρχία μιας μεγαλοαστικής “ελίτ” πάνω στην πλατιά μάζα των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων των Ελλήνων, δεν επιδιώκει όμως ούτε την λεγόμενη “δικτατορία του προλεταριάτου”, ειδικότερα στην απροσδιόριστη και ασαφή βάση επί της οποίας τα δηλητηριώδη μαρξιστικά ιδεολογήματα θέτουν τον όρο “προλεταριάτο”. Στην αξιοκρατική κοινωνία του Εθνικού κράτους δεν υπάρχει χώρος για την ύπαρξη μιας εκμεταλλεύτριας και μιας εκμεταλλευόμενης τάξης. Όλες οι εργαζόμενες και παραγωγικές τάξεις, ήτοι οι χειρώνακτες, οι άνθρωποι του πνεύματος και οι επιστήμονες, οφείλουν να συνεργάζονται αρμονικά για το συλλογικό καλό της κοινότητας. Αυτή η διάσταση της πολιτικής μας αντίληψης εκφράζεται από τον εναγκαλισμό του Κινήματός μας από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων, πάντοτε ενάντια στον παρασιτισμό του τραπεζικού λόμπι και της χρηματιστηριακής μαφίας η οποία λυμαίνεται την Πατρίδα μας.
Οι Χρυσαυγίτες δεν μαχόμαστε για να αλλάξει απλά αφέντες ο λαός μας και στην θέση των πλουτοκρατών να έρθουν οι κομισάριοι. Μαχόμαστε για την ανατροπή του καθεστώτος της εθνοκτόνας πλουτοκρατικής τάξης και πολεμούμε με συνέπεια το απάνθρωπο και αντεθνικό σύστημα του καπιταλισμού. Στεκόμαστε στο πλευρό της εργατικής τάξης και της αγροτιάς που σήμερα αποτελούν τα κυρίαρχα θύματα της ολιγαρχικής εκμετάλλευσης, όχι από εκλεκτική μεροληπτική υποκρισία, αλλά γιατί πιστεύουμε ακράδαντα στην κοινωνική δικαιοσύνη, δίχως ταξικές εξαιρέσεις αλλά με προτεραιότητες φυσικής επιβίωσης.
Είναι βέβαια μια ιστορικά διαπιστωμένη παράμετρος, το γεγονός ότι στην πολιτική πάλη εκδηλώνονται ποικίλα οικονομικά συμφέροντα αποφασιστικής σημασίας. Τρανό παράδειγμα είναι τα λεγόμενα επιχειρηματικά καρτέλ, τα οποία αποτελούν τον κανόνα στην πλειονότητα της πλήρως απεθνικοποιημένης κεφαλαιοκρατικής τάξης. Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει πως τα εθνικά συμφέροντα έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις μεθόδους που προκρίνουν οι πλουτοκράτες για να αυγατίσουν τα κέρδη τους. Μπορεί αυτό να αποτελεί μια άνευ ουσίας λεπτομέρεια για την αστική παράταξη, τους δεξιούς και τους ακροδεξιούς λακέδες της. Όμως, για εμάς τους Εθνικιστές η σχέση της πολιτικής και της οικονομίας δεν παύει να είναι απόλυτα μονοσήμαντη. Όπως έχει τονίσει πολλάκις ο Ηγέτης μας Νικόλαος Μιχαλολιάκος: η πολιτική είναι και αυτή η οποία πρέπει να κατευθύνει την οικονομία και όχι η οικονομία αυτή που θα κατευθύνει την πολιτική μας. Για κανέναν λόγο μικροπολιτικής σκοπιμότητας και φτηνού οπορτουνισμού δεν θα υποτάξουμε το όλον στο μέρος, ξεπουλώντας την κοσμοϊστορική διάσταση της συλλογικής μας ύπαρξης, ώστε να γίνουμε αρεστοί στους θανάσιμους εχθρούς μας.
Η “κοινωνία” όπως την ορίζουν οι φιλελεύθεροι και κομμουνιστές πολέμιοι του Έθνους, αποτελεί ένα ρευστό, δυναμικά τροποποιούμενο ιστορικό μόρφωμα σε αντίθεση με την λαϊκή φυλετική κοινότητα. Ο όποιος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός δεν έχει κατ’ ανάγκη ενιαία σύσταση, σε αντίθεση με τον διαχρονικό, εθνοφυλετικό και συμπαγή κορμό της λαϊκής κοινότητας.
Χρέος μας έχοντας κατά νου αυτή την ιδεολογική αντινομία των θιασωτών του διαφωτισμού, είναι να καταγγέλλουμε ακατάπαυστα όλα τα σαπρά είδωλα της σκόπιμης και κατευθυνόμενης αποχαύνωσης των Ελλήνων, τα οποία αναπαράγονται από την παραμόρφωση της άρρωστης “παιδείας” των προσκυνημένων και τα ξεπουλημένα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Πρέπει επίσης να καταγγέλλουμε την απόλυτη πνευματική ανυπαρξία της αντεθνικής ψευτοδιανόησης, την δήθεν εγγενή σπουδαία αξία του ατόμου έξω από συλλογικές αναφορές, την επιβεβλημένη με νομοθετήματα ισότητα όλων των ανθρωπόμορφων όντων, την αρρωστημένη λατρεία προς την φαντασιακή “βούληση της πλειοψηφίας” η οποία υποβιβάζει την πολιτική σε δημοσκοπική έρευνα, την κοινωνική ανάδειξη του ανήθικου και απάνθρωπου δικτύου του κράτους των διεφθαρμένων.
Στα κίβδηλα είδωλα της σύγχρονης γραικυλικής κοινωνιοπάθειας, ο Εθνικισμός αντιπαρατάσσει τις βαθύτερες δυνάμεις που δεν μπορούν να καταμετρηθούν και να ζυγιστούν, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές με στατιστικούς υπολογισμούς και συμφεροντολογικούς “ορθολογισμούς”: τις δυνάμεις της Φυλετικής ψυχής και του Αίματος.